Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 21ος αιώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 21ος αιώνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Η κοινωνία στην προοπτική του 21ου αιώνα και ο ρόλος της οικονομικής επιστήμης


Γράφει ο Κώστας Λάμπος



Αυτό το κείμενο παρουσιάστηκε, πριν από 30 χρόνια, στο Συμπόσιο της Παιδαγωγικής Εταιρείας της Ελλάδας με θέμα την «Εκπαίδευση του 2000» που έγινε το 1988, και δημοσιεύτηκε στη ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΡΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ, τεύχος 5, Μάης1988 και στα ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Τεύχος 43, Ιούλιος 1988. Επαναδημοσιεύεται ατόφιο, με ελάχιστες αναγκαίες συντακτικές, φραστικές και εννοιολογικές βελτιώσεις, γιατί οι διαπιστώσεις του αναφορικά με την τοτινή πραγματικότητα και τις εξελίξεις της παραμένουν, δυστυχώς, το ίδιο επίκαιρες.
*

1. Η κοινωνική εξέλιξη από τις απαρχές της μέχρι τον 21ου αιώνα
«Οι νόμοι παραβιάζονται. Οι άνθρωποι τους τσαλαπατούν στην κυριολεξία και δημόσια. Οι περιφρονητές του νόμου ζουν στην ευμάρεια. Ο χρυσός και το χρήμα δεν κυκλοφορούν και ο χειροτέχνης δεν έχει δουλειά. Όποιος σπέρνει δεν παίρνει σχεδόν τίποτα για τη σοδειά του και η χώρα έχει εξαντληθεί. Έλα ξένε να σου δείξω μια χώρα , όπου το κάτω έχει γίνει πάνω και το πάνω κάτω»[1]. Αυτή η τόσο επίκαιρη περιγραφή μιας κοινωνίας σε μετάβαση, μιας χώρας σε κρίση έρχεται κυριολεκτικά από τα βάθη των αιώνων. Είναι απόσπασμα από μια περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε πριν από πενήντα αιώνες, το 3000 της παλιάς χρονολόγησης, στην Αίγυπτο και βρέθηκε καταγραμμένη σε πάπυρο στη Μέμφιδα.
Από τότε και πολύ πιο πριν μέχρι σήμερα η ανθρώπινη κοινωνία κινείται κι αναπτύσσεται σταδιακά, διαγράφοντας μια πορεία βασανιστική κι αργόσυρτη, μια πορεία μέσα από μικρές και μεγάλες, ειδικές και γενικές κρίσεις, τελικά όμως κι αναμφίβολα μια πορεία ανοδική. Έτσι και παρά το γεγονός πως σε κάθε κρίση οι περισσότεροι άνθρωποι κουνούσαν και συνεχίζουν να κουνούν ακόμα απαισιόδοξα το κεφάλι, σαν να πρόκειται με την κάθε φορά κρίση να έρθει η συντέλεια του κόσμου, διαπιστώνουμε ότι η συντέλεια του κόσμου δεν ήρθε ακόμα και η ανθρώπινη κοινωνία ατενίζει με αισιοδοξία τον 21ο αιώνα. 

Κι αυτό γιατί οι κρίσεις μέσα από τις οποίες πορεύτηκε δεν ήταν κρίσεις παρακμής της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά κρίσεις παρακμής των κάθε φορά συγκεκριμένων αναποτελεσματικών, καταπιεστικών και μη περαιτέρω εξελίξιμων τρόπων κοινωνικής συμβίωσης. Η ανικανότητα αυτών των τρόπων κοινωνικής συμβίωσης να οδηγήσουν την κοινωνία στην επόμενη καλύτερη φάση εξέλιξής της είχε ως αποτέλεσμα την ιστορική ακύρωσή τους από την κοινωνία η οποία συνέχισε να υπάρχει και να προχωρά δοκιμάζοντας καινούργιους τρόπους παραγωγής και κοινωνικής συμβίωσης, κατακτώντας μέσα από τη διαδοχή των κρίσεων ανώτερες και αποτελεσματικότερες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, γεγονός που μετασχημάτιζε τις κρίσης παρακμής των κοινωνικών συστημάτων σε κρίσεις ακμής της ασταμάτητα εξελισσόμενης κοινωνίας-ανθρωπότητας.
Μέχρι που φτάσαμε στην δική μας εποχή, όπου η εξέλιξη του συγκεκριμένου τρόπου κοινωνικής συμβίωσης, του συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού τρόπου παραγωγής και διανομής του πλούτου, του κεφαλαιοκρατικού, ιδιωτικού ή κρατικού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, τρόπου παραγωγής, απειλεί, εξαιτίας και της παγκοσμιοποιημένης δομής του, να συμπαρασύρει με τη δική του κατάρρευση ολόκληρη την ανθρωπότητα στην πυρηνική καταστροφή και στην ολοκληρωτική καπιταλιστική βαρβαρότητα[2]. Κι αυτό γιατί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και κοινωνικής συμβίωσης κατάφερε να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στις νομοτέλειες της συνολικής κίνησης της κοινωνίας-ανθρωπότητας μέσω μιας συνειδητής και συστηματικής διαστροφής της σχέσης μεταξύ του τεχνικού (civilization) και πνευματικού (culture) πολιτισμού, η οποία διαστροφή οδήγησε στην υποταγή του κοινωνικού-πνευματικού πολιτισμού στον τεχνικό-οικονομικό πολιτισμό υποτάσσοντας την κοινωνία-ανθρωπότητα στα ατομικά και τα ταξικά συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, των εξουσιαστών της οικονομίας και της κοινωνίας. Μια υποταγή που στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων εκφράζεται με την υποταγή των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού στο κεφάλαιο με σκοπό την μεγιστοποίηση της ποσότητας υπερεργασίας που θα γίνει υπερπροϊόν και στη συνέχεια υπεραξία η οποία ως ιδιωτικό κέρδος θα προστεθεί στο κεφάλαιο, διασπώντας διαχρονικά την κοινωνία σε πλούσιους και φτωχούς, σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Όλοι γνωρίζουμε ότι όλα αυτά που αποξενώνουν την Εργασία και συνολικά την εργαζόμενη κοινωνία από τον πλούτο της δεν είναι εύκολα και δεν συντελούνται αυτόματα. Η αποξένωση του εργαζόμενου, του φορέα της εργασίας από το προϊόν της εργασίας του, δηλαδή η οικονομική αλλοτρίωση της εργασίας προϋποθέτει την πνευματική, ιδεολογική και πολιτική αλλοτρίωση του φορέα της εργασίας σε ατομικό και ταξικό επίπεδο, πράγμα που συντελείται, όπως είναι γνωστό, εξαιτίας του ελέγχου που ασκεί η καπιταλιστική εξουσία πάνω στις επιστήμες, στον πολιτισμό και στην τεχνολογία και σε τελική ανάλυση πάνω στους μηχανισμούς και στο σύστημα εκπαίδευσης που λειτουργεί ως σύστημα υποταγής και όχι απελευθέρωσης των εργαζόμενων.
Από αυτήν την άποψη, τούτο το συμπόσιο της Παιδαγωγικής Εταιρίας της Ελλάδας με θέμα την ‘Εκπαίδευση του 2000’ αποτελεί μια καίριας σημασίας επιλογή που μπορεί και πρέπει να ξεπεράσει τα υποτιθέμενα ‘τεχνικά ζητήματα’ και τα αδιέξοδα της κατεστημένης εκπαίδευσης της υποταγής και της αλλοτρίωσης και να στραφεί στην αναζήτηση της φιλοσοφίας, του περιεχομένου και της μορφής μιας παιδείας της απελευθέρωσης και της ανθρωπιάς, της Παιδείας του 2000. Μιας Παιδείας που μέσα από την αγωγή και την εκπαίδευση θα προωθεί την αδιάλειπτη κριτική προσέγγιση και συνειδητοποίηση της σημερινής πραγματικότητας και θα ανατρέπει όλους τους σκοταδιστικούς και εξουσιαστικούς μύθους που μας παραπλανούν για να διατηρούνται οι απάνθρωπες και καταστρεπτικές δομές της κοινωνικής ανισότητας και καταπίεσης, της βίας και της εκμετάλλευσης. Μιας Παιδείας της απελευθέρωσης[3] που θα οδηγεί στη Γνώση και στην Επίγνωση των δυνατοτήτων και στην συνειδητοποίηση των όρων της κοινωνικής απελευθέρωσης της Εργασίας, της μοναδικής, αναγκαίας και ικανής συνθήκης απεμπλοκής της κοινωνίας από τα διλήμματα και τις απειλές του εκβαρβαρισμένου ‘πολιτισμού’ του κεφαλαίου.
2. Η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας
Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σήμερα μια σοβαρή, ίσως την σοβαρότερη της ιστορίας της οικονομική κρίση. Μεγάλη ανεργία, εκτεταμένη απόλυτη φτώχεια, μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα, δυσβάστακτα ιδιωτικά και δημόσια, εσωτερικά και εξωτερικά χρέη, τεράστιες και ξαφνικές διακυμάνσεις τιμών πρώτων υλών και ενέργειας, προκλητικά μεγάλη ιδιωτική συσσώρευση και συνεχώς διευρυνόμενη άνιση κατανομή του εθνικού και του παγκόσμιου πλούτου, σε κατά προσέγγιση αναλογίες όπου το 20% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει το 80% του παγκόσμιου πλούτου, αφήνοντας το 20% του παγκόσμιου πλούτου για το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού, προϊούσα επικίνδυνη για τη ζωή καταστροφή της Βιόσφαιρας και της ατμόσφαιρας του πλανήτη και υπερβολική αύξηση των δαπανών για τη διατήρηση των εξουσιών της κοινωνικής ανισότητας, για την καταστολή, τους εξοπλισμούς και τον πόλεμο. Δαπάνες που, σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής Μπράντ (1980), θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την οικονομική ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου για 25 ολόκληρα χρόνια και να κλείσουν την εισοδηματική ψαλίδα μεταξύ των φτωχών τάξεων και εθνών και των πλούσιων τάξεων και των μητροπόλεων του καπιταλισμού[4]. Τα αποτελέσματα αυτής της βαθιάς και πολύμορφης κρίσης του συγκεκριμένου μοντέλου παραγωγής και κοινωνικής συμβίωσης είναι λίγο-πολύ σ’ όλους μας γνωστά: η Πείνα σε έξαρση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, (πάνω από σαράντα εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα τον χρόνο). Σε έξαρση βρίσκονται επίσης οι τοπικοί πόλεμοι, η εγκληματικότητα, η κρατική βία και η διεθνής εξουσιαστική τρομοκρατία, το εμπόριο και η χρήση ναρκωτικών ουσιών, το εμπόριο ανθρώπων και ανθρώπινων οργάνων, το εμπόριο όπλων, η βίαιη μετανάστευση, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η καταστροφή των ζωτικών οικοσυστημάτων και ηα διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας. Πάνω απ’ όλα γιγαντώνεται η αδιαφορία μας για όλα όσο συμβαίνουν γύρω μας και σε βάρος μας σαν να μην μας αφορούν.
Η κοινωνία-ανθρωπότητα, λοιπόν, ατενίζει τον 21ο αιώνα υπό το βάρος της απειλής να καταστραφεί πολλές φορές ο πλανήτης μας και συνεπώς και η ίδια η ζωή για τον παράλογο και παράνομο πλουτισμό των λίγων σε βάρος των πολλών, τη στιγμή που ο καπιταλισμός αδυνατεί να λύσει τα βασικά προβλήματα διατροφής, περίθαλψης και μόρφωσης του παγκόσμιου πληθυσμού και παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Ενωμένων Εθνών, αυτός ο πλανήτης θα μπορούσε, με την τεχνολογία της περασμένης δεκαετίας (1970-1980), αλλά κάτω από διαφορετικές συνθήκες οργάνωσης της οικονομικής παραγωγής και διανομής του πλούτου και της κοινωνικής συμβίωσης, να εξασφαλίσει ευημερία σε υπερδεκαπλάσιο από τον σημερινό πληθυσμό του[5]

3. Για την ηθική της παραγωγής και τον μύθο της ‘ουδέτερης επιστήμης’
Είναι θαρρώ πια σε όλους μας γνωστό ότι η αδυναμία της σύγχρονης κοινωνίας μας να λύσει βασικά, στοιχειώδη προβλήματά της δεν οφείλεται ούτε στην υποτιθέμενη ‘στενότητα των δυνατοτήτων του πλανήτη’, όπως ισχυρίζονται κάποιοι αμαθείς ή/και αργυρώνητοι κονδυλοφόροι, ούτε φυσικά στην ανεπάρκεια των επιστημών και της τεχνολογίας να αξιοποιήσουν τις αστείρευτες δυνατότητες της Φύσης. Γνωστό είναι επίσης ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ των δυνατοτήτων του πλανήτη, των επιστημών και της τεχνολογίας και των αναγκών των κοινωνιών και της ανθρωπότητας συνολικά οφείλεται στην φιλοσοφία, στην στρατηγική και στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η συνολική οικονομική δραστηριότητα από το επίπεδο της επιχείρησης, του κλάδου, του τομέα μέχρι και το επίπεδο της εθνικής και διεθνούς οικονομίας που στηρίζεται πάνω στην ατομική ιδιοκτησία, στην οικονομικοκοινωνική ανισότητα, στην ιδιωτική, ταξική και κρατική εξουσία. Ένας τρόπος παραγωγής που χαρακτηρίζεται:
·         Από την αποξένωση των εργαζόμενων από τα μέσα παραγωγής
·         από την αποξένωση των εργαζόμενων από την Γνώση και τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων για τον προγραμματισμό, την οργάνωση, την διεύθυνση, τον έλεγχο και την κατανομή της παραγωγής, και
·         από την αποξένωση των παραγωγών, της εργαζόμενης κοινωνίας, από το προϊόν της εργασίας τους.
Πρόκειται δηλαδή για έναν τρόπο παραγωγής που διασπά το κοινωνικό σύνολο σε μια ολιγαρχία, που ιδιοποιείται το οικονομικό πλεόνασμα , επειδή κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής των μέσων παραγωγής και της λήψης των αποφάσεων για την κατανομή του κοινωνικού πλούτου, από την μια μεριά και σε μια πανστρατιά εργαζόμενων που αναγκάζονται για ένα γλίσχρο μεροκάματο, να παράγουν, με τη βοήθεια των από το κεφάλαιο ελεγχόμενων επιστημών και της τεχνολογίας, κανόνια όταν τους λείπει το βούτυρο, επειδή ακριβώς τα κανόνια ξοδεύονται ευκολότερα και αποδίδουν μεγαλύτερα κέρδη στους εξουσιαστές της παραγωγής. Όπως, όμως, είναι γνωστό οι επιστήμες και η τεχνολογία διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν στα πλαίσια και από τις ανάγκες της παραγωγής με την θεωρητική, εμπειρική και πρακτική σκέψη των ίδιων των εργαζόμενων για την βελτίωση των συνθηκών ζωής όλων των μελών της εκάστοτε συγκεκριμένης κοινωνίας. Γνωστό είναι επίσης ότι στη σύγχρονη εποχή η παραγωγή είναι περισσότερο παρά ποτέ εξαρτημένη από την συνεργασία των επιστημών, από την διεπιστημονική συνεργασία και έρευνα, οπότε και από αυτήν την άποψη και στη λογική της συμπληρωματικότητας των επιστημών κάθε επιστήμη δένεται άμεσα ή έμμεσα με την παραγωγή, αλλά και με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνική σκοπιμότητα και ηθική της παραγωγής.
Πολλοί υποστήριξαν και υποστηρίζουν ακόμα την θεωρία-μύθο περί ουδετερότητας των επιστημών και κατά συνέπεια την αποστασιοποίηση των επιστημόνων από τα ηθικά προβλήματα της παραγωγής. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία χρέος των επιστημόνων και των τεχνικών που εργάζονται σε δυό ανταγωνιστικές βιομηχανίες παραγωγής όπλων είναι να συμβάλλουν στην βελτίωση των δικών τους όπλων έναντι αυτών της ανταγωνιστικής βιομηχανίας με αποτέλεσμα να σκοτώνουν περισσότερους ανθρώπους, δηλαδή να ‘είναι ανταγωνιστικά’ για να πωλούνται ευκολότερα, πράγμα που θα οδηγήσει σε φονικότερους πολέμους, σε μεγαλύτερα κέρδη, στο κλείσιμο του ανταγωνιστή και στην ανεργία των αντίπαλων εργαζόμενων. Αντίστοιχα το χρέος των οικονομολόγων, υπ’ αυτές τις συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας είναι να συμβάλλουν ώστε το όπλο-προϊόν της βιομηχανίας στην οποία εργάζονται να είναι οικονομικά ανταγωνιστικότερο από αυτά των ανταγωνιστικών εταιριών για να διατεθεί σε μεγαλύτερες ποσότητες και σε περισσότερους αγοραστές, ώστε να σκοτωθούν περισσότεροι συνάνθρωποί του. Τέλος όλοι μαζί οι επιστήμονες είναι αναγκασμένοι, αν θέλουν να έχουν εισόδημα, να βρούνε τρόπους, συστήματα και τεχνολογίες που θα απομυζούν κάθε ικμάδα εργατικής δύναμης για την  παραγωγής της μέγιστης δυνατής υπεραξίας.
Από την άλλη μεριά όμως υπάρχει η θεμελιωμένη στις εμπειρίες των ατόμων και των ανθρώπινων συνόλων άποψη, ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστήμης καθιστά την φύση της επιστήμης επαναστατική-απελευθερωτική, πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν την αφήνουν αδιάφορη απέναντι στα ηθικά προβλήματα της παραγωγής, αλλά αντίθετα την καθιστούν και εγγυητή αυτής της ηθικής. Οπότε στο τρίγωνο κεφάλαιο-εργασία-παραγωγή για ολόκληρη την κοινωνία οι επιστήμες, σαν οι πιο ολοκληρωμένες, οι πιο σύνθετες και οι πιο κοινωνικοποιημένες μορφές εργασίας δεν μπορούν να είναι «ουδέτερες», γιατί απλούστατα η παραγωγή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Βέβαια η παραγωγή είναι μια κοινωνική διαδικασία, αλλά ο χαρακτήρας της προσδιορίζεται αυστηρά από το ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής και ποιος ασκεί πάνω σ’ αυτήν έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι αν παραγωγή σχεδιάζεται, πραγματοποιείται και ελέγχεται από την κοινωνία συνολικά σε συνθήκες κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης, τότε η ηθική της παραγωγής αναφέρεται σε ολόκληρη την κοινωνία, επειδή ακριβώς ο σκοπός της είναι το γενικό καλό ολόκληρης της κοινωνίας. Αντίθετα αν τον έλεγχο της παραγωγής τον ασκεί το κεφάλαιο, τότε κάθε ‘ουδετερότητα’ των επιστημών και κάθε αποστασιοποίησή τους από την κοινωνική ηθική της παραγωγής καταλήγει να είναι εχθρότητα απέναντι στην κοινωνία, γιατί η παραγωγή ‘ηθικοποιείται’ με το σκοπό της μεγιστοποίησης του κέρδους των κεφαλαιοκρατών, αδιαφορώντας για την εξαθλίωση της εργαζόμενης κοινωνίας. Οπότε σε αυτήν την περίπτωση του ‘ενός κακού, έπονται μύρια’ και τότε οι επιστήμες γίνονται εχθρικές απέναντι στην ίδια την κοινωνία, απέναντι ακόμα και σ’ αυτή την καχεκτική αστική δημοκρατία του κεφαλαίου και απέναντι στην ειρήνη, γίνονται δηλαδή ο πιο χυδαίος απολογητής των συμφερόντων του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Όμως στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε προηγούμενο λειτουργού της επιστήμης που να επέλεξε ελεύθερα τον ρόλο του απολογητή της τάξης των καταπιεστών. Αντίθετα δεκάδες από τους αρχαίους Έλληνες φυσικούς-υλιστές φιλόσοφους αντιμετώπισαν την εχθρότητα των αντιδραστικών-ιδεαλιστών με ηγετική τους μορφή τον Πλάτωνα, όταν τους καταδίωκαν και έκαιγαν δημόσια τα βιβλία τους. Το ίδιο συνέβη και αργότερα με προσωπικότητες σαν την Υπατία και τον Τζορντάνο Μπρούνο που προτίμησαν να πεθάνουν παρά να υποταχθούν στα σκοταδιστικά ιερατεία του πρώιμου και του κυρίαρχου χριστιανισμού. Όπως επίσης χιλιάδες Γερμανοί επιστήμονες εγκατέλειψαν μαζικά την Γερμανία του Τρίτου Ράϊχ, ενώ άλλοι επιβράδυναν σκόπιμα ή/και ανέστειλαν την επιστημονική έρευνά τους και έκαναν αντίσταση τορπιλίζοντας από τα μέσα τα σχέδια για την παραγωγή υπερόπλων που θα έδιναν την νίκη στο γερμανικό κεφάλαιο που κρύβονταν πίσω από τον Ναζισμό για την απόλυτη υποδούλωση των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού και για την παγκόσμια κυριαρχία.

4. Για το ρόλο της οικονομικής επιστήμης
Η οικονομική επιστήμη , σαν ανεξάρτητη επιστήμη, είναι σχετικά καινούργια. Κι όμως έχει μπει για τα καλά σε κάθε πτυχή της κοινωνίας. Με τα πολλά και έντονα οικονομικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας και της ανισοκατανομής του πλούτου, ορθώθηκε απέναντι στους λαούς ένας μύθος, αυτός της χωρίς σταματημό ανάπτυξης, με την έννοια της ‘αύξησης της πίτας’ με την απατηλή υπόσχεση ‘για να φτάνει για όλους’. Πολλοί, μεταξύ των οποίων και κάποιοι οικονομολόγοι, βοήθησαν να γίνει πιστευτός ο μύθος, κι έτσι πήραν φωτά οι μηχανές, τα μυαλά και τα κορμιά των εργαζόμενων για το θεαματικό μεγάλωμα της πίττας από την οποία ένα όλο και μικρότερο κομμάτι τους άφηνε το κεφάλαιο στο φτωχό και άδειο τραπέζι τους, με αποτέλεσμα οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί άνθρωποι και λαοί να γίνονται φτωχότεροι. Αυτές οι τραγικές εξελίξεις φορτώθηκαν, από το κεφάλαιο και τους λογής-λογής αυλικούς του στην οικονομική επιστήμη και στους λειτουργούς της, πράγμα που στιγμάτισε την οικονομική επιστήμη, από ‘ιατρική της κοινωνίας’ σε εχθρό της, που χρεώνεται, από τους οπαδούς και τα θύματα του καπιταλιστικού μύθου, τόσο με την ευθύνη της ύπαρξης των οικονομικών ανισοτήτων, όσο και με αυτήν της ανεπάρκειάς της να εξασφαλίσει ευημερία σε όλους.
Στα πλαίσια αυτής της σύγχυσης και της διαδικασίας λεηλασίας των εργαζόμενων από το κεφάλαιο έλαβε χώρα μια σκληρή σύγκρουση μεταξύ των οικονομολόγων και ξεκαθάρισαν τα πράγματα γιατί κάποιοι επέλεξαν να ταυτιστούν με το κεφάλαιο και να το υπηρετήσουν ως ‘νεοκλασικοί οικονομολόγοι’ της με κάθε θυσία, μέσο, βία και ανηθικότητα ποσοτικής μεγέθυνσης της παραγωγής με σκοπό την μεγιστοποίηση του κέρδους του κεφαλαίου, ενώ κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να κάνουν αντικείμενο της επιστήμης τους το Όλον και όχι το μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της κοινωνίας, συνδυάζοντας την διαδικασία παραγωγής αγαθών , υπηρεσιών και πλούτου με την εξίσου σημαντική, ίσως και τη σημαντικότερη, διαδικασία της κατανομής των αγαθών της οικονομικής δραστηριότητας της κοινωνίας. Κάπως έτσι στήθηκε η επιχείρηση κατασυκοφάντησης της οικονομικής επιστήμης ως υπεύθυνης για όλες τις ολέθριες συνέπειες που προκαλεί το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην κοινωνία-ανθρωπότητα, με προφανή σκοπό να την υποτάξει, αυτήν και τους λειτουργούς της, στις επιλογές, στην αγοραία ηθική  και στα συμφέροντα του κεφαλαίου και να την υποβαθμίσει από επιστήμη σε μια τεχνική μέθοδο μαθηματικής ποσοτικής ανάλυσης αριθμητικών δεδομένων, σε οικονομετρία, σε μέτρηση εισροών-εκροών, σε CostBenefit Analysis με πολλά σύμβολα, μοντέλα και καμπύλες που παραγνωρίζουν τον παράγοντα άνθρωπος, γιατί εκείνο που μετράει είναι το κέρδος του κεφαλαίου και η καριέρα κάποιων αργυρώνητων στις μητροπόλεις του καπιταλισμού κατασκευασμένων προφεσόρων και πολιτικών. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί γιατί η οικονομική επιστήμη είναι μια κατ’ εξοχήν κοινωνική επιστήμη, μια επιστήμη που έχει σαν αντικείμενό της τόσο το σύνολο της κοινωνίας σαν ενιαίο οργανικό και λειτουργικό σύστημα, όσο και τα επιμέρους στοιχεία της, ακόμα και τα κύτταρα αυτού του συστήματος που δεν μπορούν να φυλακιστούν σε νούμερα και μοντέλα γιατί ως άνθρωποι δημιουργοί του πλούτου και του πολιτισμού είναι αποφασισμένοι να σωθούν και να σώσουν όσα μέχρι τώρα δημιούργησαν και να διασφαλίσουν την πορεία τους στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον χωρίς τα εμπόδια της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου.
Είναι συνεπώς χρέος της οικονομικής επιστήμης, με την έννοια της Πολιτικής Οικονομίας, να αντισταθεί στην προσπάθεια να εκφυλισθεί σε ιδεολογία της ατομικής ιδιοκτησίας και της εξουσίας του κεφαλαίου, να υπερασπισθεί τον κοινωνικό χαρακτήρας της και να προσεγγίζει αναλυτικά τόσο σε μίκρο-, όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο την φιλοσοφία, τη μορφή και την αποτελεσματικότητα κάθε μορφής οικονομική δραστηριότητα με το κριτήριο την αριστοποίηση της κοινωνικής χρησιμότητας, της ορθολογικής χρήσης των φυσικών, οικονομικών και κοινωνικών πόρων και την μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας. Όποιο κύτταρο, κλάδος, ή τομέας οικονομικής δραστηριότητας, δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτά τα κριτήρια θα πρέπει να επανεξετάζεται στη σχέση του με το όλο οικονομικό σύστημα και ανάλογα να προτείνει τις αναγκαίες αλλαγές στο σχετικό επίπεδο με σκοπό την εναρμόνιση του οικονομικού συστήματος με τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Είναι, όμως, προφανές ότι σε συνθήκες κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αδυνατεί να υπάρξει αρμονία μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας και των αναγκών της κοινωνίας συνολικά και γι αυτό η οικονομική επιστήμη υποβαθμίζεται σε έναν αντιφατικό, ελίτικο και δυσνόητο ιδεολογικό εργαλείο και σε πρακτικές/τεχνικές εφαρμογής οικονομικών πολιτικών που απομακρύνουν την οικονομία από την κοινωνία και την εκφυλίζουν σε έναν στυγνό οικονομισμό με όλα τα συνεπαγόμενα δεινά σε βάρος της ανθρωπότητας και της Φύσης.
Η οικονομική επιστήμη πρέπει να μπορεί να είναι κατανοητή από όλους τους πολίτες και να λειτουργεί συμπληρωματικά με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες για μια διεπιστημονική προσέγγιση των προβλημάτων και των λύσεων, να εκλαϊκεύει τη γνώση γύρω από το αντικείμενό της, ώστε και ο τελευταίος αριθμητικά πολίτης να αντιλαμβάνεται και να συμπεριφέρεται ορθολογικά και σύμφωνα με τα ατομικά και τα κοινωνικά του συμφέροντα και να μην γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, θύμα κρίσεων και καταστροφικών πολεμικών συγκρούσεων. Ακόμα η οικονομική επιστήμη, ως επιστήμη του οικονομικού προγραμματισμού και της κοινωνικά συμφερότερης και δικαιότερης ανάπτυξης, οφείλει να διευκολύνει την κοινωνία σε όλα τα επίπεδα να λαμβάνει η ίδια τις αναγκαίες αποφάσεις για μια κοινωνικά και περιβαλλοντικά ευαίσθητη οργάνωση και διοίκηση της παραγωγής με σκοπό την κοινωνική ευημερία και την ατομική ευτυχία στα πλαίσια της διαγενεακής αλληλεγγύης, πράγμα που καθιστούν στην εποχή μας, στην προοπτική του 21ου αιώνα, εφικτό οι επιστήμες, η ηλεκτρονική τεχνολογία της επικοινωνίας και του αυτοματισμού και ο σύγχρονος πολιτισμός και επιτρέπουν την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας των μελών της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, του γόνιμου προβληματισμού και της δημιουργικής επικοινωνίας μεταξύ όλων των πολιτών του πλανήτη. Η οικονομική επιστήμη δεν είναι μόνο μια βαθιά κοινωνική επιστήμη, αλλά και μια διαδικασία μετακίνησης των κοινωνιών από κοινωνικά συστήματα αυταρχικής, ή ολιγαρχικής διακυβέρνησης προς κοινωνικά συστήματα αμεσοδημοκρατικής κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης, συνιστώσες ενός οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού.
Πρόκειται για μια εξέλιξη για την οποία έχουν ήδη ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες ανάδειξης αντίστοιχων, στο σημερινό υψηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, παραγωγικών σχέσεων και σχέσεων εργασίας, αλλά και σε μεγάλο βαθμό έχουν ωριμάσει και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να ενισχύσουμε με μια σύγχρονη παιδεία και εκπαίδευση στραμμένη στο 2000, η οποία οφείλει να συμβάλλει στην περαιτέρω ωρίμανση των υποκειμενικών προϋποθέσεων μέσα από διαδικασίες από-ιδεολογικοποίησης της παιδείας με την καλλιέργεια της κριτική σκέψης των ερχόμενων γενεών. Όλοι γνωρίζουμε, βέβαια, ότι αυτές οι διαδικασίες δεν είναι αυτόματες γιατί ακριβώς η  εκπαίδευση δεν είναι ένα ανεξάρτητο, αυτοπροσδιοριζόμενο ή ένα κοινωνικά οριζόμενο σύστημα, αλλά ένας μηχανισμός σκοταδιστικού και ιδεολογικού αποπροσανατολισμού της εργαζόμενης κοινωνίας για την αναπαραγωγή του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας και της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας πάνω στην κοινωνία. Σε τελική ανάλυση η φιλοσοφία, η δομή και η λειτουργία της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι ζήτημα πολιτικό, που προσδιορίζεται από τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων που συγκρούονται στο οικονομικό και στο κοινωνικό πεδίο και συνεπώς όσο τον έλεγχο της παιδείας θα τον έχουν οι εξουσιαστές, αυτή θα υπηρετεί τα συμφέροντά τους σε βάρος των συστηματικά και σκόπιμα αμαθών, ημιμαθών και εμετικά παραπληροφορημένων εξουσιαζόμενων.
Στο βαθμό που ο συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων θα υπερβαίνει σταδιακά τους σκοταδιστικούς μύθους των θρησκευτικών ιερατείων και τις συντηρητικές-εξουσιαστικές ιδεολογίες των πολιτικών κομμάτων-εργαλείων της οικονομικής ολιγαρχίας και θα ανατρέπει τους μηχανισμούς της κοινωνικής αδράνειας, δίνοντας ταυτόχρονα μια προοδευτική προοπτική στην αυτόνομη στρατηγική της κοινωνίας για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας με σκοπό την κοινωνική ισότητα, στον ίδιο βαθμό ο 21ος αιώνας και η τρίτη χιλιετία της σύγχρονης χρονολόγησης θα μπορούσαν να περάσουν στην ιστορία ως η εποχή του οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού, της καθολικής ευημερίας, της πραγματικής ελευθερίας, των επιστημών και της Άμεσης Δημοκρατίας.
Το Αύριο είναι εδώ, είναι Τώρα, κι αφού το Αύριο, Μεθαύριο θα είναι Χθες, εκείνο που μετράει είναι το πώς σκεφτόμαστε και τι πράττουμε Εδώ και Τώρα, Σήμερα και Παντού, Εσύ, Εγώ και οι Άλλοι, μικροί και μεγάλοι.


[1] Αναφέρεται στο Schmölder Guenter, Konjunkturen und Krisen, Hamburg 1967,σελ. 9.
[2] Lambos Kostas D., Abhängigkeit und fortgeschrittene Unterentwicklung dargestellt am Beispiel der Landwirtschaft Griechenlands: Ein Beitrag zum Studium des (griechischen) Peripheren Kapitalismus und der alternativen Entwicklungsstrategien, R. G. Fischer Verlag, F/M 1981 και Λάμπος Κώστας, Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας. Μια συμβολή στη μελέτη του (ελληνικού) περιφερειακού καπιταλισμού και των εναλλακτικών στρατηγικών ανάπτυξης, Αιχμή, Αθήνα 1983.
[3] Βλέπε σχετικά Freire Paulo, Η ανθρωπιστική αγωγή, Πρόσκληση για κριτική συνειδητοποίηση και αποεκπαίδευση και Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με την έννοια της ‘κριτικής συνειδητοποίησης’, στο: Για μια Απελευθερωτική Αγωγή, ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗΣ, Αθήνα 1985. Καθώς και Freire Paulo, Η αγωγή του καταπιεζόμενου, ΚΕΔΡΟΣ Αθήνα 2009.
[4] Βλέπε σχετικά Αγγελόπουλος Άγγελος, Οικονομικά προβλήματα: Ελληνικά και διεθνή, Αθήνα 1986.
[5] Βλέπε Forum Vereinten Nationen , Zeitschrift für Internationale Entwicklung, τεύχος 3, Σεπτέμβρης 1975, σελ. 1.

η πιο πρόσφατη

    Περί Κοινωνικής αν-Ισότητας και αταξικού Ουμανισμού Κώστας Λάμπος   «Το μυαλό δεν είναι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει, αλ...