Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

ΓΟΝΙΜΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ  Ι.

 

Η  Διακήρυξη της Παρισινής Κομμούνας (1871)

 

 

Στην οδυνηρή σύγκρουση που επιβάλλει για άλλη μια φορά στο Παρίσι τη φρίκη της πολιορκίας και των βομβαρδισμών, που κάνει το γαλλικό αίμα να ρέει, που οδηγεί στο να συντρίβονται κάτω από τις οβίδες και τα πολυβόλα τα αδέλφια, οι γυναίκες και τα παιδιά μας, είναι απαραίτητο να μην διχαστεί η κοινή γνώμη, να μην διασαλευθεί η εθνική συνείδηση.

Είναι απαραίτητο το Παρίσι και ολόκληρη η χώρα να μάθουν ποια είναι η φύση, ο λόγος, ο στόχος της Επανάστασης που συντελείται. Τέλος, η ευθύνη για τις απώλειες, την ταλαιπωρία και τη δυστυχία της οποίας είμαστε θύματα πρέπει να αποδοθεί σε εκείνους που, αφού πρόδωσαν τη Γαλλία και παρέδωσαν το Παρίσι στους ξένους, επιδιώκουν με τυφλό και επίμονο πείσμα την καταστροφή της πρωτεύουσας για να καλύψουν με την καταστροφή της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας τη διπλή μαρτυρία της προδοσίας και του εγκλήματός τους.

Η Κομμούνα έχει το καθήκον να επιβεβαιώσει και να καθορίσει τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του λαού του Παρισιού, να αποσαφηνίσει τον χαρακτήρα του κινήματος της 18ης Μαρτίου, που παραμένει άδηλο και συκοφαντημένο από τους πολιτικούς που εδρεύουν στις Βερσαλλίες.

Για μια ακόμη φορά, το Παρίσι εργάζεται και υποφέρει για ολόκληρη τη Γαλλία, προετοιμάζοντας με τους αγώνες και τις θυσίες του την πνευματική, ηθική, διοικητική και οικονομική αναγέννηση, δόξα και ευημερία.

Ποια τα αιτήματά του;

·Η αναγνώριση και η εδραίωση της Δημοκρατίας (République), της μόνης μορφής διακυβέρνησης που είναι συμβατή με τα δικαιώματα του λαού και την ομαλή και ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνίας.

· Η επέκταση της απόλυτης αυτονομίας της κοινότητας/κομμούνας σε όλες τις περιοχές της Γαλλίας, η εξασφάλιση σε κάθε μια από αυτές της ακεραιότητας των δικαιωμάτων της και για κάθε Γάλλο η πλήρης άσκηση των ικανοτήτων του ως ανθρώπου, πολίτη και εργαζόμενου.

· Η αυτονομία κάθε κοινότητας/κομμούνας θα περιορίζεται μόνο από το δικαίωμα ίσης αυτονομίας όλων των άλλων κοινοτήτων που προσχωρούν στη σύμβαση, η ένωση των οποίων πρέπει να διασφαλίζει την ενότητα της Γαλλίας.

Τα δικαιώματα που ανήκουν σε κάθε κοινότητα/κομμούνα είναι:

· Η ψήφιση του κοινοτικού προϋπολογισμού, των εσόδων και των δαπανών, ο καθορισμός και η κατανομή των φόρων, η διεύθυνση των τοπικών υπηρεσιών, η οργάνωση της δικαιοσύνης, της εσωτερικής αστυνόμευσης και της εκπαίδευσης, η διαχείριση της περιουσίας που ανήκει στην κοινότητα.

· Η επιλογή με εκλογή ή διαγωνισμό, των δικαστών και των κοινοτικών υπαλλήλων όλων των βαθμίδων με λογοδοσία και διαρκές δικαίωμα ελέγχου και ανάκλησης.

· Η απόλυτη εγγύηση της ατομικής ελευθερίας, της ελευθερίας της συνείδησης και της ελευθερίας της εργασίας.

· Η διαρκής συμμετοχή των πολιτών στις κοινοτικές υποθέσεις μέσω της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών τους, της ελεύθερης υπεράσπισης των συμφερόντων τους: οι εγγυήσεις αυτών των δραστηριοτήτων παρέχονται από την κάθε κοινότητα/κομμούνα, μόνη υπεύθυνη για την εποπτεία και τη διασφάλιση της ελεύθερης και δίκαιης άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και της δημοσιότητας.

· Η οργάνωση και η άμυνα της πόλης από την Εθνοφρουρά[3], που εκλέγει τους αρχηγούς της και έχει την αποκλειστική επίβλεψη της διατήρησης της τάξης στην πόλη.

Το Παρίσι δεν επιθυμεί τίποτε περισσότερο εν είδει τοπικών εγγυήσεων, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι ίδιες αυτές αρχές θα βρουν την υλοποίηση και την εφαρμογή τους στη μεγάλη κεντρική διοίκηση, την αντιπροσωπεία των ομοσπονδιακά ενωμένων κοινοτήτων.

Ωστόσο, χάρη στην αυτονομία και την ελευθερία δράσης του, το Παρίσι διατηρεί το δικαίωμα

– να πραγματοποιήσει στην επικράτειά του και κατά την κρίση του τις διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί ο πληθυσμός του, να δημιουργήσει θεσμούς ικανούς να αναπτύξουν και να διαδώσουν την εκπαίδευση, την παραγωγή, την ανταλλαγή και την πίστωση

– να καθολικεύσει την εξουσία και την ιδιοκτησία σύμφωνα με τις ανάγκες της συγκυρίας, τις επιθυμίες των ενδιαφερόμενων και τα δεδομένα που παρέχει η εμπειρία.

Οι εχθροί μας λαθεύουν και εξαπατούν τη χώρα όταν κατηγορούν το Παρίσι ότι θέλει να επιβάλει τη θέλησή του ή την κυριαρχία του στο υπόλοιπο έθνος και ότι διεκδικεί μια δικτατορία που θα απειλούσε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία των άλλων κοινοτήτων.

Κάνουν λάθος και εξαπατούν τη χώρα όσοι κατηγορούν το Παρίσι ότι επιδιώκει την καταστροφή της ενότητας της Γαλλίας, που συγκροτήθηκε από την Επανάσταση [του 1789], υπό των πανηγυρισμών των πατέρων μας, που προσήλθαν στη γιορτή της Ομοσπονδίας από όλα τα μέρη της παλιάς Γαλλίας[4].

Η ενότητα, όπως μας έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα από την Αυτοκρατορία, τη μοναρχία και τον κοινοβουλευτισμό, δεν είναι τίποτε άλλο από δεσποτικός, άλογος, αυθαίρετος και δαπανηρός συγκεντρωτισμός.

Η πολιτική ενότητα όπως την επιθυμεί το Παρίσι είναι η εθελοντική ένωση όλων των τοπικών πρωτοβουλιών, η αυθόρμητη και ελεύθερη συνεργασία όλων των ατομικών ενεργειών για έναν κοινό στόχο, την ευημερία, την ελευθερία και την ασφάλεια όλων.

Η κοινοτική/κομμουναλιστική Επανάσταση, που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του λαού στις 18 Μαρτίου, εγκαινιάζει μια νέα εποχή πειραματικής, θετικής, επιστημονικής πολιτικής[5].

Είναι το τέλος του παλιού κυβερνητικού και εκκλησιαστικού κόσμου, του μιλιταρισμού, του γραφειοκρατικού πνεύματος, της εκμετάλλευσης, της κερδοσκοπίας, των μονοπωλίων, των προνομίων, στα οποία το προλεταριάτο οφείλει την υποδούλωσή του, και η χώρα τις δυστυχίες και τις καταστροφές της.

Ας καθησυχάσουμε αυτήν την αγαπητή και μεγάλη πατρίδα, που εξαπατήθηκε από ψέματα και συκοφαντίες.

Ο αγώνας ανάμεσα στο Παρίσι και τους Βερσαλλιέρους δεν μπορεί να τελειώσει με ψευδείς συμβιβασμούς: η έκβασή του είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Η νίκη, που επιδιώκει με ακατάβλητη ενέργεια η Εθνοφρουρά, ανήκει στην Ιδέα και στο Δίκιο.

Απευθύνουμε έκκληση στη Γαλλία!

Την προειδοποιούμε ότι το ένοπλο Παρίσι διαθέτει τόση ηρεμία όσο και γενναιότητα, ότι υποστηρίζει την τάξη με τόση ενέργεια όσο και ενθουσιασμό, ότι θυσιάζεται με τόση λογική όσο και ηρωισμό, ότι έχει πάρει τα όπλα μόνο από αφοσίωση στην ελευθερία και τη δόξα όλων. Ας δώσει η Γαλλία ένα τέλος σε αυτή την αιματηρή σύγκρουση!

Εναπόκειται στη Γαλλία να αφοπλίσει τις Βερσαλλίες εκδηλώνοντας πανηγυρικά την ακατανίκητη βούλησή της.

Την καλούμε να επωφεληθεί από τις κατακτήσεις μας, να δηλώσει την αλληλεγγύη της στις προσπάθειές μας, να γίνει σύμμαχός μας σε αυτόν τον αγώνα που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει είτε στον θρίαμβο της κοινοτικής/κομμουναλιστικής ιδέας είτε στην καταστροφή του Παρισιού!

Όσον αφορά εμάς, τους πολίτες του Παρισιού, έχουμε την αποστολή να ολοκληρώσουμε τη σύγχρονη επανάσταση, την ευρύτερη και πιο γόνιμη από όλες εκείνες που φώτισαν την ιστορία.

Έχουμε καθήκον να αγωνιστούμε και να νικήσουμε!

Παρίσι, 19 Απριλίου 1871.

___________________________

Η Παρισινή Κομμούνα – Επίσημη Εφημερίδα (Journal officiel) της 20ης Απριλίου 1871

 


Δευτέρα 14 Απριλίου 2025


Τραμπισμός. Το τελευταίο στάδιο της καπιταλιστικής χυδαιότητας και απειλής
(Trumpeconomics ως mafiaeconomics)

Γράφει ο Κώστας Λάμπος
Διδάκτωρ οικονομικών επιστημών, Δοκιμιογράφος
claslessdemocracy@gmail.com, 



«Βρώμικη φωνή, κακή ανατροφή, είσαι χυδαίος, τα έχεις όλα όσα
χρειάζονται για να γίνεις επαγγελματίας πολιτικός»
Αριστοφάνης

«Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος»
Αλμπέρ Καμύ

«Σε κάθε εποχή, τα πιο χυδαία δείγματα της ανθρώπινης
φύσης είναι οι δημαγωγοί»
Thomas B. Macaulay


Τα θεμέλια της στρατηγικής των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής, (ΕΠΑ), για την παγκόσμια κυριαρχία τέθηκαν με το Δόγμα Μονρόε στις 2 Δεκεμβρίου του 1823, πάνω στα οποία οικοδομήθηκε σταδιακά η ιδεολογία του αμερικανισμού, η οποία με την σειρά της ολοκληρώθηκε ως ‘δυτικισμός’ και ΝΑΤΟϊσμός δηλαδή ως συμμαχία των καπιταλιστικών κρατών της Δύσης ενάντια στις χώρες της Ανατολής, προϋπόθεση για την υποταγή όλων των χωρών του πλανήτη, μέσω της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, στα σχέδια του σκληρού πυρήνα, της ελίτ των μεγιστάνων, του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Έτσι ξεκίνησε η δυτική συμμορία, που ως εμποροκρατία, αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμός λεηλάτησε τον πλανήτη και τους λαούς, στρέβλωσε ακόμα περισσότερο τις τοπικές και διεθνείς οικονομικές δομές, που, με βάση το μονοπώλιο των ορυκτών καυσίμων κατά το καταστροφικό Drill, Baby, Drill, και μάλιστα ακόμα και στην εποχή της υδρογονοενέργειας , κατάληξαν στον ιμπεριαλιστικό καταμερισμό της εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι καπιταλιστικές μητροπόλεις θα σφετερίζονται μέσω της τεχνολογικής και στρατιωτικής υπεροχής τους και των άδικων όρων εμπορίου, το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος, είτε ως Νότος, είτε ως Περιφέρεια θα είναι αναγκασμένος να αρκείται στην υπανάπτυξη, ή στην καλύτερη περίπτωση στην προχωρημένη, συμπληρωματική και εξαρτημένη υπανάπτυξή του . Επειδή όμως κάθε ταξική ή και εθνική ηγεμονική οντότητα είναι ουσιαστικά μικρή και αδύναμη, απέναντι στην Ολότητα τής κοινωνίας/ανθρωπότητας, αισθάνεται την ανάγκη να κατασκευάσει εξουσιαστικά φετίχ, ‘θεούς και δαίμονες’, τους οποίους τοποθετεί μεταξύ του ηγεμόνα και της εργαζόμενης κοινωνίας, ώστε να εκτρέπει την οργή της από την πραγματική πηγή της κακοδαιμονίας της προς τα ‘θεία σκιάχτρα’, οργή την οποία όμως γειώνει δια της τυφλής πίστης επικαλούμενη λ. χ. ότι οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι ένα υπέροχο σχέδιο της ‘Θείας Πρόνοιας’, ή ότι ο χ ή ψ λαός αποτελεί τον περιούσιο λαό του θεού του, οπότε η υποταγή του στον οποίο υπαγορεύεται από κάποιο υποτιθέμενο ‘προπατορικό αμάρτημα’ που τού το θυμίζει κάθε στιγμή το σκοταδιστικό ιερατείο κραδαίνοντας ‘τον φόβο του θεού’, του θανάτου, της εκάστοτε εξουσίας και την φλόγα της υποτιθέμενης κόλασης.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά το διαχρονικό βαθύ κράτος των Ενωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΕΠΑ), έκτισε τον αμερικανισμό  ως επεκτατική ιδεολογία και ως παγκοσμιοποίηση, όπως απερίφραστα δηλώνουν δυό κορυφαίοι πρωτομάστορές της. Έτσι κατά τον Χένρυ Κίσινγκερ «η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από το νέο όνομα της αμερικανικής ηγεμονικής πολιτικής» και ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι συμπληρώνει ότι, «η ταμπέλα ‘Made in the USA’ είναι αποτυπωμένη ορατά κι’ αναπόφευκτα πάνω στην παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση συγχωνευμένη με την αμερικανοποίηση, ως το φυσικό δόγμα του παγκόσμιου Ηγεμόνα αντικατοπτρίζει και προβάλει τελικά την εθνική της προέλευση». Ένας ηγεμόνας όμως, έγραφε ο Μακιαβέλι, «δεν πρέπει να νοιάζεται για την κακή φήμη του σκληρού… Είναι πιο ασφαλές να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν… Πρέπει ο Ηγεμόνας να προξενεί Φόβο…» . Κάπως έτσι φτάσαμε, μέσω του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, του Δόγματος Ρούσβελτ καθώς και του Δόγματος Τρούμαν και στην συνέχεια του ψυχρού πολέμου μέχρι που ο αμερικανισμός, ‘δημοκρατικός’ ή ‘ρεπουμπλικανικός’ γέννησαν, ως πολιτισμός του θανάτου  τον Τραμπισμό, ως ύβριν κατά της ανθρωπότητας και του όποιου πολιτισμού της, που ακόμα αιμορραγεί εξαιτίας των ακραίων οικονομικών, κοινωνικών, περιφερειακών, εθνικών και παγκόσμιων ανισοτήτων που, δια της λεηλασίας του πλανήτη και της εξαθλιωτικής αλλοτρίωσης του Ανθρώπου, καταλήγουν στον διαρκή απάνθρωπο οικονομικό πόλεμο και σε περιόδους μεγάλων κρίσεων του καπιταλισμού, όπως αυτή που τρέχει τώρα, σε θερμούς καταστροφικούς πολέμους, ακόμα και σε γενοκτονίες όπως αυτή που συντελείται στην Παλαιστίνη, με παντελώς απούσα την ‘πολιτισμένη ανθρωπότητα’, προφανώς λόγω του μουδιάσματος που προκαλεί ο εξουσιαστικός φόβος ή της υστερόβουλης σιωπής των πονηρών.
Μετά το καλοσχεδιασμένο, προφανώς από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, ‘ειρηνικό πέρασμα’, μέσω της Γκλάσνοστ και της Περεστρόικα του γκρομπατσωφισμού, της Σοβιετικής Ένωσης από τον ‘υπαρκτό σοσιαλισμό’ στον υπαρκτό καπιταλισμό, ο αμερικανισμός πανηγύρισε τον θρίαμβο της ελεύθερης αγοράς, εγγυητής της οποίας υποτίθεται πως ήταν ο ίδιος και έβαλε πλώρη για την παγκόσμια ηγεμονία. Στο μεταξύ όμως τόσο η Κίνα, όσο και η Ρωσία κατάφεραν με την μορφή του συγκεντρωτικού, κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και την βία του ανατολικού δεσποτισμού να ανασυγκροτηθούν οικονομικά, στρατιωτικά, τεχνολογικά και εμπορικά με αποτέλεσμα να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους σε βαθμό που να αποτελούν εμπόδιο στα σχέδια του αμερικανισμού. Μάλιστα από κάποιο σημείο και μετά άρχισαν να αμφισβητούν από κοινού, με κινήσεις όπως το αμυντικό Σύμφωνο της Σαγκάης και στην συνέχεια την οικονομική Συμμαχία των BRICS+, την πρωτοκαθεδρία των ΕΠΑ και να διεκδικούν για λογαριασμό τους την παγκόσμια ηγεμονία, με το πρόσχημα για να μην υποστούν την αμερικανική ηγεμονία. Αυτή η απρόσμενη εξέλιξη προκάλεσε βαθύ ρήγμα στο εσωτερικό μέτωπο του αμερικανισμού:
•    Από την μια μεριά ο λεγόμενος δυτικότροπος ‘δημοκρατικός αμερικανισμός’ σχεδίασε, συνεταιρικά με τους δυτικούς συμμάχους του, την τακτική του για την, μέσω κύρια της Ουκρανίας, κατά μέτωπον επίθεση κατά τής Ρωσίας, ώστε, γονατίζοντάς την, στην συνέχεια να στραφεί με όλες του τις δυνάμεις, της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένης στην συμμαχία των ‘πρόθυμων ηλίθιων’, προς την αποδυναμωμένη Κίνα με σκοπό να την λεηλατήσουν και να την κατακερματίσουν σε ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους ‘δημοκρατίες δυτικού τύπου’, γιατί μια ενιαία Κίνα δεν υποτάσσεται και έτσι ελεύθερος από κάθε σοβαρό ανταγωνιστή να ηγεμονεύσει στον πλανήτη.
•    Από την άλλη ο φασιστοειδής ‘ρεπουμπλικανικός αμερικανισμός’, με σημαιοφόρο του το Τραμπ, φαίνεται να πιστεύει πως όσο το μέτωπο συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Ρωσίας παραμένει ενιαίο τα σχέδια του αμερικανισμού για την παγκόσμια ηγεμονία είναι καταδικασμένα να αποτύχουν και συνεπώς το κύριο πρόβλημά του είναι η διάσπαση αυτού του μετώπου, όχι, όμως, με τη βία, γιατί η Δύση φθίνει ως ενιαία ισχύς υπό την παρακμάζουσα αμερικανική πρωτοκαθεδρία την στιγμή που η Ανατολή ανέρχεται θεαματικά. Συνεπώς ο στόχος μετακινείται προς την κατεύθυνση να αποσπάσει ο αμερικανισμός την Ρωσία από την συμμαχία της με την Κίνα, δια της προνομιακής οικονομικής συνεργασίας και της ‘φιλικής αντιμετώπισής’ της, ‘αναγνωρίζοντας τα δίκαιά της’ στο θέμα της Ουκρανίας, κατηγορώντας τον ‘δημοκρατικό αμερικανισμό’ πως αποδυναμώνει την Αμερική στήνοντας άδικους πολέμους σε λάθος χώρες και πως χρησιμοποίησε μέχρι θυσίας την Ουκρανία για την αποσταθεροποίηση της Ρωσίας, συνεργαζόμενος με έναν αχυράνθρωπο σαν τον Ζελένσκι και με τα νεοναζιστικά ‘τάγματα του Αζώφ’, διαθέτοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για μια χαμένη υπόθεση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, για όσους αγνοούν τους όρους με τους οποίους ασκείται η πολιτική των κρατών, το γεγονός της υποτιθέμενης φιλίας μεταξύ Τραμπ και Πούτιν, γύρω από το οποίο διαμορφώνονται υποθέσεις, όπως ότι ο Πούτιν ‘κρατάει κάπου τον αφελή και άπληστο επιχειρηματία Τραμπ’ με το οποίο τον αναγκάζει να χορεύει στους ρυθμούς που του τσαμπουνάει ο Πούτιν, ή ότι ο Πούτιν είναι αφελής, μέχρι προδότης, που θα αποκολληθεί από την Κίνα για να πάει με την Αμερική εναντίον της Κίνας, πράγμα εντελώς απίθανο για την τρέχουσα συγκυρία, επειδή ο Πούτιν γνωρίζει πως χωρίς την Κίνα η θέση της Ρωσίας γίνεται ιδιαίτερα επισφαλής, όπως και η Κίνα γνωρίζει πως η θέση της χωρίς την ενέργεια και τα πυρηνικά της Ρωσίας γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη, οπότε μιά τέτοια υπαρξιακή ταύτιση δεν διαλύεται με καραγκιοζιλίκια και αφορισμούς.
Τελικά τόσο ο Τραμπ, όσο και οι προκάτοχοί του κάνουν λάθος αντιμετωπίζοντας τον αμερικανικό λαό ως πρόβατα για σφαγή και την ανθρωπότητα ως τσιφλίκι τους και αυτό το λάθος τους οι πρώτοι που το πληρώνουν είναι οι ίδιοι οι Αμερικανοί, μέχρι να γίνει το πρώτο κλικ στα μυαλά τους και να αποφασίσουν να περάσουν στην μετακαπιταλιστική περίοδο της ιστορίας τους.
•    Ενδιάμεσα, στους δυό ιμπεριαλιστικούς αμερικανισμούς, κινείται και ένας ‘κοσμοπολίτικος αμερικανισμός’, μια αγέλη κρατικοδίαιτων παρασίτων που χάρη στην παρασιτική τους δραστηριότητα, υπέρ της οικονομικής ολιγαρχίας και της μεγάλης επανεκκίνησης του καπιταλισμού κατά της εργαζόμενης κοινωνίας την οποία σχεδιάζουν να υποκαταστήσουν με μηχανικούς μετανθρώπους, έχουν αναδειχτεί σε μεγιστάνες του πλούτου που ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με την εκάστοτε εξουσία. Πρόκειται για μια λυκοσυμμαχία που γρήγορα θα ξεφτίσει με πάταγο, γιατί οι μεγιστάνες, ως αχόρταγοι αρχάγγελοι της καπιταλιστικής κόλασης, θα στραφούν εναντίον του, ως ανεπαρκή να ικανοποιήσει όλες τις ορέξεις τους. Εξαιτίας του ρόλου τους στην επικοινωνία και στην παραπλάνηση των εργαζόμενων έχουν μεταμφιεστεί από ύαινες σε ‘φιλάνθρωπους’ με αποτέλεσμα την γενικευμένη σύγχυση, η οποία τελικά οδηγεί στην παράνοια, ώστε οι μισοί Αμερικανοί να μισούν τους άλλους μισούς, τους οποίους ο γερογέρακας Μπάϊντεν, προεκλογικά τους αποκάλεσε ‘σκουλήκια’ επειδή δεν ψήφισαν την Κάμαλα Χάρις, αλλά τον Τραμπ. Αυτό το γεγονός έχει φέρει τις ΕΠΑ στο προστάδιο του εμφυλίου πολέμου, στον οποίο κάποια στιγμή θα προσφύγει, λόγω ‘ταπεραμέντου’, ο ίδιος ο Τραμπ, μόλις κατανοήσει πόσο ανίκανος και πόσο επικίνδυνος είναι για την χώρα του, αν βέβαια δεν θα έχει την τύχη πολλών άλλων προκατόχων του, πράγμα πολύ σύνηθες στο ‘Αμέρικα της άγριας Δύσης’. Αν όμως καταφέρει να γλυτώσει, τότε, στην μεγάλη κατρακύλα του καπιταλισμού που έρχεται, θα συμπαρασύρει μαζί τους ολόκληρο τον πλανήτη, οπότε τον λόγο θα πάρουν οι ένοπλες μαφίες που καραδοκούν, εφόσον βέβαια οι δυνάμεις της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού ακόμα θα ροχαλίζουν.
Είναι προφανές πως αυτό που συντελείται μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας, μοιάζει με ταινία πολέμου επικράτησης μεταξύ μαφιόζικων ‘οικογενειών’, όμως, όχι μεταξύ γνώριμων μαφιών δυτικού τύπου, αλλά μεταξύ της αμερικάνικης και της ασιατικής/κινέζικης μαφίας, γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα γιατί διαφέρουν στον τρόπο σκέψης και δράσης, αφού η μεν αμερικάνικη βιάζεται ενώ η κινέζικη ξέρει να περιμένει για να ξεμπροστιάσει τον κουρασμένο και απογοητευμένο από τα λάθη του αντίπαλό της.
Ουδέτεροι παρατηρητές προσπαθούν να κατανοήσουν με όρους πολιτικούς την αιτία της γοητείας που ασκεί ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, στον πρόεδρο των ΕΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αλλά βαλτώνουν γιατί ο MAGAs Τραμπ συμπεριφέρεται ως σκοτεινός και σκανταλιάρης επιχειρηματίας που ονειρεύεται να κάνει την ‘Αμερική Σπουδαία και πάλι’ προσαρτώντας την Γροιλανδία, τον Καναδά και μετατρέποντας την Λωρίδα της Γάζας σε θέρετρο της παγκόσμιας εξουσιαστικής ελίτ, εξοντώνοντας και εκπατρίζοντας τους Παλαιστίνιους που ζουν σε αυτόν τον τόπο χιλιάδες χρόνια. Τελικά, κατά Financial Times, συμπεριφέρεται ως πλανητάρχης τύπου Ντον Κορλεόνε, στρεφόμενος εναντίον όλων των χωρών του πλανήτη, βάζοντας δυσβάστακτους δασμούς σε όλες τις χώρες του κόσμου, με το αστείο επιχείρημα πως τάχα ‘φέρθηκαν άσχημα’ στην ιμπεριαλιστική υπερδύναμη που τις λεηλάτησε. Μάλιστα ο κατά φαντασίαν ‘πλανητάρχης’ Τραμπ δήλωσε πρόσφατα δημόσια και ενώπιον ολόκληρης της ανθρωπότητας ότι ‘ηγέτες πολλών χωρών φιλούν τον κώλο μου, ικετεύοντάς με να τους δεχτώ για διαπραγματεύσεις σχετικά με τους δασμούς που τους επέβαλα’, χωρίς ωστόσο να ζητήσει συγνώμη από τις χώρες και τους λαούς που οι υποτιθέμενοι, σε εισαγωγικά ή χωρίς εισαγωγικά, ‘κωλογλύφτες’ εκπροσωπούν. Το χειρότερο μάλιστα είναι πως κανένας, κατά Τραμπ, ‘κωλογλύφτης’ δεν αντέδρασε στην προσβολή του επίδοξου παγκόσμιου ηγεμόνα. Ούτε ένας, για δείγμα.
Η χυδαιότητα ως έκφραση και συμπεριφορά σε βαθμό επικίνδυνης τοξικότητας , δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έλλειψης παιδείας, αλλά κατά κανόνα αποτελεί μια επιθετική μορφή άμυνας θρασύδειλων ανθρώπων που πνίγονται από ανασφάλειες με σκοπό να κρύψουν με αυτόν τον τρόπο το κενό της ύπαρξής τους και να εμφανιστούν ως δυνατοί και κυρίαρχοι. Όμως σε επίπεδο εκλεγμένων, υποτίθεται δημοκρατικά, κυβερνητών αυτή η τοξικότητα ξεπερνά τα όρια της όποιας ανοχής και πρέπει να επιστρέφεται αυτόματα με την άμεση διακοπή διπλωματικών σχέσεων, διαφορετικά ερμηνεύεται ως αποδοχή, γεγονός που παραπέμπει σε δουλοφροσύνη και αναξιοπρέπεια και οδηγεί σε αποθράσυνση του τοξικού πομπού της.
Βέβαια ο κύριος στόχος αυτής της, από κάθε άποψη, οικονομική, διπλωματική, θεσμική, αλλοπρόσαλλης κίνησης του Τραμπ ήταν η Κίνα, για τα προϊόντα της οποίας οι δασμοί σκαρφάλωσαν στο ακατανόητο ύψος των 125%, πράγμα που ουσιαστικά καταργεί το εμπόριο μεταξύ των δυο χωρών και μαζί με αυτό αποκαλύπτει πως η ιδεολογία περί ‘ελεύθερης αγοράς’ δεν είναι παρά ένα προκάλυμμα της πραγματικότητας πως, στον καπιταλισμό, ελεύθερο είναι μόνο το κεφάλαιο και μάλιστα το ηγεμονικό κεφάλαιο, το οποίο μπορεί δια του αθέμητου ανταγωνισμού, της χρεοκοπίας και δια της βίας να απορροφά κάθε άλλο κεφάλαιο που στερείται της προστασίας των χιλίων αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών βάσεων στον πλανήτη. Η απάντηση της Κίνας ήταν ισοδύναμοι δασμοί για τα αμερικανικά προϊόντα με την διαβεβαίωση πως ‘η Κίνα δεν θέλει αυτόν τον εμπορικό πόλεμο γιατί κανένας δεν ωφελείται από αυτόν, αλλά είναι αποφασισμένη να το πάει μέχρι το τέλος’, γεγονός που προβληματίζει το επιτελείο του Τραμπ και το αναγκάζει υπό την πίεση και των καταναλωτών κινέζικων προϊόντων να κάνει βήματα πίσω, μέχρι που η συσσωρευμένη ένταση θα αναγκάσει τον Τραμπ να τα πάρει όλα πίσω, γιατί το μόνο που κατάφερε με την ακατανόητη ‘κίνηση της απελευθέρωσης των ΕΠΑ’ ήταν να χάσει και τους τελευταίους φίλους της και να τους οδηγήσει σε συνεργασία με την Κίνα, η οποία κινεί όλες σχεδόν τις αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη και με αυτό διεκδικεί τον ρόλο του εγγυητή της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, την οποία διαταράσσει επικίνδυνα ο αμερικανισμός. Βέβαια η Κίνα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με τα τεράστια αμερικανικά κρατικά ομόλογα που διαχειρίζεται και δεν θα την ενδιάφερε η γρήγορη υποτίμησή τους, γι’ αυτό και δείχνει ψυχραιμία, χωρίς ωστόσο να φαίνεται διατιθεμένη να υποχωρήσει, κι’ αυτό γιατί η Κίνα πέρα από το τεράστιο οικονομικό και στρατιωτικό μέγεθός της και την εσωτερική πολιτική ενότητά της διαθέτει επαρκή δημοσιονομικό χώρο για να απορροφήσει, σε μεγάλο βαθμό, τους όποιους κραδασμούς από τις πιθανές απώλειες από τα αμερικανικά ομόλογά της, γεγονός που την καθιστά ανθεκτικότερη σε σχέση με τις ΕΠΑ.
Έτσι στο ερώτημα του τελικού νικητή και του ηττημένου του εμπορικού πολέμου που κήρυξε ο Τραμπ, στρέφοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα εναντίον των ΕΠΑ, μπορεί κανείς να απαντήσει πως, με δεδομένο πως αυτός ο πόλεμος εξελίσσεται σιγά-σιγά σε μπούμερανγκ για τον εμπνευστή του, με πιθανή μάλιστα την αποδολαριοποίηση του παγκόσμιου εμπορίου με πρωτεργάτες τους BRICS+, τότε ηττημένες θα βγουν οι ίδιες και με αυτήν την κατάληξη θα τελειώσει ο σημερινός παγκόσμιος ρόλος της Αμερικής, αλλά και το όραμά της για την παγκόσμια ηγεμονία της, η οποία θα μπει σε μια προϊούσα και γρήγορα παρακμή και τελικά αυτόαπομονωμένη θα συρρικνωθεί με τον κίνδυνο να διαμελιστεί, μέσω ενός σύγχρονου εμφύλιου, ‘στα εξ’ ών συνετέθη’.
Προσωπικά ξανάγραψα, στις 4 Φεβρουαρίου 2017 με την ανάληψη της πρώτης προεδρίας του Τραμπ, για τον τραμπισμό , ως μια ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, να απαγκιστρωθεί από τον αμερικανισμό και να μπει μπροστά στον αγώνα των δυνάμεων της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού για έναν καλύτερο, για έναν μετακαπιταλιστικό και αντιηγεμονικό κόσμο, τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας. Σήμερα μάλιστα, αναλογιζόμενος την πιθανότητα οι διεκδικητές της παγκόσμιας ηγεμονίας να συμφωνήσουν με μια ‘Νέα Γιάλτα’ και μια ‘νέα ιμπεριαλιστική ειρήνη’ για το μοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής, θεωρώ επιτακτικότερη την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει πρώτη και με αποφασιστικότητα το βήμα προς μια μετακαπιταλιστική και αντιηγεμονική Ευρώπη και έτσι να ηγηθεί στον αντιιμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό, αντιπολεμικό αγώνα των δυνάμεων της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού που οδηγεί πέρα, έξω και ενάντια σε κάθε εκδοχή καπιταλισμού με προοπτική το αταξικό ουμανισμό .
Αυτή, λοιπόν, είναι η στιγμή που η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με το ερώτημα αν το μέλλον της θα το διαμορφώσει με την νεοϊμπεριαλιστική, δεσποτική, κρατικοκαπιταλιστική Κίνα στον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη, ή με μια κάποια ιμπεριαλιστική συμμαχία, ή μήπως θα πρέπει να επαναχαράξει μόνη της τον βαθύ μετασχηματισμό της υφιστάμενης καπιταλιστικής βαρβαρότητας σε μεταϊμπεριαλιστική και μετακαπιταλιστική πραγματικότητα, σε ένα σύστημα της αμεσοδημοκρατικής κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης , σε τοπική, περιφερειακή, εθνική και παγκόσμια κλίμακα με περιεχόμενο την κοινωνική ισότητα , χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημοκρατία, ειρήνη, ελευθερία, πρόοδο και καθολική ευημερία και ευτυχία, παρά τις τόσες μπουρδολογίες σιτιζόμενων στο Πρυτανείο της εξουσίας ακαδημαϊκών και διανοουμένων της δεκάρας, πράγμα που σημαίνει άμεση, ριζική και καθολική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής . Και για να μην υπάρξει κάποια παρανόηση, ο λόγος είναι για την ατομική ιδιοκτησία που παράγει πλούτο μέσω της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και όχι για εκείνο το είδος ατομικής ιδιοκτησίας με το οποίο το κεφάλαιο εξασφαλίζει την εφ’ όρου ζωής υποταγή του πλασματικού ιδιοκτήτη, όπως ο μικρός αγροτικός κλήρος, ή το μικρομάγαζο της γειτονιάς, ή το σπίτι που χτίστηκε πετραδάκι-πετραδάκι για να καλύψει την αδυναμία του καπιταλιστικού κράτους να εγγυηθεί την στοιχειώδη διαβίωση των εκατομμυρίων κατ’ ευφημισμό ιδιοκτητών, των οποίων η υποτιθέμενη ιδιοκτησία όχι μόνο δεν τους αποφέρει κανένα κέρδος, παρά μόνο πνευματική, οικονομική και πολιτική υπερεκμετάλλευση από το τραπεζικό κεφάλαιο, από τα εξουσιαστικά πολιτικά κόμματα και από το ίδιο το καπιταλιστικό κράτος.
Για να ανοίξουν, όμως, οι ορίζοντες τής ώριμης, εφικτής και αναγκαίας ουμανιστικής κοινωνικής επανάστασης είναι προφανές πως οι δυνάμεις της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού και τα κοινωνικά κινήματά τους θα πρέπει να απελευθερωθούν από τον πλατωνισμό  και τους λογής-λογής σκοταδιστικούς μύθους  καθώς και από τις εξουσιαστικές ιδεολογίες και να ταυτίσουν τον αγώνα τους ενάντια στην κάθε μορφής εξουσία, από τον εργοδότη, από όλες τις βαθμίδες τής από τα πάνω προς τα κάτω πολιτικής εξουσίας καθώς επίσης και από κάθε φετίχ και σύμβολο αυτών των εξουσιών, ώστε με οδηγό τους την επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση στην μορφή μιας σύγχρονης κοσμοαντίληψης ικανής να εκφραστεί με όρους πραγματικότητας του 21ου αιώνα και στην δυναμική ενός σύγχρονου επαναστατικού Διαφωτισμού ανατροπής του παλιού και θεμελίωσης του καινούργιου.
Με αυτήν την έννοια απαιτείται ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός και επαναπροσανατολισμός με την μετακίνηση των διε-φθαρμένων κοινωνικοπολιτικών εννοιών από τον οριζόντιο άξονα ‘αριστερά, κέντρο και δεξιά’, στον κάθετο αξιακό άξονα των εννοιών ‘αντιδραστικός, συντηρητικός, προοδευτικός επαναστάτης’, για να πάρει μπροστά μια επαναξιολόγηση της κοινωνικής συνειδητότητας, συνειδητοποίησης και δράσης του πολυδιάστατου υποκειμένου της ιστορίας, για να ξέρουμε πού πάμε και να μην περιφερόμαστε σαν οπαδοί και κοπάδια μονοδιάστατων άξεστων, πλατωνισμένων, εξουσιόδουλων και αμερικανισμένων ποιμένων κοπαδιών αφιονισμένων και τσοπαναραίων αγελών ατάκτων.
Ο άνθρωπος ήταν και παραμένει η απάντηση σε όποια ερώτηση και αν τεθεί. Όμως ο πολυδιάστατος Άνθρωπος και όχι οι εθελόδουλοι υπηρέτες, οι πιστοί και οι οπαδοί των όποιων φετίχ, ειδώλων και συμβόλων της όποιας εξουσίας των εγκάθετων παλιών, των νέων και των νεόκοπων Bostonians που είναι έτοιμοι να πουλήσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Αντισταθείτε στους ψεύτικους σκοταδιστικούς μύθους και στις εξουσιαστικές ιδεολογίες. Αντισταθείτε σε όποιον και σε ότι σας παραμυθιάζει και σας υποτιμά για να σας εξουσιάζει. Αντισταθείτε γενικά για να δικαιωθούν οι αγώνες των γενιών που έφυγαν και για υπάρξει μέλλον για τις γενιές που έρχονται.
_________________________
https://professors-phds.com/70506-2/,


Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

 

Ο λόγος για το ιστορικό υποκείμενο 

(Ήρθε η ώρα των δυνάμεων της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού) 

Γράφει ο Δρ. Κώστας Λάμπος

 claslessdemocracy@gmail.com, 

 «Το μόνο υποκείμενο στο οποίο ανήκει ο ρόλος του ηγέτη είναι το συλλογικό ‘Εγώ’, που διεκδικεί αποφασιστικά για τον εαυτό του το δικαίωμα να υποπίπτει σε σφάλματα και να μαθαίνει τη διαλεκτική της ιστορίας» Ρόζα Λούξεμπουργκ 

 «Η άποψη του παλιού υλισμού είναι η κοινωνία των πολιτών. Η άποψη του καινούργιου υλισμού είναι η ανθρώπινη κοινωνία, ή η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα» Karl Marx

 Όλο και περισσότεροι αναζητούν λύσεις στα χρόνια και ζέοντα κοινωνικά προβλήματα που έχουν πια εξελιχθεί σε υπαρξιακά για την ίδια την ζωή και την ανθρωπότητα. Κάποιοι σταυροκοπιούνται κοιτάζοντας προς το άπειρο περιμένοντας ‘θεούς’ και άλλα εξουσιαστικά φετίχ να τους σώσουν, άλλοι περιμένουν, χωρίς οι ίδιοι να κάνουν κάτι, κάποιον νέο ‘ηγέτη’ να βάλει τάξη στην δική τους τη ζωή και άλλοι ψάχνουν να βρουν απαντήσεις μελετώντας την ιστορία και αναλύοντας τα θεμέλια, το οικοδόμημα και το εποικοδόμημα της ίδιας της κοινωνίας, προκειμένου να κατανοήσουν πώς λειτουργεί και συνεπώς πώς μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο η κοινωνία. Οι πονηροί εξουσιαστές και κάποια από τα ακαδημαϊκά τσιράκια τους αρνούνται την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας κατά συνέπεια και την ικανότητά της να αυτοκυβερνηθεί, όπως ακριβώς και οι επαγγελματίες πολιτικάντηδες που περιμένουν την στρατολόγησή τους από το κυρίαρχο κεφάλαιο να διαχειριστούν πολιτικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου, σε βάρος της κοινωνίας. Η κοινωνία όμως είσαι εσύ…κι’ εμείς όλοι… 

 

Οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα συνολικά εξελίσσονται διαρκώς και αδιαλείπτως στην προσπάθειά τους να πραγματοποιήσουν κάποιους και για κάθε ιστορική εποχή εφικτούς στρατηγικούς στόχους, που θα τις οδηγούν προς έναν κάθε φορά καλύτερο κόσμο, κι ένα βήμα πιο κοντά προς την κοινωνική ισότητα. Για να συμβούν όλες αυτές οι αλλαγές χρειάστηκε κάθε φορά μια αντίστοιχη κοσμοαντίληψη ικανή να στηρίξει την στρατηγική μετάβασης από το ένα στάδιο της εξέλιξης στο άλλο, αλλά και μια τακτική για την μετάβαση την ίδια. Οι δυνάμεις που κινούν τις κοινωνίες από το Χθες στο Σήμερα και από αυτό στο Αύριο είναι οι δυνάμεις της εξέλιξης που λειτουργούν ως κοινωνική ηγεσία, αποτελούν δύναμη προόδου και αποκαλούνται κοινωνικό υποκείμενο της ιστορίας, με την έννοια βέβαια ότι αυτή η ηγεσία εργάζεται προς εξυπηρέτηση του γενικού κοινωνικού, και όχι αποκλειστικά του ατομικού/ιδιωτικού, συμφέροντος. Βέβαια, κατά την διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας το πρόβλημα της κοινωνικής ηγεσίας χάνεται κάθε τόσο κάτω από το βάρος ιδεολογιών περί ‘περιούσιου λαού’, ‘απαραίτητου έθνους’ ‘μεγάλης και προστάτιδας δύναμης’, ‘παγκόσμιου ηγεμόνα’ και ‘παγκόσμιου ηγέτη’ που με την δύναμη των όπλων, υποκαθιστούν και ακυρώνουν τις τοπικές και τις εθνικές κοινωνικές ηγεσίες με εισαγόμενους πραιτοριανούς και ‘χρήσιμους ηλίθιους’. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις που δεν ήταν και δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας το ρόλο του κοινωνικού υποκειμένου της ιστορίας αναλαμβάνει ο εκάστοτε εισβολέας αποικιοκράτης, ιμπεριαλιστής, η δράση του οποίου δεν λεηλατεί μόνο τον πλούτο των εξαρτημένων χωρών, αλλά και τις αποψιλώνει εξοντώνοντας ή εξαγοράζοντας ελεύθερα και ανυπότακτα άτομα και διαλύοντας βίαια τον κοινωνικό ιστό τους παραλύοντας έτσι προσωρινά κάθε διάθεση για κοινωνική/εθνική αυτοδιάθεση. 

Όμως ήταν, είναι και παραμένει γεγονός ότι, για εκατομμύρια χρόνια οι πρωτόγονες κοινωνίες κατάφεραν να επιτύχουν την επιβίωση και την εξέλιξη, από την αγριότητα μέχρι τον πολιτισμό του ανθρώπινου είδους κινούμενες συλλογικά, ενωτικά και αλληλέγγυα σε συνθήκες κοινοβιακής άμεσης δημοκρατίας και αυτοδιεύθυνσης υπό την σοφή και ανυστερόβουλη καθοδήγηση των γεροντότερων σε μια μορφή κυλιόμενης φυσικής, δηλαδή μη-εξουσιαστικής ηγεσίας που καθιστούσε τις κοινωνίες τις ίδιες υποκείμενο της ιστορίας τους. Από τις βίαιες, πρώτες-πρώτες στην ιστορία, de facto, περιφράξεις, και στην συνέχεια από την de jure επιβολή της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στην γη, που για αιώνες αποτέλεσε το κύριο μέσο παραγωγής, τον ρόλο του υποκειμένου της ιστορίας αναλαμβάνουν οι τάξεις των ευγενών της αρχαιότητας που με την νομοθεσία του Σόλωνα από δουλοκτήτες έγιναν και γαιοκτήμονες και οργάνωσαν τις κοινωνίες τους πάνω στην βία και στην λεηλασία άλλων κοινωνιών με αποτέλεσμα την ίδια την αποσύνθεσή τους. 

Καταργώντας την αρχαία αυτοδιοικούμενη κοινωνία της ισοκατανομής χάριν του δουλοκτητικού συστήματος, που κράτησε αιχμάλωτη την ανθρωπότητα σε συνθήκες κλειστής οικονομίας, οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, για περίπου χίλια χρόνια, δημιούργησαν την κοινωνία των ανισοτήτων, των τεχνητών και περιττών αναγκών για τις οποίες ο πολίτης αναγκάζεται «να πωλεί το φρόνημα του και την ελευθερίαν του» . Τα επόμενα περίπου χίλια χρόνια ως υποκείμενο της ιστορίας αναδείχτηκε η τάξη των φεουδαρχών που με την αναγκαστική εργασία των δουλοπαροίκων οργάνωσε την συστηματική παραγωγή στη βάση των λατιφούντιων, (που τώρα πια πέρασαν στην ιδιοκτησία του ‘θεού’ με διαχειριστές τους, τούς κατά κόσμον ‘εκπροσώπους του’, όπως πάπες, βασιλιάδες, αυτοκράτορες και σουλτάνους), για την αγορά και την απόκτηση πλούτου σε συνθήκες ανοικτής εμπορευματικής οικονομίας, οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με την μορφή του φεουδαρχικού συστήματος. Από την εμφάνιση της μανουφακτούρας και της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής για το εμπόριο, τον ρόλο του υποκειμένου της ιστορίας ανάλαβαν οι τάξεις των ιδιοκτητών των μέσων μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, οι οποίες και οργάνωσαν την ανατροπή του καθυστερημένου φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής και την αντικατάστασή του με τον κεφαλαιοκρατικό, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στο όνομα της ‘ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης’. Όπως κάθε προηγούμενο ταξικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα έτσι και το καπιταλιστικό γεννήθηκε, αναπτύχθηκε, μετεξελίχθηκε, χωρίς ποτέ να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του και οδηγήθηκε μέσα από αυτήν την διαδικασία στην παρακμή του, η οποία οριοθετείται από την αδυναμία του να λύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας και να την οδηγήσει στο επόμενο σκαλί της προόδου, όπου οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα συνολικά θα οργανώσουν την ζωή τους στη βάση ενός άλλου οικονομικοκοινωνικού συστήματος που θα έχει στο κέντρο της φροντίδας του τον άνθρωπο και τις πραγματικές υλικές και πνευματικές ανάγκες της κοινωνίας του. 

Αυτή η αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού παίρνει σταδιακά την μορφή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας η οποία εξελίσσεται σε απειλή για την βιόσφαιρα και κατά συνέπεια για τις επιμέρους κοινωνίες και για το σύνολο της ανθρωπότητας. Κάθε υποκείμενο της ιστορίας που, μέσω του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας και του απόλυτου ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, ξεκόβεται από την κοινωνία, δηλαδή από την οντολογία του Κοινωνικού Είναι, από τον ιστορικό χωροχρόνο και δημιουργεί την δική του, κατά Πριγκοζίν, διακλάδωση, αλλά με την έννοια πια της ταξικής δεοντολογίας και με την πρόθεση να εκτρέψει την συνολική κίνηση της ιστορίας προς κάποιο μερικό, ταξικό Είναι, που δρα ως ατελές και νόθο ιστορικό υποκείμενο. Γι’ αυτό και δρα, εναντίον της κοινωνίας, για το δικό του ατομικό, ομαδικό, ή ταξικό συμφέρον και εξελίσσεται σταδιακά σε δεσποτικό εξουσιαστή, ο οποίος συντρίβει με κάθε μορφής θεσμική, δομική, υλική, πνευματική και ψυχολογική βία την βούληση των ανθρώπων και των κοινωνιών μέχρι να παραιτηθούν από την χρήση της βούλησής τους και να αποδεχτούν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης . Ιδιαίτερα η αστική τάξη ως υποκείμενο της ιστορίας πασχίζει να ξεκόψει τα άτομα από την κοινωνία, να πολτοποιήσει και να διαγράψει την κοινωνία ως μέγεθος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του κεφαλαίου. Συνεπώς το πέρασμα σε μια μετακαπιταλιστική εποχή καθίσταται επιτακτική, ζωτικής σημασίας, αναγκαιότητα. Η αστική τάξη από προοδευτική ηγέτιδα δύναμη απέναντι στη φεουδαρχία έγινε ανίκανη να ξεπεράσει τον εαυτό της και ταυτόχρονα επικίνδυνη και καταστροφική δύναμη για την ανθρωπότητα και συνεπώς αδυνατεί πιά να ανταποκριθεί στον ρόλο του ιστορικού υποκειμένου, οπότε λογικά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ιστορικό κενό. Επειδή όμως στην Φύση, αλλά και στην κοινωνία/ανθρωπότητα δεν νοούνται κενά, γιατί πάντα υπάρχουν δυνάμεις που τα καλύπτουν άμεσα, γι’ αυτό το πέρασμα από τον καπιταλισμό σε έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο, προϋποθέτει την ύπαρξη του αντίστοιχου σύγχρονου υποκειμένου της ιστορίας, σε θεωρητικό επίπεδο αρχικά, ώστε να διαμορφωθεί μια αντίστοιχη συνείδηση και στρατηγική μετάβασης, πριν οι εξελίξεις οδηγηθούν στο κενό για την κάλυψη του οποίου καραδοκούν αντιδραστικές δυνάμεις και ένοπλες συμμορίες. 

Η απόπειρα να είναι ιστορικό υποκείμενο, στη διαδικασία κατάργησης του καπιταλισμού, η εργατική τάξη ως η κυρίως αντίπαλη κοινωνική τάξη στην άρχουσα αστική τάξη που εκφράζει το κεφάλαιο, αποδείχτηκε αναποτελεσματική για πολλούς λόγους και κυρίως επειδή η επιλογή έγινε για ιδεολογικοπολιτικούς λόγους και παραγνώρισε βασικά οντολογικά και δεοντολογικά ζητήματα. Έγινε σκόπιμα επειδή εξυπηρετούσε τα εξουσιαστικά σχέδια της ‘επαναστατικής πρωτοπορίας’ και επειδή μέσω αυτής της επιλογής τελικά επιβίωσε το κεφάλαιο, με αποτέλεσμα την ακύρωση των στόχων της Αγγλικής, της Αμερικάνικης, της Γαλλικής, της Οκτωβριανής και της Κινέζικης επανάστασης. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν η νεκρανάσταση του καπιταλισμού και η προσωρινή υποστολή της σημαίας του αγώνα των κοινωνιών και της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα. Πιο συγκεκριμένα η θεωρητικά αυθαίρετη επιλογή της ‘εργατικής τάξης’ ως ιστορικού υποκειμένου για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, παραγνώρισε ότι αυτή οντολογικά αποτελεί, ως τάξη μισθωτής εργασίας, το λειτουργικό συμπλήρωμα του κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι θα καταργηθεί με την κατάργηση του κεφαλαίου, γεγονός που συχνά την ανάγκασε να ταυτιστεί με αυτό ενάντια στις εργατικές τάξεις των αποικιών και των ιμπεριαλιστικά εξαρτημένων χωρών με αντάλλαγμα την οριακή συμμετοχή της στις λεηλασίες αυτών των χωρών. Αυτή η ταύτιση ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό και από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία που, ως εργαλείο του κεφαλαίου για την χειραγώγηση των εργαζόμενων και παρά ως ταξικό όργανο, συνέβαλε στην ενσωμάτωση/αφομοίωση της εργατικής τάξης στο σύστημα του κεφαλαίου, αφομοίωση που την οδήγησε από τον αγώνα για την κατάργηση του κεφαλαίου υπέρ μιας αταξικής κοινωνίας, στη χαλαρή διεκδίκηση επιδομάτων και στην κοινωνική αναβάθμιση των ηγετικών στελεχών της με αντάλλαγμα την υποταγή της Εργασίας στο Κεφάλαιο. Αυτή η επιλογή ήταν, σκόπιμα ή από άγνοια, λαθεμένη και εξαιτίας του γεγονότος, ότι έσπρωχνε όλες τις άλλες εργαζόμενες τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα, που ήταν εξίσου εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες από το κεφάλαιο, όπως την μικρομεσαία αγροτική τάξη, τους βιοτέχνες, μικρομεσαίους εμπόρους, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες στην αγκαλιά του κεφαλαίου, αφού κατά την αντίληψη της θεοποίησης της εργατικής τάξης, του φαινόμενου του ‘εργατισμού’, όλοι αυτοί ‘ήταν συνεργάτες του κεφαλαίου και εχθροί της εργατικής τάξης’ και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονταν. Το γεγονός ότι η ‘εργατική τάξη’ ως υποκείμενο της ιστορίας, σε αυτήν την περίπτωση της παραδοσιακής αριστερής αντίληψης, δεν ταυτίζονταν με την εργαζόμενη κοινωνία, ως Όλον, καταδεικνύει το άτοπον και τον σεχταρισμό αυτής της θεωρίας. Αν μάλιστα προσθέσουμε και το γεγονός ότι σύμφωνα τόσο με την παραδοσιακή αστική αριστερή θεωρία, όσο και με την αντίστοιχη πράξη στα καθεστώτα του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ η ‘εργατική τάξη’ τον ρόλο της ως ιστορικό υποκείμενο τον ασκούσε δι’ αντιπροσώπων, όπως τα λογής-λογής υποτιθέμενα ‘κόμματα της εργατικής τάξης’, τα κομματικά, εξουσιαστικά εξαρτημένα συνδικάτα και οι πολυποίκιλοι μηχανισμοί ελέγχου και υπονόμευσης, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη φερόταν τυπικά ως υποκείμενο της ιστορίας, ενώ στην ουσία συνέχισε να είναι αντικείμενό της, με υποκείμενο τον, κατά Μαρξ και Ένγκελς, ‘συλλογικό καπιταλιστή’ με την μορφή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. 

Μετά από αυτές τις σκέψεις μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε ότι η, ‘διά της αντιπροσώπευσης’, υφαρπαγή, εκ μέρους της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, του ρόλου του ιστορικού υποκειμένου από την εργαζόμενη κοινωνία, στο όνομα μέρους της, δηλαδή της ‘εργατικής τάξης’ αποσκοπούσε στο να αποστερήσει την εργαζόμενη κοινωνία από το δικαίωμα της αυτοδιεύθυνσης, που της έδωσε η νέα κοινωνική οντολογία. Είναι αυτή η νέα κοινωνική οντολογία που στην εποχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αναδεικνύει την ίδια την εργαζόμενη κοινωνία σε αποκλειστική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αφού χωρίς την δική της συμμετοχή σε συνθήκες καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρξει πλούτος, αστική τάξη, αστική εξουσία και καπιταλιστική ιστορία. Αντίθετα μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία θα επανάφερε την ιστορία, από την καπιταλιστική διακλάδωση, στην ιστορία της κοινωνίας ως Όλον. Το χειρότερο, με την έννοια του ανηθικότερου, όλων των κριτηρίων αυτής της επιλογής φαίνεται να ήταν η εξουσιαστική μανία των λεγόμενων ‘επαναστατικών πρωτοποριών’, που κατά κανόνα προέρχονταν από γόνους της αστικής τάξης, που εξυπηρετούσαν την στρατηγική τους για την κατάληψη της εξουσίας με τον σφετερισμό του αγώνα της εργατικής τάξης υπό την δική τους ηγεσία. Ζήτημα για το οποίο έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν προσδιορίζεται από το Είναι της, αλλά έρχεται απ’ έξω, από φωτισμένους αστούς που στρατεύονται τάχα υπέρ της υπόθεσης της εργατικής τάξης.

 Όπως πάντα, η εκάστοτε άρχουσα τάξη, έτσι και η αστική τάξη αρέσκεται μεταμφιεζόμενη να στήνει παγίδες στην εργαζόμενη κοινωνία και να την εξαπατά, πράγμα που επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια με τον παραγκωνισμό της εργατικής τάξης και τον εκφυλισμό της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’ σε δικτατορία μιας εξουσιαστικής νομενκλατούρας, υπό την οργανωτική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης ή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λαϊκής Κίνας. «Κάθε συνείδηση που δεν ξεπερνάει το κίνημα από το οποίο προέρχεται για να το συγκρίνει με άλλες παρόμοιες φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας καταλήγει στον δογματισμό και στον ισχυρισμό ότι αυτό το κίνημα θα μας οδηγήσει στο ιδανικό τέρμα» , πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την κοινωνική πραγματικότητα, γιατί «η ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης, είναι η διαδοχική αντικατάσταση ενός τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας από έναν νέο και ανώτερο τρόπο ικανοποίησης των αναγκών […] Έτσι και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος γέννησε την ανάγκη της κατάργησής του, όπως ακριβώς συμβαίνει με την ανάπτυξη κάθε οργανισμού που γεννιέται, ακμάζει, παρακμάζει και πεθαίνει» . Όλα αυτά τα γεγονότα νεκρανάστησαν τον καπιταλισμό, μεταμόρφωσαν την εργαζόμενη κοινωνία σε δεξαμενή εργατών, καταναλωτών και στρατιωτών στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πολτοποίησαν κυριολεκτικά τις επιμέρους κοινωνίες μετατρέποντάς τες σε νεοφεουδαρχικά μορφώματα, που από την μια κυριαρχεί μια ελίτ του πλούτου που αριθμεί το 1% και από την άλλη το 99% του πληθυσμού τους παράγει πλούτο για το κεφάλαιο και φτώχεια για τον εαυτό του. Τελικά αυτή η επιλογή φρέναρε προσωρινά, με όρους ιστορικού χρόνου, τον αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για κοινωνική ισότητα σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο. Για όλους αυτούς τους λόγους η σύγχρονη επαναστατική δεοντολογία επιβάλλει να αναθεωρηθεί αυτή η αντιδραστική αντίληψη που θέλει ως ιστορικό υποκείμενο, για την μετάβαση από την καπιταλιστική κοινωνία της κοινωνικής ανισότητας σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία της ισότητας, μια τάξη ή μια ταξική, εξουσιαστική, ‘επαναστατική’, κομματική πρωτοπορία και να προσανατολιστούμε στην αναζήτηση του υποκειμένου της ιστορίας, όχι με όρους ταξικούς, ιδεολογίας, εξουσίας και ηγεμονίας, αλλά με όρους ιστορίας, κοινωνίας και αντικειμενικής πραγματικότητας. Όλα αυτά σημαίνουν, ότι το ιστορικό υποκείμενο, για να είναι αυθεντικά ιστορικό, δεν μπορεί να είναι προϊόν ιδεολογίας, αλλά της ίδιας της ιστορίας, δηλαδή του αέναου χωροχρονικού Γίγνεσθαι. 

Βρισκόμαστε ήδη βαθιά μέσα στον 21ο αιώνα και η σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα, όπως έχει διαμορφωθεί από τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας, από τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες, τις αστοχίες και τα εγκλήματα του καπιταλισμού, αλλά και από τις καινούργιες εμπειρίες των κοινωνικών αγώνων, φαίνεται πολύ διαφορετική από εκείνη του 19ου και του 20ου αιώνα, στα πλαίσια της οποίας έγινε, από τα πάνω, από ‘θεωρητικούς’ η συγκεκριμένη επιλογή ιστορικού υποκειμένου. Σήμερα βρισκόμαστε στον αστερισμό της ανάδειξης της εργαζόμενης κοινωνίας της ίδιας σε υποκείμενο της ιστορίας, γεγονός που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντάει. Κάποιοι αντιμετωπίζουν αυτό το κενό ως αδιέξοδο, (ή μήπως ως ευκαιρία;), για αξιώματα και ατομικά οφέλη και προτείνουν ως σύγχρονο υποκείμενο της ιστορίας υποκατάστατα του κεφαλαίου, όπως ‘τις ένοπλες δυνάμεις’, ή ‘τις επιχειρήσεις’ ή ακόμα και αλλοπαρμένους ‘πολιτικούς φιλόσοφους’, παραγνωρίζοντας την ίδια την κοινωνία και την σύγχρονη πραγματικότητα. Κάποιοι άλλοι με ‘πειραγμένο’ φαντασιακό προτείνουν να αφεθούμε στις αποφάσεις του ‘θεού’, του Αλλάχ, του Γιαχβέ κ. λπ., έστω των προφητών τους, όπως του μηδέποτε υπάρξαντος ‘Ιησού Χριστού’, του Μωάμεθ και του Μεσσία, κι επειδή πρόκειται για ιδεολογικές φαντασιώσεις και συνεπώς ανύπαρκτα υποκείμενα, προφανώς εννοούν τους ‘επίγειους εκπροσώπους τους’, δηλαδή στους ψεύτες, υποκριτές και αγύρτες των διάφορων θρησκευτικών ιερατείων και των Εκκλησιών τους. 

Οι συγγραφείς της ‘Αυτοκρατορίας’ Michael Hardt και Antonio Negri μετακινήθηκαν, στην αναζήτησή τους, προς την πλευρά της κοινωνίας, αλλά μιας κοινωνίας χωρίς χαρακτηριστικά, δηλαδή μιας φανταστικής, μη-πραγματικής κοινωνίας την οποία αντιμετωπίζουν ως ποσότητα, ως ‘πλήθος’. Για να κατανοήσουμε το τι ακριβώς εννοούν μας εισάγουν στο λεγόμενο πρόγραμμα του συστήματος του Γερμανικού Ιδεαλισμού: «Οι μεγάλες μάζες έχουν ανάγκη από μια υλική θρησκεία των αισθήσεων [eine sinnliche Religion]. Όχι μόνο οι μεγάλες μάζες, αλλά και ο φιλόσοφος την έχει ανάγκη. Μονοθεϊσμός της λογικής και της καρδιάς, πολυθεϊσμός της φαντασίας και της τέχνης, αυτό είναι που μας χρειάζεται.[…] Πρέπει να αποκτήσουμε μια νέα μυθολογία, αυτή η μυθολογία όμως θα πρέπει να υπηρετεί ιδέες. Θα πρέπει να είναι μια μυθολογία της λογικής» . Μέσα σ’ αυτό το θεωρητικό αλαλούμ την σύγχρονη πραγματικότητα δεν την αντιλαμβάνονται ως καπιταλισμό και καπιταλιστική βαρβαρότητα, αλλά ως ‘αυτοκρατορία’, «ως εξουσία που δεν μπορεί πλέον να άρει την διαπάλη των κοινωνικών δυνάμεων μετερχόμενη διαμεσολαβητικά σχήματα τα οποία μεταθέτουν τους όρους αυτής της διαπάλης. Οι μορφές της κοινωνικής διαπάλης που συγκροτούν το πολιτικό, αντιπαρατίθενται άμεσα, χωρίς κανενός είδους διαμεσολάβηση. Αυτή είναι και η ουσιαστική καινοτομία του αυτοκρατορικού καθεστώτος. Η Αυτοκρατορία δημιουργεί μεγαλύτερες δυνατότητες για επανάσταση απ’ ότι τα εξουσιαστικά καθεστώτα της νεωτερικότητας, γιατί παράλληλα προς τον μηχανισμό που επιβάλλει το πρόσταγμά της, μας παρέχει μια εναλλακτική: το σύνολο όλων εκείνων που έχουν γίνει αντικείμενα εκμετάλλευσης και καθυπόταξης, ένα πλήθος που αντιπαρατίθεται στην Αυτοκρατορία άμεσα, χωρίς καμιά μεταξύ τους διαμεσολάβηση. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, όπως λέει και ο Άγιος Αυγουστίνος, το καθήκον μας είναι να διερευνήσουμε, όσο καλύτερα μας το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας, ‘την άνοδο, την ανάπτυξη και τα προδιαγεγραμμένα τέλη των δύο πολιτειών […] τα οποία βρίσκουμε […] συνυφασμένα […] και συγκεκριμένα’» . Αυτό το θεωρητικό κομφούζιο που μπερδεύει ή ταυτίζει, προφανώς εσκεμμένα, την Αυτοκρατορία, στην ουσία τον καπιταλισμό, με το ‘Κράτος του Θεού’ του Αυγουστίνου, «τις δυό Πολιτείες», το ονομάζουν «νέα πολιτική υποκειμενικότητα, ενός στασιαστικού πλήθους εναντιούμενου στην αυτοκρατορική εξουσία. […] Του πλήθους που εργάζεται, παράγει και αναπαράγει αυτόνομα ολόκληρο το σύμπαν της ζωής. Αυτή η αυτόνομη παραγωγή και αναπαραγωγή συνεπάγεται την οικοδόμηση μιας νέας οντολογικής πραγματικότητας. Εργαζόμενο το πλήθος, κατ’ ουσίαν παράγει εαυτό ως μοναδικότητα. Είναι μια μοναδικότητα η οποία ιδρύει έναν νέο τόπο μέσα στον μη-τόπο της Αυτοκρατορίας» . Οι συγγραφείς της Αυτοκρατορίας που, όπως γίνεται φανερό μέσα από τα ίδια τα λόγια τους, δεν αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως ποιοτικό μέγεθος με κοινωνική και ιστορική διάσταση και συνείδηση, με όραμα και στρατηγική για μια κοινωνία της ισότητας, αλλά ως άμορφο πλήθος, ως τυφλή δύναμη του όγκου, του μεγέθους, του ποσοτικού εκτοπίσματος, μέγεθος, όμως, που δεν μετράει απέναντι στην οργανωμένη βία του συστήματος, της ‘αυτοκρατορίας’. Ένα πλήθος που αγνοεί τον καταστροφικό ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, δεν έχει καμιά προοπτική επιτυχίας. Το γεγονός ότι οι συγγραφείς της ‘αυτοκρατορίας’ χαρακτηρίζουν την ατομική ιδιοκτησία ως «μια σαπρή και τυραννική παρωχημένη κατάσταση» , δεν αλλάζει τα πράγματα, αφού πουθενά δεν κάνουν λόγο για την κατάργησή της μέσω της κοινωνικοποίησής της. Τελικά πέφτουν στην παγίδα της θεωρίας του Αυγουστίνου περί ποιμνίου του ‘θεού’ και του κεφαλαίου, του σύγχρονου Ιανού, και επιλέγουν, τον ‘μαχόμενο’ ως οδηγό/τσομπάνη του πλήθους κατά τα πρότυπα του παλιού αγνού κομμουνιστή ινστρουχτορα. Στο τέλος όμως δεν αντέχουν ούτε αυτό το σχήμα, εγκαταλείπουν την ιδέα της ‘πολιτικής υποκειμενικότητας του πλήθους’ και μας παρουσιάζουν ως πρότυπο του ‘μαχόμενου’, τον ‘επαναστάτη Άγιο Φραγκίσκο’ και την «ανεπίσχετη ελαφροσύνη και χαρά του να είναι κανείς κομμουνιστής» . Θολούρα στη σκέψη, συμβιβασμός και θεωρητική σύγχυση, ως μυστικό της εκδοτικής επιτυχίας ?! Είναι γεγονός ότι στην σημερινή πραγματικότητα δεν στέκονται απέναντι στο μονολιθικό, μονοπωλιακό και παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, αυστηρά συγκροτημένες παραδοσιακές κοινωνικές τάξεις, ξεκομμένες η μια από την άλλη, με, αντικειμενικά ή τεχνητά, ξεχωριστά και αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα, αλλά ούτε και ένα άμορφο πλήθος χωρίς μια σύγχρονη κοσμοαντίληψη και στρατηγική.

Σήμερα απέναντι στο κεφάλαιο στέκονται κοινωνικές κατηγορίες που συσχετίζονται κάθετα και οριζόντια μεταξύ τους, με κοινές εμπειρίες, κοινές αντιλήψεις και κοινά συμφέροντα, δηλαδή οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, που όλο και συχνότερα όλο και περισσότερο, στον 21ο αιώνα, αποστασιοποιούνται από τους σκοταδιστικούς μύθους και τις εξουσιαστικές ιδεολογίες, από τα θρησκευτικά και τα εξουσιαστικά ιερατεία και όλο και περισσότερο συμπεριφέρονται ως μια ενιαία πια οικονομική, κοινωνική, επιστημονική και πολιτισμική δομή, σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε Κοινοδομή, Κοινότητα, ως μια οντότητα που διαπερνά και συνενώνει σε ενιαίο Όλον, στο Κοινό των Ανθρώπων, όλα τα, άμεσα ή έμμεσα, από το κεφάλαιο εξαρτημένα, καταπιεζόμενα και άγρια εκμεταλλευόμενα κοινωνικά στρώματα. Κι αυτό επειδή η διάχυση της επιστημονικά έγκυρης και κοινωνικά χρήσιμης γνώσης και του πολιτισμού έχει σε ατομικό υποστασιακό επίπεδο συσσωματώσει τον ανειδίκευτο, μονοδιάστατο και παραδοσιακό εργάτη, τον σχετικά κοινωνικά διευρυμένο επιστήμονα και τον καθημερινό πολιτιστικό δημιουργό σε ένα νέο όν, στον σύγχρονο πολυτάλαντο άνθρωπο. Ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει να είναι ένας πολυδιάστατος και ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας εν δυνάμει multidimensional homo humanisticus universalis, που μπορεί να οραματίζεται μια κοινωνία πέρα από αυτήν των ιδεολογιών του 19ου και του 20ου αιώνα. Άλλωστε ο ύστερος καπιταλισμός διέλυσε τις παραδοσιακές τάξεις, τόσο την αστική και την εργατική, όσο και την αγροτική και την μικροαστική, αφού πολτοποίησε και ισοπέδωσε ολόκληρη την κοινωνία με κατάληξη την ελίτ του 1% και την λεηλατημένη εργαζόμενη κοινωνία του 99% του πληθυσμού των επιμέρους κοινωνιών και της ανθρωπότητας συνολικά. Αυτή η νέα ενιαία δομή, ως δομή ενός, με ιστορικοκοινωνικούς όρους, οριζόμενου συνόλου ολοκληρωμένων και πολυδιάστατων πολιτών με κοινή συνείδηση, κοινό όραμα και διαχρονικά κοινή στρατηγική για κοινωνική ισότητα και αταξικό οικουμενικό ουμανισμό, ως δομή μιας συγκεκριμένης ενιαίας εργαζόμενης κοινωνίας και ως δομή των κοινών συμφερόντων και των κοινών αγαθών, νοείται ως ουμανιστική κοινοδομή που ρέει αθόρυβα, αργά, σταθερά και αποφασιστικά σαν μια οικουμενική κοσμοδομή, σαν ένα ανθρώπινο ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω. Με αυτούς τους όρους διαμορφώνεται το σύγχρονο υποκείμενο της ιστορίας όχι ως διαχειριστής κάποιας ιδεολογίας που συνδέεται με ξεχωριστά συμφέροντα και με εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς, αλλά ως αυτούσιος και αυτοπρόσωπος εκφραστής της κοινωνίας ως ενιαίο Όλον, ως το Κοινό των Ανθρώπων. 

Ως κοινωνική κατηγορία στη θεωρία της κοινωνικής ταξικής συγκρότησης και διαστρωμάτωσης η ουμανιστική κοινοδομή έρχεται να καλύψει κοσμοθεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία και να αντικαταστήσει ιστορικά ξεπερασμένες και μάλιστα τεχνητές και γι’ αυτό συχνά ανταγωνιστικές μεταξύ τους κοινωνικές κατηγορίες, όπως οριζόντιες κοινωνικές τάξεις, (αστική, εργατική, αγροτική, μικροαστική), και κοινωνικά στρώματα καθώς επίσης και γραφειοκρατικά μορφώματα και συντεχνίες, κι αυτό επειδή όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες βιώνουν την σταδιακή εγκατάλειψή τους από το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, τα μέλη της ουμανιστικής κοινοδομής, ως δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ως το Κοινό των Ανθρώπων, κατανοούν ότι αυτό που όλοι μαζί συνεργαζόμενοι κάνουν, για λογαριασμό του κεφαλαίου, μπορούν τώρα πια με την σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία να το κάνουν καλύτερα και δικαιότερα για τον εαυτό τους, για μια καλύτερη για όλους ζωή και για ένα καλύτερο με περισσότερη, ασφάλεια, ευημερία, δημοκρατία και ειρήνη μέλλον των κοινωνιών τους και της ανθρωπότητας συνολικά, υπό τον όρο βέβαια πως η κοινωνία έχει απελευθερώσει τις επιστήμες και την τεχνολογίας από την ομηρία τους στο κεφάλαιο. Ως ιστορικοκοινωνικές συνιστώσες μάλιστα, αποδείχνουν και σε αυτήν την τρέχουσα παρακμιακή παγκόσμια οικονομική κρίση ότι παραμένουν αμετακίνητες στην διαχρονική στρατηγική τους για κοινωνική ισότητα μέσω της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της ενότητας. Αυτή, όμως, η πραγματικότητα δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει από το γεγονός ότι η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής δίνει ακόμα στο κεφάλαιο την δυνατότητα να ενσωματώνει την ύπαρξη, παραγωγή και αναπαραγωγή των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού στα δικά του σχέδια, μέσω της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα και δια του υπαρξιακού ελέγχου τους μπορεί ακόμα να επιβάλλει την ιδεολογική ηγεμονία του πάνω στις συνειδήσεις τους. 

Με αυτά τα δεδομένα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια η διαχρονική αντίληψη ότι ο φαύλος κύκλος της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας δεν θα κλείσει με ‘αριστερούς’ αφορισμούς, ‘αριστερές κυβερνήσεις του κεφαλαίου’ και νεοκλασικά γιατροσόφια, αλλά με το σπάσιμο του γενεσιουργού αιτίου της ανισότητας και αυτό δεν είναι άλλο από την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, όσο κι’ αν αυτό έχει γίνει ταμπού για το οποίο τα παπαγαλάκια της εξουσίας του κεφαλαίου αποφεύγουν συνειδητά να μιλάνε. Και επειδή κάποιοι έχουν ταυτίσει τον εαυτό τους με τον εξουσιαστή ιδιοκτήτη θα πρέπει να διακρίνουμε τον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής πλούτου με την συνδρομή ξένης/μισθωτής εργασίας, από την πλασματική ιδιοκτησία ενός χωραφιού ή ενός σπιτιού που διασφαλίζει αφενός την ίδια την επιβίωση και ύπαρξή τους σε συνθήκες απόλυτης καπιταλιστικής εγκατάλειψης και αφετέρου την μόνιμη υποταγή τους στο καθεστώς του ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής πλούτου σε βάρος της κοινωνίας. 

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η, από τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, κατάκτηση αυτής της νέας σύγχρονης Γνώσης και η μετατροπή της σε Επίγνωση και σε ενιαία ιστορική Συνείδηση θα τους δώσει την υπόσταση του Κοινού των Ανθρώπων και θα τις καταστήσει το νέο, σύγχρονο, επαναστατικό ιστορικό υποκείμενο που θα οδηγήσει τις επιμέρους κοινωνίες και την ανθρωπότητα συνολικά πέρα κι έξω από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, σε έναν καλύτερο κόσμο, στον κόσμο της κοινωνικής ισότητας. Είναι, λοιπόν, ο καθένας μας, με την έννοια των δυνάμεων της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού, που ως κοινωνία συνολικά και ως το σύγχρονο ιστορικό υποκείμενο, που θέλει, που κινεί και δεν το κινούν, που δεν έχει πια μέσα του καμιά αδράνεια, που καμιά αντίσταση δεν μπορεί να το σταματήσει, που αποτελούμε το οικουμενικό αίτημα ενός καλύτερου κόσμου, του κόσμου της κοινωνικής ισότητας που αποτελεί το διακύβευμα του τρέχοντος 21ου αιώνα. Γι’ αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη να ξανατεθεί σε συζήτηση το οικουμενικό αίτημα για την άρση της κοινωνικής ανισότητας και το πέρασμα σε έναν κόσμο της κοινωνικής ισότητας, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες γενικής και επικίνδυνης παρακμής του καπιταλισμού, που γίνεται μέρα τη μέρα ανυπολόγιστα επικίνδυνος και καταστροφικός με τα όπλα που κατασκευάζει για υποτιθέμενους εχθρούς, ενώ αποδείχτηκε εντελώς ανίκανος να αντιμετωπίσει την φτώχεια, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την επεκτατική μανία του αμερικανισμού και των λοιπών επίδοξων παγκόσμιων ηγεμόνων. Η τελευταία παγκόσμια εμπειρία αποκάλυψε: 

• Ότι το σύστημα της συγκρουσιακής και κοινωνικά διασπαστικής ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής με παράγωγο την ατομική ή κρατική επιχειρηματικότητα, τον κοινωνικά στείρο ταξικό οικονομισμό, δημιουργούν, ηθελημένα ή αθέλητα, αντί να αποτρέπουν καταστροφικές πολιτικές, υγειονομικές, πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, παρασέρνοντας μαζί τους ολόκληρη την κοινωνία, η οποία οραματίζεται έναν κόσμο ενωτικής κοινοκτημοσύνης, κοινωνικά αυτοδιαχειριζόμενης οικονομικής δραστηριότητας και ισοκατανομής του κοινωνικά παραγόμενου υλικού και πνευματικού πλούτου. 

• Ότι, φτάνει οι εργαζόμενες κοινωνίες να συνειδητοποιήσουν πως μια σχετικά σύντομη, προγραμματισμένη αλλά καθολική απουσία τους από τις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου αρκεί για την παράλυση όλων των μηχανισμών καταπίεσης και την απαλλαγή τους από τον απάνθρωπο και καταστροφικό καπιταλισμό και μάλιστα χωρίς ανθρώπινες απώλειες και ανεξέλεγκτες οικονομικές κρίσεις και καταστροφές που υποβαθμίζουν το επίπεδο ζωής σε παγκόσμια κλίμακα. 

• Ότι οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού μπόρεσαν να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε από έκτακτες κρίσεις και κατάφεραν να αντιμετωπίσουν πανδημίες, με πρωτοπόρους τους επιστήμονες όλου του φάσματος υγείας και των συναφών επαγγελμάτων που στελεχώνουν και λειτουργούν τα, εξαιτίας της εμπορευματοποίησης της υγείας, εγκαταλειμμένα και καχεκτικά Εθνικά Συστήματα Υγείας και να σώσουν εκατομμύρια συνανθρώπους μας. 

• Ότι οι κοινωνίες κατάφεραν να αποδείξουν το αντίθετο από αυτό που πολλοί ισχυρίζονται και οι ίδιες σε κάποιο βαθμό πίστευαν, ότι όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτες και αδύναμες, αλλά αντίθετα και υπαρκτές και ικανές είναι να λύνουν όλα τα προβλήματά τους και να αυτοκυβερνηθούν με την βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας εξοικονομώντας χρόνο, δυνάμεις και πόρους, πράγμα που καθιστά εφικτό έναν καλύτερο κόσμο. 

Ο δημόσιος διάλογος και ο αγώνας για την θεμελίωση ενός πολιτισμού της κοινωνικής ισότητας συνεχίζεται ενισχυμένος από την τρέχουσα βαθιά και καθολική κρίση του καπιταλισμού, όμως όχι πια στα σαλόνια του κεφαλαίου, της εξουσίας και της παρδαλής συστημικής ιντελιγκέντσιας, αλλά στα αλώνια, στις αλάνες, στις πλατείες, στους τόπους εργασίας και σε κάθε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Σήμερα μπορεί να ξαναζωντανέψει κάτι αντίστοιχο με την Εκκλησία του Δήμου της Αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αλλά σε σύγχρονες μορφές και με σύγχρονα χαρακτηριστικά, με την βοήθεια της σύγχρονης επικοινωνιακής τεχνολογίας. Η λογική των λαών, οι αλήθειες των αιώνων, η εμπειρία των αγώνων και τα ανθεκτικά πνευματικά και επιστημονικοτεχνικά υλικά του 21ου αιώνα, εγγυώνται την εφικτότητα της αταξικής δημοκρατίας και της παγκόσμιας ειρήνης. Βρισκόμαστε σ’ εκείνο το σημείο της ιστορίας που το παρακμασμένο παλιό αρνείται να φύγει και το καινούργιο εμποδίζεται να γεννηθεί, δηλαδή οι παλιές παραγωγικές σχέσεις εμποδίζουν τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο επόμενο στάδιο της προόδου. 

Για να λυθεί αυτή η αντίθεση πρέπει να πάψουμε να μιλάμε γενικά και αόριστα για παραγωγικές σχέσεις και παραγωγικές δυνάμεις γεγονός που προκαλεί σύγχυση αναφορικά με το Είναι και το Δέον. Είναι ανάγκη η όποια οικονομικοκοινωνική ανάλυση, για να είναι αντικειμενική και κατανοητή να ξεκινάει από τη σχέση της κοινωνίας, ως το υπέρτατο υποκείμενο της ιστορίας, με τα μέσα παραγωγής, γιατί από αυτήν την σχέση προσδιορίζεται η αρχιτεκτονική της όποιας οικονομίας κατά συνέπεια και της όποιας κοινωνίας, η οποία καταλήγει στον αντίστοιχο τρόπο παραγωγής και κατανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Είναι ακριβώς αυτή η σχέση της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής που ως ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής γεννάει οικονομικοκοινωνικές ανισότητες, ενώ ως ενιαία και αδιαίρετη περιουσία μιας ενιαίας και αμεσοδημοκρατικά συγκροτημένης κοινωνίας δημιουργούν συνθήκες κοινωνικής ευημερίας, ισότητας, ελευθερίας και ευτυχίας. Τα οικονομικά συστήματα που στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής οδηγούν στην παραγωγή για το κέρδος, η οποία οδηγεί στην ανισότητα, σε άγονους ανταγωνισμούς, στην νόθευση των προϊόντων, στη σπατάλη των φυσικών πόρων, στην ρύπανση της βιόσφαιρας, στις κοινωνικές συγκρούσεις, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, αλλά και στην ανατροπή φυσικών συνθηκών, που καταλήγουν σε ακραία φυσικά φαινόμενα και σε επιδημίες/πανδημίες που περιορίζουν τις δυνατότητες του πλανήτη, διευρύνουν την φτώχεια και αποδεκατίζουν την ανθρωπότητα. 

Κι όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την φύση, τις ανάγκες και τα οράματα των εργαζόμενων ανθρώπων, αλλά έχουν να κάνουν με την αχόρταγη δίψα των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, δηλαδή των καπιταλιστών για κέρδος, πλούτο και εξουσία. Δεν είναι δηλαδή ‘ανθρωπογενή’ , όπως κάποιοι, αφελείς ή αργυρώνητοι διανοούμενοι, από άγνοια ή από σκοπιμότητα τα παρουσιάζουν. Είναι αποτέλεσμα της βουλιμίας της ατομικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και των οικονομικών συστημάτων που στηρίζονται σε αυτήν την πανούκλα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ως συστημικά φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν άμεσα και οριστικά στη ρίζα τους με άρση της ατομική ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, η οποία όμως προϋποθέτει ριζική και καθολική άρνηση του καπιταλιστικού συστήματος, και όχι μεταρρυθμίσεις και μπαλώματα της παρακμής. Το αίτημα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ήταν και παραμένει διαχρονικό και θα οξύνεται στο μέλλον, μέχρι οι επιμέρους κοινωνίες και η ανθρωπότητα συνολικά να αποφασίσουν, γιατί κάποια στιγμή θα αποφασίσουν, την κατάργησή της, αλλά το πρόβλημα είναι να μην είναι τόσο αργά για την ανθρωπότητα και για τον πλανήτη. Ως ανθρωπότητα έχουμε, στους αμέτρητους αιώνες που πέρασαν, δημιουργήσει όλες εκείνες τις αναγκαίες επιστημονικοτεχνικές προϋποθέσεις που επιτρέπουν την οργάνωση των κοινωνιών και της οικονομίας πάνω στη βάση της κοινοκτημοσύνης, της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης, της οικονομίας των κοινών αγαθών, της καθολικής ευημερίας, της ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπων και λαών, της άμεσης δημοκρατίας και της αταξικής κοινωνίας στα πλαίσια ενός αταξικού οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού. 

Ο καπιταλισμός δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι και στο μέλλον η ‘μοίρα της ανθρωπότητας’, επειδή ένας καλύτερος κόσμος είναι πια εφικτός. Αυτό, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαχρονικός στρατηγικός στόχος της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα και αταξικό οικουμενικό ουμανιστικό πολιτισμό θα ‘κουμπώσει’ κάποια ιστορική στιγμή με το αντίστοιχο υποκείμενο τής ιστορίας που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στην μετά τον καπιταλισμό φάση της εξέλιξης. Στις πρώτες φάσεις της εξέλιξης η κινητήρια δύναμη ήταν ένα μυστήριο που το γνώριζαν μόνο οι ‘μάγοι’, αργότερα το γνώριζε μόνο η εξουσιαστική ‘αριστοκρατία των ευγενών δουλοκτητών’, στη συνέχεια οι πάπες, οι πατριάρχες, οι αυτοκράτορες, οι βασιλιάδες και οι σουλτάνοι ως εκπρόσωποι κάποιου υποτιθέμενου και κατά περίπτωση διαφορετικού ‘θεού, ‘μεσσία’ και ‘προφήτη’, μέχρι που η Ευρώπη ανακάλυψε την αρχαία Ελληνική Γραμματεία που μας οδήγησε στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό. Οπότε μάθαμε όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι ότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη Γνώση, που όσο κατεβαίνει χαμηλότερα στο κοινωνικό σώμα τόσο περισσότερο κοινωνικοποιείται, κι όσο περισσότερο κοινωνικοποιείται αυτή η Γνώση τόσο γρηγορότερα θα περάσει η ανθρωπότητα στην επόμενη φάση της εξέλιξής της. Κι’ αυτό γιατί οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα εξελίσσονται και οραματίζονται στον ιστορικό χρόνο και βλέπουν μακριά, σε αντίθεση με τις εξουσίες, το κεφάλαιο, τους ιδεολογικούς, πολιτικούς, κομματικούς φορείς, και τους επαγγελματίες πολιτικούς που δεν βλέπουν πέρα από την μύτη τους, δηλαδή πέρα από το βραχυχρόνιο στενό συμφέρον τους.

 Όσο κοιτάζουμε κάτω, προς τα πίσω ή προς τον ουρανό δεν θα μπορέσουμε να ελπίζουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο, πριν αποπλατωνίσουμε και αποκαπιταλιστικοποιήσουμε το ατομικό και συλλογικό φαντασιακό μας, την σκέψη, την δράση και την ζωή μας. Θα μπορούμε να ελπίζουμε μόνο όταν αρχίσουμε μαζικά να σκεπτόμαστε και να μαθαίνουμε να κοιτάμε μπροστά και μακριά, να οραματιζόμαστε και να δρούμε, ως υποκείμενο της ιστορίας .

η πιο πρόσφατη

   ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ     Homo socius, Homo creator [1] * Παναγιώτης Τζουνάκος: Ο Άνθρωπος. Προσδιορισμός και προορισμός & Ο α...