Αστική/αντιπροσωπευτική ή Άμεση/Αταξική
Δημοκρατία;[1]
Γράφει ο Κώστας Λάμπος
«Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος».
Πρωταγόρας[2]
«1) Πράττε έτσι ώστε η υποκειμενική αρχή της
βουλήσεώς σου να μπορεί
πάντοτε να ισχύει ταυτοχρόνως ως αρχή μιας
καθολικής νομοθεσίας. 2) Πράττε
έτσι ώστε ο υποκειμενικός νόμος της πράξης σου να
ισχύει ως καθολικός νόμος
της ηθικής φύσης. 3) Πράττε έτσι ώστε, στο
πρόσωπό σου όσο και στους
άλλους, να μεταχειρίζεσαι την ανθρώπινη φύση ως
αυτοσκοπό,
ποτέ ως μέσον».
Immanuel Kant[3]
«Από τη στιγμή που θα αρχίσει η κοινωνική αλλαγή
δεν γυρίζει πίσω.
Δεν μπορείς να πάρεις πίσω την παιδεία του
ανθρώπου που έμαθε να διαβάζει.
Δεν μπορείς να ταπεινώσεις τον άνθρωπο που έμαθε
να είναι περήφανος.
Δεν μπορείς να καταπιέσεις ανθρώπους που δεν
φοβούνται πια.
Έχουμε δει το μέλλον και το μέλλον είναι δικό
μας».
Σέζαρ Τσάβες[4]
Όλα όσα συνέβησαν, από την βίαιη
μετατροπή όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινής/κοινοτικής/κοινωνικής
περιουσίας σε ατομική ιδιοκτησία, ανά τους αιώνες, όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας τα
τελευταία χρόνια και όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και σε βάρος των δυνάμεων της
Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού τις τελευταίες μέρες, σε πλανητικό,
ηπειρωτικό, εθνικό και τοπικό επίπεδο, αποτελούν συνέπειες του φύσει απάνθρωπου
και καταστροφικού καπιταλισμού, ‘ψυχή’ του οποίου είναι η ατομική ιδιοκτησία[5]
πάνω στα μέσα παραγωγής, η μήτρα όλων των δεινών της ανθρωπότητας, των ακραίων ανισοτήτων,
των αδικιών, των ανταγωνισμών, του ρατσισμού, του φασισμού, της κρατικής
τρομοκρατίας, των εμφύλιων, των τοπικών και των παγκόσμιων αποικιοκρατικών και
ιμπεριαλιστικών πολέμων. Όλα αυτά νόθευσαν και εξέτρεψαν τον ανθρώπινο
πολιτισμό μέχρι τη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα, η οποία περιθωριοποιεί
το 99% του ανθρώπινου πληθυσμού για λογαριασμό του 1% που κατέχει τα μέσα
παραγωγής τα οποία του δίνουν την εξουσία της ακραίας ανισοκατανομής του
πλούτου, της σπατάλης των φυσικών πόρων και της καταστροφής της βιόσφαιρας του
πλανήτη. Όλα αυτά, οι επιμέρους εργαζόμενες κοινωνίες προσπαθούν με τους
διαχρονικούς αγώνες τους να τα ξεπεράσουν και να επαναφέρουν την ανθρωπότητα
στον δρόμο της κοινωνικής ισότητας, της ειρηνικής συνύπαρξης, της καθολικής
ευημερίας, της πραγματικής ελευθερίας και της οικουμενικής ειρήνης. Στις μέρες
μας, στις αρχές του 21ου αιώνα συντρέχουν όλες οι υλικές και
πνευματικές προϋποθέσεις για την νικηφόρα όρθωση του οράματος του οικουμενικού
ουμανισμού απέναντι στον παρακμασμένο και καταστροφικό καπιταλισμό, φτάνει εμείς
όλοι ως άτομα και ως οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού
να αποτοξινώσουμε τα μυαλά μας από τους σκοταδιστικούς μύθους και τις
εξουσιαστικές ιδεολογίες,
περί δημιουργισμού και τις εξουσιαστικές ιδεολογίες
περί οικονομίας της αγοράς και της δήθεν αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας.
*
Οι ρίζες του ανθρωπισμού-ουμανισμού, είναι, όπως διδάσκει η ιστορία, τόσο
βαθιές όσο και αυτές του ανθρώπου και της κοινωνίας του. Ως αντίληψη και
πρακτική τον συναντάμε ακόμα και στους πρωτόγονους Λαούς και φυσικά καθ’ όλη τη
διαδρομή της ανθρωπότητας. Ως κοσμοθεωρία, όμως, θεμελιώθηκε από τους
προσωκρατικούς φιλοσόφους και κύρια από τον Πρωταγόρα και αναπτύχθηκε ως ένα
πρώιμο διαφωτιστικό κίνημα το οποίο συνέβαλε σημαντικά στην ολοκλήρωση της
Αθηναϊκής Δημοκρατίας και τελείωσε με την κατάρρευσή της, κύρια εξαιτίας των
αιτίων που οδήγησαν στον ελληνοελληνικό εμφύλιο τριακονταετή πελοποννησιακό
πόλεμο.
Σήμερα, οι περισσότεροι κάτοικοι του πλανήτη, θύματα του καταστροφικού και
απάνθρωπου καπιταλισμού, ονειρεύονται και παλεύουν για μια μετακαπιταλιστική
κοινωνία, αλλά δεν τολμούν, εξ αιτίας της φθοράς της έννοιας του σοσιαλισμού
και του κομμουνισμού που ανοήτως ή δολίως ταυτίστηκε με τον κρατικό καπιταλισμό
του 20ού αιώνα, να δώσουν ένα όνομα σ’ αυτή την εποχή που έρχεται. Οι εξουσίες
δημιουργούν μια κάποια ‘παράδοση’ με την οποία καθηλώνουν τη γλώσσα στα
όρια της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και νοθεύουν τις έννοιες, πράγμα που καθιστά
δύσκολη την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων που πασχίζουν να δώσουν ένα όνομα
στο αντικαπιταλιστικό τους όραμα. Η ανθρωπότητα, σήμερα, είναι ακόμα δέσμια της
δογματικής αντίληψης πως η οικονομία της αγοράς λειτουργεί προς το συμφέρον όλων,
ότι το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα είναι δημοκρατία και μάλιστα η
μοναδική και πως ο σοσιαλισμός, με την ευρύτερή του έννοια, είναι μια άπιαστη
ουτοπία και πως κάθε απόπειρα πραγμάτωσής του θα καταλήγει όπως ο σοβιετικός «υπαρκτός
σοσιαλισμός». Κι αυτό γιατί η προπαγανδιστική μηχανή της
κρατικο-καπιταλιστικής σοβιετικής παρένθεσης κατάφερε να ταυτίσει τον κρατικό
καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό. Σε βαθμό μάλιστα που ακόμα και στοχαστές του
διαμετρήματος του Έρικ Χόμπσμπάουμ ‘αποφαίνονται’ αξιωματικά πως «οι
σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων έχουν πάψει να πιστεύουν στη δυνατότητα μιας
οικονομίας χωρίς καθόλου αγορά… Η σημερινή διαμάχη ανάμεσα στους φιλελεύθερους
και τους σοσιαλιστές…, αφορά τα όρια του καπιταλισμού και μιας αγοράς που δεν
ελέγχεται από τη δημόσια δράση»[6]. Είναι προφανές πως ο
Χόμπσμπάουμ έκανε αυτή τη λάθος εκτίμηση κάτω από το σοκ και το βάρος της τότε
πολύ πρόσφατης κατάρρευσης του σοβιετικού κρατικο-καπιταλισμού που εμφανίστηκε
ως “ο θάνατος του σοσιαλισμού” και υπό την ιδεολογική τρομοκρατία του
θατσερο-ρηγκανισμού που είχε γονατίσει κάθε πνευματική αντίσταση ακόμα και
ενάντια στη νόθευση των εννοιών και στον βιασμό της γλώσσας και εμφανίστηκε ως “ο
θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού”. Ένας θρίαμβος, βέβαια, που ολοκληρώνεται
ως εφιάλτης, δηλαδή, ως καπιταλιστική βαρβαρότητα, η οποία μπορεί ακόμα και τον
κρατικο-καπιταλισμό να νεκραναστήσει για να σωθεί ο καπιταλισμός, αν δεν προλάβει
η ανθρωπότητα να ανοίξει τον δρόμο για την αταξική κοινωνία και τον Ουμανισμό.
Ο Μαρξ, που ανέλυσε όσο κανένας άλλος τη φύση και τη λειτουργία του
καπιταλισμού, υιοθέτησε για τη μετακαπιταλιστική κοινωνία τον όρο ‘σοσιαλισμός
και κομμουνισμός’. Στα νεανικά του κείμενα, μάλιστα, είχε περιγράψει και
την επόμενη, τη ‘μετασοσιαλιστική-μετακομμουνιστική’ φάση ανάπτυξης της
κοινωνίας-ανθρωπότητας με τον όρο Ουμανισμός. Συγκεκριμένα έγραφε: «Ο
αθεϊσμός σαν ξεπέρασμα του Θεού είναι η εμφάνιση στο προσκήνιο του θεωρητικού
ουμανισμού και η κοινοκτημοσύνη σαν ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας
είναι η εμφάνιση του πρακτικού ουμανισμού. Ο αθεϊσμός είναι ο ουμανισμός
που συνδέεται με τον εαυτό του μέσα από το ξεπέρασμα της θρησκείας. Μόνο όταν
ξεπεράσουμε τη μεσολάβηση αυτή –που είναι, ωστόσο, μια απαραίτητη προϋπόθεση–
θα εμφανιστεί ο θετικός ουμανισμός, θετικά παραγόμενος στον εαυτό του.
Αλλά ο αθεϊσμός και η κοινοκτημοσύνη (ως θετικός ουμανισμός) δεν είναι φυγή,
δεν είναι αφαίρεση, δεν είναι απώλεια του αντικειμενικού κόσμου που δημιούργησε
ο άνθρωπος, ή των ουσιαστικών του δυνάμεων που προεκτείνονται στην
αντικειμενικότητα, δεν είναι μια άθλια επιστροφή στην αφύσικη, πρωτόγονη
απλότητα. Αντίθετα, είναι μάλλον η πρώτη πραγματική εμφάνιση, η αληθινή
πραγμάτωση του ανθρώπου, η επαλήθευση της πραγματικής ανθρώπινης ουσίας του»[7]. Με αυτά τα λόγια ο Μαρξ
ξεκαθάρισε την έννοια του ουμανισμού από την ψεύτικη αστική και την υποκριτική
θρησκευτική ‘φιλανθρωπία’ και τον παρέδωσε στην ανθρωπότητα, ως καθαρό,
ορατό και προσεγγίσιμο ορίζοντα των προσπαθειών της να οικοδομήσει η ίδια,
χωρίς τον Φόβο των εξουσιαστικών ιδεολογιών και θρησκειών και χωρίς τους
εξουσιαστικούς-αλλοτριωτικούς κοινωνικούς θεσμούς της ιδιοκτησίας, τον Θετικό
Ουμανιστικό Πολιτισμό.
Είναι, όμως, σημαντικό να σημειώσουμε πως στα μετέπειτα κείμενά του ο Μαρξ,
δεν επανήλθε για να αφαιρέσει ή να προσθέσει κάτι στην έννοια του ουμανισμού,
περιοριζόμενος στο να κάνει συχνά λόγο για σοσιαλισμό και κομμουνισμό, χωρίς
ωστόσο να αφήσει μια ολοκληρωμένη θεωρία για τον σοσιαλισμό. Βέβαια, ο Μαρξ και
ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό μανιφέστο
γράφουν: ‘το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική κυριαρχία του για
να αποσπάσει βαθμιαία όλο το κεφάλαιο από την αστική τάξη, έτσι ώστε να
συγκεντρώσει όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή στα χέρια του
οργανωμένου ως άρχουσα τάξη προλεταριάτου’[8]. Ο Μπακούνιν αμφισβήτησε τόσο το ‘βαθμιαίο’
της διαδικασίας κατάργησης του κεφαλαίου, όσο και το πέρασμα των μέσων
παραγωγής στο κράτος του προλεταριάτου, ως νέας “αρχουσας τάξης” και όχι
στην ίδια την κοινωνία, και κατηγόρησε με δριμύτητα τον Μαρξ για κρατισμό, και
συγκεκριμένα για ‘κρατικό κομμουνισμό’, που θα μπορούσε, όπως σωστά
πρόβλεψε ο Μπακούνιν, να εξελιχθεί σε ένα νέο δεσποτισμό, στα πλαίσια του οποίου
το κεφάλαιο μεταμορφιζόμενο διατηρήθηκε ως κοινωνική σχέση εξουσίας των λίγων πάνω
στους πολλούς και μπροστά στον κίνδυνο να μετεξελιχθεί σε σοσιαλισμό της Εργασίας
και της κοινωνικής ισότητας επανάκαμψε στην αρχική και πιο βάρβαρη ιδιωτική του
μορφή με τη βοήθεια των σκοταδιστικών και εξουσιαστικών ιερατείων[9].
Αυτή η διαμάχη δίχασε την Πρώτη Κομμουνιστική Διεθνή σε σημείο που ο Μαρξ
διέγραψε τον Μπακούνιν στιγματίζοντάς τον ως ‘αναρχικό’ και τελικά την
οδήγησε στη διάλυσή της. Στο μεταξύ, και παρά το γεγονός πως η Κομμούνα του
Παρισιού εμπλούτισε τον προβληματισμό του Μαρξ αναφορικά με τη φύση του
σοσιαλισμού, αυτός, απαντώντας στο πρόταγμα των γερμανών κομμουνιστών για ‘Ελεύθερη
Λαϊκή Δημοκρατία’ ή για ‘Κοινωνική Δημοκρατία του Προλεταριάτου’,
χρησιμοποίησε τον όρο ‘Δικτατορία του Προλεταριάτου’. Αυτή η νέα θέση
του Μαρξ δέχτηκε σφοδρή κριτική και αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τη φύση και τη
μορφή του σοσιαλισμού. Έτσι έκλεισε και η, για κάποιο διάστημα, συμπόρευση της
έννοιας του ουμανισμού και του σοσιαλισμού.
Αργότερα, βέβαια, οι Μαρξ και Ένγκελς διευκρίνισαν πως η δικτατορία του
προλεταριάτου θα ήταν κάτι αντίστοιχο με την Κομμούνα του Παρισιού[10] και ένα μεταβατικό στάδιο της
εξουσίας του προλεταριάτου στην πορεία για την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας
και συνεπώς και της αυτοκατάργησής του.
Ακολούθησε η αντίληψη του Λένιν για τη δικτατορία του προλεταριάτου και τον
‘ταχυδρομικό σοσιαλισμό[11]’, η οποία δίχασε
οριστικά το κομμουνιστικό κίνημα, οδηγώντας το σε μια πολυδιάσπαση που το
κατατρύχει μέχρι τις μέρες μας και η οποία διευκόλυνε αντί να αποτρέψει την
ανάπτυξη του καπιταλισμού και του κρατικο-καπιταλισμού. Με τον λενινισμό και
τον σταλινισμό επήλθε η οριστική ρήξη μεταξύ του εξουσιαστικού σοσιαλισμού και
του αταξικού ουμανισμού.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε προηγούμενη περίοδο, η ανικανότητα του
υπαρκτού καπιταλισμού να αντιμετωπίσει τα χρόνια προβλήματα της ανθρωπότητας
και να οδηγήσει την κοινωνία-ανθρωπότητα στην ευημερία και στην ειρήνη, βάζει
επιτακτικά το θέμα της ανατροπής του. Αλλά και η ανικανότητα του
κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού, που καταγράφηκε ως ‘σοβιετικός
σοσιαλισμός και δικτατορία του προλεταριάτου’, να αντικαταστήσει τον
υπαρκτό καπιταλισμό και να δώσει μια νέα θετική προοπτική στην ανθρωπότητα,
καθιστά αναγκαίο το ξεπέρασμά του ως εναλλακτική λύση.
Έτσι, η ανθρωπότητα ξαναβρίσκεται μπροστά στο δίλημμα «σοσιαλισμός ή
καπιταλιστική βαρβαρότητα;» Οι περιπέτειες, όμως, της ιδέας του σοσιαλισμού
από τον σοσιαλδημοκρατικό «σοσιαλισμό της αγοράς», τον φασιστικό ‘σοσιαλισμό’
του Μουσολίνι, τον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ, τον ‘σοβιετικό’
σοσιαλισμό των Γκούλαγκ, τον κινέζικο ‘σοσιαλισμό’ του μανιακού
καπιταλισμού, τους πολλούς και διάφορους φυλαρχικούς αραβικούς, αφρικανικούς,
ασιατικούς, λατινοαμερικανικούς σοσιαλισμούς, σε συνδυασμό με την αυτομόλησή
τους προς τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, έχουν προκαλέσει τόση σύγχυση και
απογοήτευση, σε βαθμό που πολλοί από όσους πίστεψαν και πάλεψαν για τον σοσιαλισμό
να θεωρούν πως ‘ο σοσιαλισμός πέθανε’, αλλά και, ό,τι απομένει από
αυτόν, ‘τους πρόδωσε’. Ο καπιταλισμός προπαγάνδισε πολύ και συστηματικά
και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτή την ‘ιδεολογική ήττα του σοσιαλισμού’,
παρά το γεγονός πως γνωρίζει πως αυτός δεν ήταν σοσιαλισμός. Το γεγονός, όμως,
πως στο μεταξύ ο καπιταλισμός έγινε χειρότερος και περισσότερο επικίνδυνος για
την ανθρωπότητα, ο σοσιαλισμός επανέρχεται, ως πρόταγμα, στην ημερήσια διάταξη
του αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο. Οπότε το ερώτημα στον 21ο αιώνα δεν είναι
καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, αλλά ποιος σοσιαλισμός;
Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα ξαναφουντώνει, και πολλοί άρχισαν να
γράφουν συνταγές για ‘σοσιαλιστικά μαγειρέματα’. Όσοι συμμετέχουν με
αίσθημα ευθύνης σ’ αυτό τον διάλογο, μας προειδοποιούν: «Μια σοβαρή πρόταση
για τη μορφή μιας μελλοντικής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι
απλώς αντικείμενο του οράματος κάποιου διανοούμενου και των ηθικών αξιών που
αυτός αντλεί από τους κοινωνικούς αγώνες. Αν πρόκειται να είναι αξιόπιστη, τότε
πρέπει να αποτελεί πλήρες πολιτικό πρόταγμα, το οποίο ενσωματωμένο σε μια από
τις παραδόσεις της αριστεράς αντλεί τις οργανωτικές αρχές της μελλοντικής
κοινωνίας από συστηματική ανάλυση της τωρινής κοινωνίας και των τάσεων μέσα σε
αυτή»[12]. Προφανώς ότι ισχύει για τον έναν ‘αριστερό ηγέτη’ και
διανοούμενο, ισχύει και για κάθε ‘αριστερή εξουσιαστική παρέα’ ή ‘πρωτοπορία’, ή
πολιτικό κόμμα, γιατί η κοινωνική απελευθέρωση της εργαζόμενης κοινωνίας/ανθρωπότητας
δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά δικό της και κανενός μεσσία.
Εκείνο που απομένει, λοιπόν, για να καρπίσει αυτή η σπορά, είναι να κατεβεί
στη διψασμένη για γνώση κοινωνία και να μετασχηματισθεί σε επίγνωση, σε όραμα
και σε δράση ολόκληρης της κοινωνίας-ανθρωπότητας. Αυτή όμως τη σπορά δεν
μπορούμε να την περιμένουμε από τους μηχανισμούς και τους ντελάληδες του
καπιταλισμού, γιατί αυτή είναι το ιστορικό χρέος των δυνάμεων της Εργασίας, της
Επιστήμης και του Πολιτισμού, δηλαδή του καθενός μας ξεχωριστά και όλων μας
μαζί. Με αυτές τις διαπιστώσεις δίνεται η απάντηση στο άλλο καίριο ερώτημα «πού
πάμε», φτάνει να αποφασίσουμε πως ‘δεν θέλουμε άλλο να μας πάνε’,
γιατί επιλέξαμε να πάμε μόνοι μας εκεί που εμείς θέλουμε, γιατί ξέρουμε πού
θέλουμε να πάμε. Σήμερα η ανθρωπότητα χρειάζεται ένα καινούργιο μεγάλο όραμα,
μια νέα «μεγάλη σημαία»[13] με προοπτική την έξοδο από τον
καπιταλισμό.
Οι κατατεθειμένες στο Ταμιευτήριο της Ιστορίας εμπειρίες της ανθρωπότητας
δείχνουν πως «αυτό που σήμερα προέχει είναι η πίστη στη φυσική ενότητα της
ανθρωπότητας με στόχο την επίτευξη, μέσω του ορθού Λόγου, ενός νέου
ανθρωπισμού. Είναι ανάγκη να ξεπεραστούν οι διαφορές που χωρίζουν τους
ανθρώπους, προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια πραγματική
διανθρώπινη και διαπολιτισμική επικοινωνία. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε
‘ότι ο προορισμός της ζωής στη γη είναι κοινός, πέρα από φυλές, τάξεις, έθνη
και φύλα’, γιατί μόνον έτσι είναι δυνατό να επικρατήσει η ανθρώπινη αλληλεγγύη
και να θεμελιωθεί η παγκόσμια κοινότητα ανθρώπων. Χρειαζόμαστε γι’ αυτό
ένα νέο πολιτικό Διαφωτισμό, απελευθερωμένο από τις ταξικές
αγκυλώσεις της αστικής κοινωνίας. Έναν ορθολογικό Ουμανισμό χωρίς ευρωκεντρικές
παρωπίδες, που θα αντανακλά τις ανάγκες της ανθρωπότητας στο σύνολό της και δεν
θα καταδικάζει δισεκατομμύρια συνανθρώπων μας στην πείνα και στην εξαθλίωση,
χάριν της μονομερούς προώθησης του τεχνικού πολιτισμού που στερείται οραμάτων
και αξιών. Η διαλεκτική της προόδου, όπως αυτή εξελίσσεται μέσα από τις
αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν οδηγεί σε καμιά περίπτωση
στη χειραφετημένη κοινωνία της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Θα
πρέπει ωστόσο να σώσουμε την έννοια της προόδου, αφού πρώτα την απαλλάξουμε από
τον ζουρλομανδύα της ξέφρενης και ανεξέλεγκτης επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης, υποτάσσοντάς την στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κοινωνικού
συνόλου»[14].
Οπότε η απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την απατηλή τοξική συμμαχία των διαπλεκόμενων εξουσιαστικών συμμοριών του κεφαλαίου, την αστική δημοκρατία, τώρα δεν μπορεί παρά να είναι η ολοκλήρωση του διαχρονικού οράματος των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού που το συνθέτουν η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής με κοινωνική αυτοδιαχείριση της οικονομίας και η Άμεση Αταξική Δημοκρατία με περιεχόμενο την κοινωνική ισότητα, στοιχεία που θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα στον οικουμενικό ουμανισμό σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο.
[1] Βλέπε, Λάμπος Κώστας,
Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς
την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012, σελ.
406-411.
[2] Πρωταγόρας (490–420). Διάσημος
σοφιστής. Γεννήθηκε στα Άβδηρα περί το 480 π. χ. Το αρχικό του επάγγελμα ήταν
αχθοφόρος. Τον ανακάλυψε ο Δημόκριτος, τον πήρε κοντά του και τον έκανε
γραμματέα του και μαθητή του. Περιηγήθηκε διάφορες ελληνικές πόλεις όπου δίδαξε
φιλοσοφία και ρητορική. Γνωρίστηκε με τον Περικλή και συνεργάστηκε με τον
Ευριπίδη. Τιμήθηκε πολύ στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε για αθεΐα και τα βιβλία του
κάηκαν από τους ευγενείς αντιπάλους του, μεταξύ των οποίων και ο Πλάτωνας,
δημόσια στην αγορά. Πηγαίνοντας στη Σικελία πνίγηκε κατά τον πλουν σε ηλικία
περίπου εβδομήντα ετών. Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, πίστευε στη
διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν. Ο άνθρωπος, δίδασκε, γνωρίζει τα πράγματα
όπως εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα, δεν υπάρχουν απόλυτες
αλήθειες, δόγματα, που να ισχύουν παντού και πάντοτε. Η αλήθεια είναι σχετική
και ιστορικά προσδιοριζόμενη. Το κυριότερο έργο του ήταν το «Περί αληθείας».
[3] Immanuel Kant
(1724-1804). Γερμανός φιλόσοφος, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους
στοχαστές και φιλοσόφους όλων των εποχών.
[4] Cesar Chavez (1929-1993).
Λατινοαμερικανός εργάτης γης στην Καλιφόρνια, ακτιβιστής για τα πολιτικά
δικαιώματα των εργατών, εμπνευστής του συνθήματος ‘Ναι, μπορούμε’, (Si se
puede), ιδρυτής της εργατικής ένωσης United Farm Workers (UFW).
[5] Για μια ολοκληρωμένη και
σε βάθος προσέγγιση του θέματος, βλέπε, Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της
ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας,
εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήαν 2017.
[7] Marx Karl, Early Writings, Penguin Books, in
association with New Left Review, 1992, p. 395. Βλ. επίσης Ράγγας
Σωκράτης (επιμ.), Τι λέει ο Μαρξ
για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, εκδ. Σωκράτης, Αθήνα 1979, σ. 213-214.
[8] Marx Karl, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, έκδ. της εφημερίδας Το Βήμα, Αθήνα 2010, σ. 44.
[9] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Θεός
και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[10] «Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή είναι η
δικτατορία του προλεταριάτου», Μαρξ
Καρλ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη
Γαλλία, Κλασικά Κείμενα, Αθήνα χ. χ., σ. 17-18.
[11] «Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο
σύμφωνα με τον τύπο του κρατικό-κεφαλαιοκρατικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός
μετατρέπει σιγά-σιγά όλα τα τραστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου… Εδώ όμως είναι
κιόλας έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους
κεφαλαιοκράτες, ας συντρίψουμε με το σιδερένιο χέρι των ένοπλων εργατών την
αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του
σύγχρονου κράτους, και μπροστά μας θα προβάλει ένας μηχανισμός με υψηλό τεχνικό
εξοπλισμό, απαλλαγμένος από το «παράσιτο», ένας μηχανισμός, που μπορούν
θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας
τεχνικούς, επιστάτες, λογιστές, πληρώνοντας
τη δουλειά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των «κρατικών» υπαλλήλων, με μισθό εργάτη. Αυτό είναι το συγκεκριμένο,
πραχτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που
λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση… Όλη η λαϊκή οικονομία,
οργανωμένη όπως το ταχυδρομείο… κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του
ένοπλου προλεταριάτου, να ποιος είναι ο πιο άμεσος σκοπός μας. Να τι λογής
κράτος, να ποια οικονομική βάση μάς χρειάζεται. Να τι θα μας δώσει την
εκμηδένιση του κοινοβουλευτισμού και τη διατήρηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών,
να τι θ' απαλλάξει τις εργαζόμενες τάξεις από την εκπόρνευση αυτών των θεσμών
από μέρους της αστικής τάξης». Λένιν
Βλαντιμίρ Ίλλιτς, Κράτος και
Επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996.
[12] Φωτόπουλος Τάκης, Πρόσφατες θεωρητικές εξελίξεις στο
πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, στον συλλογικό τόμο: Παγκοσμιοποιημένος
καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία, Κουκκίδα, Αθήνα
2008. σ. 257.
[13] Αμίν Σαμίρ, Η
δυνατότητα για ένα νέο διεθνισμό. διεθνισμό.
Οι δυσκολίες για ένα δεύτερο σοσιαλιστικό κύμα, στο: Τετράδια, τεύχ. 55-56/2009, σελ. 61.