Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

 

Η κοινωνική αν-Ισότητα ως ‘φιλοσοφικό’ πρόβλημα[1]

 

Γράφει ο Κώστας Λάμπος

claslessdemocracy@gmail.com,

http://www.classlessdemovracy.blogspot.com,

 

Ζούμε στον πλανήτη Γη, σ’ έναν άπειρο κόσμο, τον ‘κόσμο τον Μέγα’. Ζούμε στο Σύμπαν που δεν είναι δημιούργημά μας ούτε φυσικά και κάποιου τζογαδόρικου μη-όντος, το οποίο τάχα ‘ρίχνει ζάρια’ κι ανάλογα με την ζαριά αποφασίζει για τη ζωή μας, ή ‘γελάει όταν οι άνθρωποι, οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα κάνουν σχέδια’ για έναν καλύτερο κόσμο, αλλά υπάρχει ως αυθύπαρκτη αναρχοατελεύτητη, αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία υπόκειται στους άκαμπτους φυσικούς νόμους της υλοενέργειας και βρίσκεται σε διαρκή και πλήρη τάξη, ενώ κυτταρικά ‘αέναα πεθαίνει και αναγεννιέται με μέτρο’, όπως μας δίδαξε ο Ηράκλειτος και επιβεβαιώνει η σύγχρονη αστροφυσική επιστήμη.


Σε αντίθεση με τον ‘κόσμο τον Μικρό’, δηλαδή, την κοινωνική πραγματικότητα που βρίσκεται διαρκώς σε αταξία, επειδή οι εξουσιαστικοί γραπτοί και άγραφοι νόμοι της κοινωνίας των ανθρώπων διασαλεύονται από την ωμή βία της ιδιοτέλειας και από τους εκάστοτε εξουσιαστικούς νόμους περί ατομικής ιδιοκτησίας που διασπούν τις κοινωνίες στο 1% που λεηλατεί τον πλανήτη, την μοναδική πατρίδα όλων μας, και τις ζωές του 99% του παγκόσμιου πληθυσμού, συντρίμμια των επικών πρωτόγονων κοινωνιών που κατάφεραν να επιβιώσουν, ως ανθρώπινο είδος, και να εξελιχθούν χάριν της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της ισοκατανομής και του αμοιβαίου σεβασμού.

Κι εκεί που οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα προσπαθούν κάθε φορά να μαζέψουν τα συντρίμμια τους και να προφυλαχτούν από τις εκάστοτε εξουσίες, πετάγεται κάθε τόσο από κάποια γωνιά, ή από κάποιο σκοτεινό εργαστήρι βιολογικού πολέμου κι ο Μικρόκοσμος, ο υπαρκτός αλλά αόρατος και φονικός κόσμος, ο κόσμος των ‘μικρών-βίων, και ‘ιών’ που καθιστά τον ‘κόσμο τον Μικρό’ ανίκανο να αμυνθεί. Κι’ αυτό επειδή αχρηστεύει τους νόμους του, παραλύει τις τάχα αήττητες εξουσίες του και αποδεκατίζει κατά εκατομμύρια την ανθρωπότητα με ιδιαίτερη προτίμηση στους φτωχούς, στους απόμαχους της εργασίας και στους απόκληρους της εκάστοτε εξουσίας.

 

 

 

Καταλήξαμε, λοιπόν, στον 21ο αιώνα να ζούμε σε κοινωνίες όπου δυό μόνο έννοιες στοιχειώνουν την πολιτική φιλοσοφία, κινούν πάνω-κάτω, μπρος-πίσω και πέρα-δώθε την ανθρώπινη ιστορία και καθορίζουν τις ζωές και τον πολιτισμό μας. Είναι οι έννοιες της κοινωνικής ανισότητας και της κοινωνικής ισότητας, η μήτρα του καπιταλισμού, της αστικής δημοκρατίας, της δυστυχίας και του πολέμου η πρώτη, της άμεσης δημοκρατίας, της ευημερίας, της ειρήνης και του αταξικού ουμανισμού η δεύτερη. Και οι δυό αυτές έννοιες έχουν γίνει ο εφιάλτης των ‘φιλοσόφων ευκαιρίας’, των απολογητών και των ιδεολόγων του κεφαλαίου, στη μάταιη προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την κοινωνική ανισότητα και να αφορίσουν με χίλια δυό τερτίπια και θεωρητικά γιατροσόφια την κοινωνική ισότητα. Δηλαδή, την ισότητα στη ζωή, στην ευημερία, στην ελευθερία, στην ευτυχία, αλλά και να συρρικνώσουν την ελπίδα, ίσως και κάτι περισσότερο, την ιστορική βεβαιότητα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, πως ένας καλύτερος κόσμος, ο κόσμος της κοινωνικής ισότητας είναι εφικτός.

Όπως, όμως, συνάγεται από τους ασταμάτητους κοινωνικούς αγώνες και την ενιαία διαχρονική στρατηγική τους για κοινωνική ισότητα, αυτός ο κόσμος είναι εφικτός χάρη στην συνέχεια και στην ενότητα του εν δυνάμει ιστορικού Γίγνεσθαι που κι αυτό συντελείται στην διάσταση του συνεχούς και ενιαίου χωροχρόνου, ο οποίος νοείται ως διαχρονικό βέλος που ορίζεται από την ακατάλυτη ενότητα μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Κι’ αυτό σε πείσμα των δυνάμεων που κρύβονται πίσω από σκοταδιστικούς μύθους και εξουσιαστικές ιδεολογίες και πασχίζουν με την τακτική του ‘διαίρει και βασίλευε’ να σταματήσουν την δυναμική και να θρυμματίσουν την ενότητα του αέναα εξελισσόμενου και ιστορικά οριζόμενου κοινωνικού χωροχρόνου, που, σ’ αυτήν την περίοδο, υποστασιοποείται ως υποκείμενο της ιστορίας και του πολιτισμού της κοινωνικής ισότητας.

Όταν όλα αυτά τα διακριτά μεταξύ τους καταλήγουν στο πνευματικό μπλέντερ του νεοκλασικισμού και του νεοφιλελευθερισμού, όπου το άγγιγμα του όντος, δηλαδή η ανάλυση της πραγματικής κοινωνίας της ανισότητας, είναι, κατά τους απολογητές του κεφαλαίου, υπόθεση της επιστήμης της κοινωνιολογίας, άντε και της λεγόμενης ψυχολογίας να το ερμηνεύσει, ενώ το όραμα για το δέον, δηλαδή η επιθυμητή, αναγκαία και εφικτή κοινωνία της ισότητας γίνεται υπόθεση της αφηρημένης φιλοσοφίας των ‘πέντε δρόμων’ να το θέσει και να το χαρτογραφήσει, πάντα όμως υπό την αίρεση των σκοταδιστικών και των εξουσιαστικών ιερατείων και ως τάχα ‘ενασχόληση ρομαντικών και αργόσχολων’.

Αυτή η προσέγγιση αποτελεί την σκόπιμη υποβάθμιση της κοινωνικής ισότητας από κοινωνικό σε τάχα φιλοσοφικό πρόβλημα, αλλά και της φιλοσοφίας της ίδιας από μήτρα αναζήτησης, έρευνας και επιστήμης της κατανόησης και της επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, σε ιδεαλιστική παγίδα, σε στείρα εξουσιαστική ιδεολογία συντήρησης ανισοτήτων και δυστοπιών. «Η φιλελεύθερη αστική τάξη», γράφει ο Carl Schmitt, «θέλει ‘Θεό’, όμως αυτός δεν πρέπει να ενεργοποιείται, θέλει μονάρχη, όμως αυτός οφείλει να είναι αδύναμος, απαιτεί ελευθερία και ισότητα, ταυτόχρονα, όμως, θέλει περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος στις κατέχουσες τάξεις, προκειμένου να διασφαλίσει στη μόρφωση και στην ιδιοκτησία την αναγκαία επιρροή πάνω στην νομοθεσία, λες και η μόρφωση και η ιδιοκτησία δίνουν το δικαίωμα να καταπιέζει κανείς φτωχούς κι αμόρφωτους ανθρώπους», προφανώς για να μην μπερδεύονται με τις υποθέσεις της εξουσίας.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό προσεγγίσεις εμφιλοχωρεί το θεμελιώδες ψεύδος, η κεντρική αντίφαση, που αναφέρεται στο θέμα της αναγκαιότητας της πολιτικής διαχείρισης του όντος, του οικονομικοκοινωνικού συστήματος, από την ίδια την οικονομικά άρχουσα τάξη και τους επαγγελματίες πολιτικούς της, επειδή τάχα η κοινωνία δεν είναι ικανή να κυβερνήσει και να αυτοκυβερνηθεί. Αυτή η διαχρονικά κυρίαρχη αντίληψη έλκει την καταγωγή της από τον πατέρα του εξουσιαστικού ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα, ο οποίος προέτρεπε την τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων και μεγαλοδουλοκτητών, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, να καταδεχτούν να αναλάβουν και τις κυβερνητικές ευθύνες, ‘διαφορετικά θα αναγκαστούν να κυβερνηθούν από ανίκανους και κατωτέρους τους με τις αρνητικές γι’ αυτούς συνέπειες’. Μια αντίληψη που, αντί με το πέρασμα του χρόνου και τις κοσμογονικές αλλαγές προς το καλύτερο που συντελέστηκαν να εγκαταλειφτεί, κακοφόρμισε με αποτέλεσμα κάποιοι θεωρητικοί, όπως λ. χ. οι  θεμελιωτές του φιλελευθερισμού, όπως ο Χόμπς, ο Λοκ, και άλλοι, αλλά και οι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού, όπως ο Friedrich August Von Hayek και οι επίγονοί του με κορυφαίους ‘τα παιδιά του Σικάγου’ να κηρύσσουν την κοινωνία ανύπαρκτη. Κάποιοι, μάλιστα, πολιτικοί και καραβανάδες, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Ρόναλντ Ρήγκαν, ο Πινοσέτ και πολλοί άλλοι επίγονοί τους ισχυρίζονται ότι υπάρχουν μόνο συμφέροντα και άτομα τα οποία όμως δεν είναι ικανά να διαχειριστούν τη ζωή τους και το σύνολο των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων τους και συνεπώς πρέπει να αναγκαστούν να δεχτούν να τους κυβερνάει, πάντα ‘με τη βοήθεια του δικού του θεού’, του δικού του νόμου και στρατού, το κεφάλαιο, με τη διαμεσολάβηση κάποιας ‘εθνικής αντιπροσωπείας’ που χορεύει στους ρυθμούς του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, της οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού χρήματος.

Η επιτομή του απόλυτου, φασιστικού, πολιτικού απολυταρχισμού που θεωρούσε ότι ‘αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί του, τότε τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα’ είναι, όπως πάντα, εδώ. Κι όμως οι κοινωνίες υπάρχουν και μάλιστα ως μια πείσμων, σκληρή, διαχρονική και εξελισσόμενη οντότητα ‘με σώμα και δυνάμεις’, δηλαδή με ύλη, πνεύμα και ενέργεια, τόσο ως το ‘συνειδητό κομμάτι της Φύσης’ όπως την όρισε ο Νεύτωνας, όσο και ως Όλον, ως σύνολο, ως μια αυστηρά συγκροτημένη υπόσταση, με υλική και πνευματική δύναμη, που σταθερά πορεύεται προς έναν καλύτερο κόσμο, ακόμα και όταν ο απολυταρχισμός μπορεί συγκυριακά να την καθηλώνει με το ψέμα, τον εξουσιαστικό φόβο και τη βία.

Η συντήρηση, η αδράνεια και η καταστολή για την αύξηση και την προστασία του ατομικού/ιδιωτικού πλούτου καταλήγουν στο χάος, οξύνουν τις εσωτερικές αντιθέσεις, αποκαλύπτουν τις ιστορικές αντιφάσεις του κεφαλαίου και προκαλούν σύγχυση στους εκπροσώπους και απολογητές του. Κι αυτό συμβαίνει επειδή η κυρίαρχη τάξη δεν έχει κοινωνική, αλλά ταξική/εξουσιαστική συνείδηση, αφού η συνείδηση και ιδιαίτερα η κοινωνική συνείδηση δεν είναι κάτι το μεταφυσικό, αλλά «ένα εμπειρικό γεγονός», ένας αντικατοπτρισμός του κοινωνικού μας Είναι, ένα μέγεθος που προκύπτει από τις εμπειρίες μας εντός και όχι εκτός και εναντίον του Εμείς, ως κοινωνίας.

Έτσι οι ‘νεοφιλελεύθεροι φιλόσοφοι’ που κάνουν ‘τη θητεία τους’ σε κυβερνητικούς, κρατικούς, επιχειρηματικούς, ακαδημαϊκούς και μιντιακούς θώκους, αλλά ‘ως ευτελείς δούλοι της εξουσίας’, αδυνατούν ή εμποδίζονται να απαντήσουν στο απλό, απλούστατο ερώτημα που δεν είναι φιλοσοφικό, αλλά ζωτικό για την εργαζόμενη κοινωνία με την απλή, σαφή και απόλυτα κατανοητή διατύπωση: Αφού η κοινωνική ανισότητα αποτελεί, όπως πολλοί από αυτούς δέχονται, ένα είδος προπατορικής θεϊκής ‘κατάρας’ για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που αν το αφαιρέσουμε θα φύγει το στερητικό άλφα της ανισότητας και θα προκύψει η ισότητα, η κοινωνική ισότητα, η κοινωνία των ίσων, των ανόμοιων, των διαφορετικών, αλλά των ίσων, που δεν είναι ίδιοι, αλλά μπορούν και πρέπει να είναι μεταξύ τους κοινωνικά ίσοι; Οι λογοκριτές του κεφαλαίου, οι σκοταδιστές και η παρδαλή πνευματική ιντελιγκέντσια, που σιτίζονται στα πρυτανεία της εξουσίας του κεφαλαίου, αρνούνται και εμποδίζουν την αναζήτηση της απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα για να μην χάσουν το χαβιάρι τους.

Είναι η ώρα, τώρα που η ανθρωπότητα οδηγήθηκε από τα λάθη και τις παραλείψεις της σε κρίσιμα σταυροδρόμια να συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία δεν είναι ένας αυτόματος πιλότος, ούτε η βούληση κάποιων ανύπαρκτων ‘θεών’, αλλά αποτέλεσμα των δράσεων και των παραλείψεων του καθενός μας ατομικά και των κοινωνιών μας συνολικά. Οπότε θα κατανοήσουμε ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα που αποτελεί το διαχρονικό εμπόδιο στην μετεξέλιξη της ανθρωπότητας στον πολιτισμό της κοινωνικής ισότητας και αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι εκάστοτε εξουσίες θεμελίωσαν τον πολιτισμό της κοινωνικής ανισότητας, τον δικό τους εξουσιαστικό πολιτισμό, πάνω στην άρνηση της φυσικής τάξης και της κοινωνικής αρμονίας της ισότητας. Έχτισαν τον ‘πολιτισμό τους’ πάνω στο μεγάλο ψέμα περί ‘πανάγαθου, παντοδύναμου και πάνσοφου θεού’, περί ‘μεταθανάτιας ζωής’, περί ‘αθανασίας της ψυχής’ του φετίχ της ‘ιερής ατομικής ιδιοκτησίας’ ως φετίχ του εαυτού τους. Πρόκειται για δόλιους μύθους με τους οποίους τα εκάστοτε θρησκευτικά ιερατεία καλλιεργούν τον εξουσιαστικό φόβο, τον φόβο του θανάτου, για να τρυγάνε παρέα με τα εξουσιαστικά ιερατεία τους καρπούς της ζωής, περιθωριοποιώντας τις εκάστοτε δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού. Πρόκειται για έναν πολιτισμό χτισμένο πάνω στο συνειδητό ψέμα, ντυμένο με μύθους και οπλισμένο με τον φόβο της εξουσίας.

Όλα αυτά όμως δεν είναι παρά μια σοβαρή διαταραχή της αρμονίας μεταξύ της ορθής σκέψης και της αντικειμενικής πραγματικότητας που τελικά καταλήγουν σε ‘φιλοσοφικά αδιέξοδα’ που πασχίζουν να δικαιολογήσουν τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα του καπιταλισμού. Αυτό το εμπόδιο είναι που μπορεί και πρέπει να ξεθεμελιωθεί με την αποϊδεολογικοποίηση της ιστορίας και τον ηθικό θάνατο κάθε μορφής εξουσίας και κοινωνικής ανισότητας. Κι αυτό μπορεί να συμβεί με την επαναθεμελίωση της φυσικής φιλοσοφίας, ως φιλοσοφίας της ροής, της κίνησης και του αγώνα και όχι της στασιμότητας του χρόνου, ως φιλοσοφίας της εξέλιξης και ως φιλοσοφίας των ανθρώπινων πραγμάτων και όχι ως ιδεολογίας των εξουσιών και των ‘θείων σκιάχτρων’.

Όπως διαπιστώνουμε η δικαιολόγηση της κοινωνικής ανισότητας, από την μεριά των δημιουργών και των απολογητών της, δεν έχει ούτε όρια ούτε και τέλος, η αιτιολόγησή της όμως από την μεριά των θυμάτων της μπορεί και πρέπει να οδηγεί στο τέλος της, αρχίζοντας προφανώς από τις λέξεις, τις έννοιες και την γλώσσα που δεν την δημιουργήσαμε στο πέρασμα των αιώνων μόνο για να επικοινωνούμε, αλλά κυρίως για να δημιουργούμε πράγματα χρήσιμα, για να δημιουργούμε τον εαυτό μας ως είδος και φυσικά για να δημιουργούμε έναν κάθε φορά καλύτερο κόσμο. Προσοχή όμως στις έννοιες, γιατί αυτές δεν είναι μόνο δημιουργικά εργαλεία, αφού μπορεί να είναι και φονικά όπλα, οπότε έχει πολύ μεγάλη σημασία ποιες έννοιες, ποιοι, πότε, με ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό τις χρησιμοποιούν.

Ζούμε σ’ έναν κόσμο πνιγμένο στην υποκρισία και στο ψέμα, στη βία και στο έγκλημα, σ’ έναν κόσμο που παραπαίει μεταξύ ‘θεών’ κάθε λογής και κοπής, ιερατείων σκοταδισμού και αγυρτείας, εξουσιαστών και αφεντάδων, αυτόκλητων ‘αυθεντιών’ και χυδαίων πολιτικάντηδων και φυσικό είναι να χάνουμε την αίσθηση του μέτρου, γιατί όλα αυτά τα ιδεολογικά συμπράγκαλα, μας εκτοπίζουν από τον ζωτικό μας χώρο και μας κάνουν να βλέπουμε τον κόσμο μας μέσα από τα μάτια τους και γι’ αυτό ζούμε σ’ έναν ζοφερό κόσμο.

Είναι καιρός να γκρεμίσουμε συνειδητά και συθέμελα, όλες τις εξουσιαστικές αυθεντίες, όλα τα θεία σκιάχτρα’, τα είδωλα και τα εξουσιαστικά σύμβολα, ότι και όσα μας γεμίζουν ψευδαισθήσεις και μας παραπλανούν, είτε αυτά βρίσκονται μέσα μας, είτε σε εξουσιαστικούς θεσμούς, είτε στους δρόμους και στις πλατείες και να δούμε τον κόσμο με τα δικά μας μάτια, ως οι από κάτω’, ως τα θύματα του καπιταλισμού, που σημαίνει να δούμε τον κόσμο προοπτικά, προοδευτικά, εξελικτικά και όχι στατικά και συντηρητικά.

Να δούμε τους λόφους και τα βουνά που πρέπει να διαβούμε, του ληστές και τους προκρούστες που θα συναντήσουμε και πρέπει να τους εξουδετερώσουμε για να αφήσουμε πίσω μας την καπιταλιστική μιζέρια και να φτάσουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο που είναι πια στις μέρες μας αντικειμενικά και αναγκαίος και εφικτός.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι απάντηση σ’ αυτό το μη-φιλοσοφικό ερώτημα υπάρχει, αλλά αυτή δεν την δίνουν οι εξωνημένοι θεωρητικοί φιλόσοφοι ευκαιρίας, οι πολυδιαφημισμένοι νεοφιλελεύθεροι φιλόσοφοι, οι γιαλαντζί ‘αριστεροί πολιτικοί φιλόσοφοι’ και οι σκοταδιστικές και εξουσιαστικές φιλοσοφίες/ιδεολογίες που νομιμοποιούν και καθαγιάζουν την συγκρουσιακή ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής κατά συνέπεια και την κοινωνική ανισότητα. Προφανώς αυτό το ερώτημα δεν θα το απαντήσει ούτε το κεφάλαιο, ως ταξική κοινωνική σχέση άσκησης εξουσίας των λίγων πάνω στους πολλούς, που γεννάει την ανισότητα.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, την απάντηση καλείται να δώσει η φιλοσοφία της κοινωνικής πράξης και του διαχρονικού αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, οι πραγματικοί δημιουργοί του πλούτου και του πολιτισμού, που καθημερινά παλεύουν για την κοινωνική ισότητα.

Η υστεροκαπιταλιστική εποχή μας είναι παρακμιακή, κακόφημη και επικίνδυνη και καθώς η ανθρωπότητα πορεύεται ήδη στα ενδότερα του 21ου αιώνα, με μια ασυνήθιστη ταχύτητα και πολυπλοκότητα, οραματίζεται, αναζητά και αγωνίζεται για το πέρασμά της στο επόμενο στάδιο της εξέλιξής της με ένα καινούργιο περιεχόμενο, ένα καινούργιο νόημα και μια καινούργια μορφή που θα την ορίζει το ‘μέτρον άριστον όλων των πραγμάτων’, δηλαδή ο Άνθρωπος ως Εγώ, ως Εμείς και ως Είδος. Όχι όμως ως κατακτητής και εγκληματίας, ως υποκριτής και αμέτοχος ‘άγιος άνθρωπος’, ως εξουσιαστής και ‘υπεράνθρωπος’ και φυσικά ούτε ως ψηφιακά ‘πειραγμένος’ και ως ‘μετάνθρωπος’. Συνεπώς στο βαθμό που όλο και περισσότεροι και όλο και περισσότερο, θα ψάχνουμε απαντήσεις για την αιτία της ανισότητας, της φτώχειας, της αδικίας και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας στον ίδιο βαθμό θα κατανοούμε και τους όρους μετάβασης σε έναν πολιτισμό της κοινωνικής ισότητας. Οπότε και στον ίδιο βαθμό όλα αυτά θα παύουν να είναι ένα ‘φιλοσοφικό’ πρόβλημα και θα αντιμετωπίζονται, από τις κοινωνίες ως ένα κοινωνικό, ως ένα αποκλειστικά δικό τους, πρόβλημα που η λύση του θα στοχεύει στην κατάργηση της πρωταρχικής αιτίας τους, και φυσικά όχι ως ένα ‘συνδικαλιστικό’ πρόβλημα διεκδίκησης επιδομάτων ελεημοσύνης, από τον, από τις διάφορες αρπακτικές ελίτ, σφετερισμένο δικό τους πλούτο. Μόνο τότε και μόνο έτσι θα αποκτηθεί η αναγκαία αυτοπεποίθηση μας ως Εμείς, θα κατοχυρωθεί η διαλεκτική σχέση της ύπαρξης της κοινωνίας ως προς τον εαυτό της, ως προς την Φύση και την Βιόσφαιρά μας και ως προς την ίδια την προοπτική της.

Οι μνήμες και τα οράματα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, με την έννοια της εργαζόμενης κοινωνίας ως Όλον και ως Κοινό των Ανθρώπων, κινούνται, αργά και βασανιστικά, είναι αλήθεια, στη φορά του βέλους του χρόνου, στη φορά της ιστορίας, οπότε, ας κατανοήσουν επιτέλους οι ‘φιλόσοφοι’ και οι επαγγελματίες ‘πολιτικοί’ ότι η λύση έρχεται από το παρελθόν και όχι από κάποιο μέλλον που ακόμα δεν υπάρχει μέχρι να το δημιουργήσουμε. Ζητούμενο ήταν και παραμένει μόνο το Πότε η ανθρωπότητα θα ανακτήσει σε μεγάλο γεωγραφικό πλάτος και αντίστοιχο ιστορικό βάθος την πνευματική της ελευθερία, για να γυρίσει οριστικά τη σελίδα της ιστορίας της από την κοινωνική ανισότητα στην κοινωνική ισότητα εδώ και τώρα, παντού και για πάντα. Ο Αταξικός Ουμανισμός δεν είναι, όπως προσπαθούν να μας τον παρουσιάσουν, μια ουτοπία, αλλά το φωτεινό μονοπάτι της ανθρώπινης ιστορίας που έρχεται από το μακρινό παρελθόν και εξελίσσεται σε λεωφόρο της προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού προς το μακρινό μέλλον.

_____________

https://ontimebooks.net/product/social-%ce%b9nequality-and-classless-humanism,

 



[1] Απόσπασμα από το καινούργιο βιβλίο μου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε, σε μετάφραση του Δημήτρη Θανασούλα, στα αγγλικά με τίτλο: Social in/Equality and Classless Humanism. An Essay on the Political Philosophy of Praxis, Ontime Books, London 2021, σελ. 344.

η πιο πρόσφατη

    Περί Κοινωνικής αν-Ισότητας και αταξικού Ουμανισμού Κώστας Λάμπος   «Το μυαλό δεν είναι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει, αλ...