Ο μύθος περί ματαιότητας της ύπαρξης
και η παγίδα περί του νοήματος της ζωής
Γράφει ο Κώστας Λάμπος
http://www.classlessdemocracy.blogspot.com,
«Ενάντια στις ιδεολογίες της ένοχης συνείδησης»
Dionys Mascolo[1]
«Η αλλαγή προς το καλύτερο απαιτεί κάτι παραπάνω από μια απλή αλλαγή άποψης. Δεν θα αξίωνε τίποτα λιγότερο από την αλλαγή στον τρόπο που ζούμε»
Zygmumt Bauman[2]
Παλιό, όσο και η ανθρώπινη κοινωνία, ακόμα και πέρα από την ιστορία, μέχρι τις απαρχές του μύθου, είναι το ερώτημα για τον σκοπό της ύπαρξης και για το νόημα της ζωής γενικά και ειδικότερα της ανθρώπινης ζωής. Με δεδομένο ότι η ζωή γενικά προέκυψε από άπειρα τυχαία ‘παιγνίδια’ της ύλης και της ενέργειας, δηλαδή των φυσικών στοιχείων, χημικών αντιδράσεων και φυσικών συνθηκών στα πλαίσια των ιδιοτήτων, περιορισμών και δυνατοτήτων της ασύνειδης Φύσης με τα χαρακτηριστικά της Βιόσφαιρας, που κατάληξαν στα πρώτα μονοκύτταρα (RNA) που με το πείσμα τους και την προσαρμοστικότητά τους κατάφεραν μετά από πολλές περιπλανήσεις, περιπέτειες και εξελίξεις να μεταλλαχτούν και να μετεξελιχθούν σε πολυκύτταρους ζωντανούς οργανισμούς (DNA) που συναποτελούν το δέντρο της ζωής. Όλη αυτή η σειρά των τυχαιοτήτων, που στην ουσία δεν πρόκειται για τυχαιότητες, αλλά για νομοτέλειες του τύπου ‘εάν – τότε’, αποκαλύπτονται στο τέλος κάθε διαδικασίας ως σταθεροί και άκαμπτοι φυσικοί νόμοι που ορίζουν την εμφάνιση, την εξέλιξη και τη διαφοροποίηση της ζωής στον πλανήτη σε τομείς, κλάδους, είδη και ‘οικογένειες’.
Από έναν τέτοιο κλάδο προήλθε σταδιακά ο άνθρωπος και όπως είναι φυσικό κανένας δεν θα μπορούσε να αποδώσει έναν σκοπό στην ύπαρξη και ένα νόημα στη ζωή των ανθρωπίδων, εκτός από το νόημα που θα μπορούσε να δώσει η ίδια η ζωή στον εαυτό της, ως ύπαρξη σε διαρκή μετάβαση από το μη-έλλογον ζώον στο έλλογον μη-ζώον. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι σκοπός και νόημα πηγάζουν από την κάθε φορά συγκεκριμένη πραγματικότητα και συνεπώς αλλάζουν και εξελίσσονται μαζί της. Αν βέβαια η ίδια η ζωή γενικά και σε όλες τις μορφές της δεν έκανε με αυτό που αποκλήθηκε ‘ένστικτο της αυτοσυντήρησης’, ή «νικηφόρα επαφή με το περιβάλλον»[3], εκατομμυριόχρονες, σκληρές, επίμονες και επίπονες προσπάθειες, προκειμένου να επιβιώσει, να εξελιχθεί και να διαιωνίσει την ύπαρξή της, γεγονός που μαρτυράει ότι κάθε μορφή ζωής έχει έναν σκοπό που δίνει νόημα στην ύπαρξή της, κι αυτό δεν είναι παρά η χαρά της επιβίωσης μέσω της προσαρμογής και της εξέλιξης. Όσα άτομα ή και είδη μορφών ζωής δεν κατανόησαν την επιβίωσή τους ως νόημα και στόχο της ύπαρξής τους, χάθηκαν επειδή ακριβώς δεν ‘είχε νόημα η ζωή τους’. Η έλλειψη νοήματος της ζωής και της ύπαρξης συνδέεται συνήθως με την έλλειψη αγάπης προς τον εαυτό μας, προς τον συνάνθρωπό μας, προς όλες τις μορφές ζωής με τις οποίες η δική μας ύπαρξη και ζωή βρίσκεται σε θετική αλληλοσυσχέτιση με τη δική τους ύπαρξη και ζωή.
Το γεγονός μάλιστα ότι η αλληλοσυσχέτιση της ύπαρξης της μιας μορφής ζωής με την ύπαρξη πολλών, αν όχι όλων, από τις άλλες μορφές ζωής διευρύνει το νόημα της ύπαρξης της κάθε μιας ξεχωριστά και όλων των μορφών ζωής μαζί, που σημαίνει ότι όλες οι μορφές ζωής υπάρχουν για την κάθε μια ξεχωριστά και για όλες τις υπόλοιπες. Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το νόημα κάθε μορφής ζωής, και προφανώς μιλάμε ακόμα και για μορφές ζωής που δεν έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους, διευρύνεται πέρα από την χαρά της ύπαρξης, στην ευτυχία της ισορροπίας της συνύπαρξης, της προσφοράς της μιας προς τις άλλες και της συμπληρωματικότητας μεταξύ τους. Μιλάμε τελικά για την ‘ηθική της υπόληψης του ανθρώπου έναντι όλων των άλλων μορφών της ζωής που αναπτύσσονται στην (μοναδική κοινή) πατρίδα-Γη, ως παραδοχή της κοινής μοίρας που έχουμε με τα άλλα ανθρώπινα αλλά και μη ανθρώπινα όντα και ως αναγνώριση της αξιοπρέπειας ενός προσώπου ή ενός ζώου, θέση και στάση που μπορεί να περιορίσει, ακόμα και να εξαφανίσει το φάσμα της αποανθρωποποίησης που πλανάται πάνω από τις ζωές μας’[4].
Η προσέγγιση του νοήματος της ανθρώπινης ζωής φαντάζει προφανώς ευκολότερη, κι αυτό επειδή οι άνθρωποι είναι έλλογα όντα που έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους επειδή μπορούν να σκέπτονται, να εκφράζονται, να επιθυμούν, να θέλουν και να προσπαθούν με οράματα και αγώνες να δώσουν ένα επιπλέον νόημα στη ζωή τους κάνοντάς την όλο και καλύτερη και καθολικά ευτυχισμένη, μέχρι την κοινωνική ισότητα από το τοπικό μέχρι το οικουμενικό επίπεδο. Αυτή η διαφοροποίηση των ανθρώπων, από τα μη-έλλογα όντα, και η σταδιακή εξέλιξή τους διαφοροποιεί προφανώς και τα επίπεδα στόχων της εξελισσόμενης ζωής τους που αντιστοιχούν σε διαφοροποιημένα, ανάλογα με τον βαθμό της συνείδησης και της ποιότητας της ζωής, επίπεδα νοήματος ζωής. Όλα αυτά από μόνα τους περιγράφουν με σαφήνεια το νόημα της ζωής των ανθρώπων και απαντούν τόσο οντολογικά όσο και δεοντολογικά στα, τουλάχιστον περίεργα, ερωτήματα, όπως «προς τί ο άνθρωπος;», ή «το ανόητο της ενθάδε ύπαρξης», που σκοπίμως όσο και ανοήτως τίθενται και παραπέμπουν σε εξουσιαστικές, εκμεταλλευτικές και μηδενιστικές ιδεολογίες και σε σκοταδιστικές και θανατόφιλες θρησκευτικές σωτηριολογικές αντιλήψεις περί ματαιότητας της πραγματικής γήινης ζωής σε αντίθεση με την καλοστημένη απάτη περί της υποτιθέμενης ‘αθανασίας δια της υποτιθέμενης μεταθανάτιας ζωής’.
Η αντίληψη που θέλει το νόημα της ύπαρξης και της ζωής να έρχεται απ’ έξω, οδηγεί στην αυτοάρνηση της Εαυτότητας και της ίδιας της ζωής προς χάρη της, δια της στέρησης και του θανάτου, αφοσίωσης σε κατασκευασμένα, από σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία, φετίχ της εκάστοτε εξουσίας[5] μη-όντα, όπως ‘θεούς’, μεσσίες, προφήτες και λοιπά σκιάχτρα, αποτελεί δόλο και έγκλημα που μόνο κατατρομαγμένες υπάρξεις, νοσηρούς και αδαείς κρετίνους μπορεί να φοβίσει και τελικά να πείσει. Μάλιστα η ιδέα ότι ο υποτιθέμενος ‘θεός δημιουργός μας’, μας άφησε έρμαια στα χέρια αγυρτών, απατεώνων, εκμεταλλευτών, αποικιοκρατών, ιμπεριαλιστών και μακελάρηδων για να δοκιμάσει την πίστη μας σ’ αυτόν, η οποία κατά τον υποτιθέμενο ‘Απόστολο των Εθνών’[6], ταυτίζεται στην ουσία με την υποταγή μας στο σύστημα της ανισότητας, της αδικίας, της πείνας, της ανηθικότητας, του πολέμου και του εξανδραποντισμού, δεν αποκαλύπτει μόνο την πανουργία των θεοκατασκευαστών, αλλά και την αντιφατικότητα, την ποταπότητα και την ανυπαρξία των υποτιθέμενων ‘παντοδύναμων και πανάγαθων’ κατασκευασμάτων που ως παρένθετοι σαδιστές ηδονίζονται βασανίζοντας τα υποτιθέμενα ‘δημιουργήματά τους’ με κατάληξη τη μεγιστοποίηση του πλούτου των λίγων σε βάρος των πολλών.
Σε επίπεδο διαχρονικής εξουσιαστικής ελίτ, κάποιοι που γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι ο θρησκευτικός μύθος περί αθανασίας τάχα της ψυχής και αιώνιας μεταθανάτιας ζωής, ήταν μια παγίδα για τους αμαθείς και φτωχούς, στράφηκαν προς την επίτευξη της αθανασίας μέσω της αλχημείας, της αποκρυφιστικής ψευδοεπιστημονικής τεχνουργίας και πρακτικής δια της οποίας επεδίωκαν την ανακάλυψη της ‘φιλοσοφικής λίθου’, μιας μυθικής ουσίας, μέσω της οποίας θεωρούσαν ότι θα πετύχαιναν, αφενός, την μετατροπή των μη πολύτιμων μετάλλων σε χρυσό και την παρασκευή του ελιξίριου της ζωής που θα εξασφάλιζε την αθανασία, αφετέρου. Πρόκειται προφανώς για πνευματική σύγχυση που καταλήγει σε παράνοια, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα ως διαδικασία παρασκευής ‘φαρμάκων’ ή ακόμα και ως ‘μετανθρωπιστική αναβάθμιση’ του υποτιθέμενου ‘ατελούς ανθρώπου’ δια της ψηφιοποίησης και της ‘τεχνητής νοημοσύνης’, που θα εξασφάλιζαν τάχα την ‘αθανασία’, την οποία κάποιοι θολωμένοι, νευρωτικοί και ξεστρατισμένοι επιστήμονες την θεωρούν ακόμα και σήμερα ως μοναδικό σκοπό της ζωής τους, ή μήπως της ζωής των άλλων, ερήμην των άλλων;
Μια αποκρυπτογράφηση αυτής της αντίληψης αποκαλύπτει ότι κάποιοι ελάχιστοι ονειρεύονται, εξασφαλίζοντας προνομιακά την ‘αθανασία τους’ να γίνουν οι αιώνιοι ιδιοκτήτες του κόσμου, περιορίζοντας τις γεννήσεις και διευκολύνοντας, με πολέμους και πανδημίες, τον θάνατο των ‘πλεοναζόντων’, με σκοπό να μετατρέψουν τον πλανήτη Γη σε ιδιωτικό τους παράδεισο, πράγμα που ξεπερνά την έννοια της χίμαιρας και εγγίζει τα όρια του σχιζοφρενικού εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού.
Να σημειωθεί ότι για εκατομμύρια χρόνια, από τότε που κάποια ζώα φιλοδόξησαν να αναμετρηθούν με τις ατομικές και ομαδικές αδυναμίες τους, που εμπόδιζαν την επιβίωσή τους και να μετεξελιχθούν σε συλλογικούς δημιουργούς της ζωής τους, το νόημα της ζωής τους αναβαθμίστηκε από το επίπεδο της επισφαλούς ‘χαράς της απλής επιβίωσης’ σε κάποιο ανώτερο επίπεδο ασφαλούς διαβίωσης και ευτυχίας. Πράγμα που έγινε κατορθωτό χάρη στην συνεχώς διευρυνώμενη συνεργασία και στις εμπειρίες της, στην λειτουργική βελτίωση των άκρων με την όρθια στάση και την απόκτηση χρήσιμων δεξιοτήτων, στην εξέλιξη του εγκεφάλου, της γλώσσας και της επικοινωνίας, στην αλληλεγγύη και στην αμεσοδημοκρατικά αναλογική ισοκατανομή της προσφοράς με βάση τις δυνατότητες και των απολαβών με βάση τις ανάγκες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες της κοινής αμεσοδημοκρατικής προσπάθειας το νόημα της ανθρώπινης ζωής προσδιορίζονταν με όρους κοινωνίας, με όρους Εμείς, ως ενιαίο Όλον και κοινωνικής ισότητας[7]. «Ως ανθρώπινα όντα, έχουμε μια κοινή κληρονομιά σχετικά με το πώς ζούμε μεταξύ μας, η οποία έχει διαμορφωθεί από την φυσική επιλογή. Η κληρονομιά αυτή μας παρέχει έναν μηχανισμό για να εγκαταλείψουμε την αποκτηνωτική προοπτική που ευνοεί τη διαφορά. Είμαστε ίδιοι με τους συνανθρώπους μας κατά πολλούς θεμελιώδεις τρόπους. […] Όλοι οι άνθρωποι βρίσκουν νόημα στον κόσμο, αγαπούν την οικογένειά τους, απολαμβάνουν την παρέα των φίλων τους, μαθαίνουν ο ένας από τον άλλον αξιόλογα πράγματα και συνεργάζονται. Κατά την άποψή μου η αναγνώριση αυτής της κοινής ανθρωποσύνης καθιστά δυνατό για όλους μας να διάγουμε μια πιο όμορφη και ενάρετη ζωή» [8].
Τα γενικά και αφηρημένα ερωτήματα και τα σχετικά προβλήματα αναφορικά με το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής δεν καταγράφηκαν και δεν απασχόλησαν τις αρχέγονες κοινωνίας της ισοκατανομής, αλλά και δεν υπάρχουν στις σύγχρονες πρωτόγονες κοινωνίες που δεν έχουν σχέση με τον ‘λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο’. Θεωρητικά και πρακτικά αρχίζουν να εμφανίζονται ταυτόχρονα με την εμφάνιση της de facto αρχικά και στη συνέχεια της de jure ατομικής ιδιοκτησίας[9] πάνω σε τμήματα της κοινοτικής γης και σε ανθρώπους, γεγονός που ιστορικά συμπίπτει με την εμφάνιση της οργανωμένης κρατικής εξουσίας και των οργανωμένων θρησκειών[10].
Όλες ανεξαίρετα οι θρησκείες, οι ιδεολογίες, οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες και οι εξουσίες καλλιεργούν την τυφλή πίστη, την υποταγή και την δουλοφροσύνη και προσπαθούν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο να μας πείσουν ότι η ζωή μας αποκτά νόημα με το να τις υπηρετούμε[11] ως αρνητές του εαυτού μας και ως μαζοχιστικά όντα που ‘λατρεύουν’ άδικους, παράλογους, σκληρούς και τιμωρούς θεούς, αλλά και τους βασανιστές και εκμεταλλευτές συνανθρώπους τους που ως ατομικοί ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής λεηλατούν τις ζωές τους. [12]. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης περί τάχα ανύπαρκτου νοήματος της ζωής, ήταν και παραμένει η ζωή μας να μην μας ανήκει, κι εμείς τυφλά ενεργούμενα, αιχμάλωτοι μιας κακόβουλης ψευδαίσθησης και άβουλοι να καταλήγουμε να ανήκουμε σε κάποιον απατεώνα, αγύρτη πολιτικό ή θρησκευτικό ‘ποιμένα’, βιώνοντας, ως σκιές του εαυτού μας, μια ζωή χωρίς νόημα, την απόλυτη αλλοτρίωσή μας. Μια προσεκτική παρατήρηση, είναι βέβαιο ότι, θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι κάθε είδους αυτόκλητος επαγγελματίας νοηματοδότης της ζωής των άλλων κινείται από δόλο για να αποσπάσει από τα θύματά του οφέλη για τον εαυτό του και η ιστορία διδάσκει ότι πίσω από όλους αυτούς βρίσκεται η μοναδική αιτία που μετακινεί πλούτο από τους πολλούς προς τους λίγους με κατάληξη την δημιουργία ακραίων ανισοτήτων κι’ αυτή η αιτία είναι η ακόρεστη ατομική ιδιοκτησία, η οποία, ως γκλαμουριά και ψευδαίσθηση, δύναμη και εξουσία, έχει καταφέρει να εμφανίζεται και ως ‘νόημα ζωής’ πολλών συνανθρώπων μας.
Πολλοί, συνήθως, επαγγελματίες των θρησκειών, θεολόγοι και θεολογούντες, παπαδαριά και καλογέροι, υποστηρίζουν ότι τάχα ‘ο άνθρωπος χρειάζεται την θρησκευτική πίστη, ως παρηγοριά και αποκούμπι απέναντι στις δυσκολίες της ζωής και τις αδικίες της κοινωνίας’. Πρόκειται φυσικά για την μεγαλύτερη απάτη, γιατί αν το κεφάλι των πιστών δεν το είχαν γεμίσει τα σκοταδιστικά και τα εξουσιαστικά ιερατεία με άχρηστες γνώσεις, πνευματικά σκουπίδια και ναρκο-ιδέες που τους καθιστούν εθελόδουλα ‘ποίμνια’, θα γέμιζε μέσω των δικών τους βιωμάτων, εμπειριών και επεξεργασιών με επιστημονικά έγκυρες και κοινωνικά χρήσιμες γνώσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα κατέληγαν στην μοιρολατρία, αλλά θα γνώριζαν πώς ‘οι δυσκολίες της ζωής και οι αδικίες της κοινωνίας’ δεν λύνονται με τις προσευχές στα κακότεχνα φετίχ της εξουσίας, τους λεγόμενους θεούς, αλλά με τον αυτοσεβασμό, την αυτοπεποίθηση, την συνεργασία, την αλληλεγγύη και με τους κοινωνικούς αγώνες για την κατάκτηση της κοινωνικής ισότητας και του αταξικού ουμανισμού[13]. Οπότε σε συνθήκες κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης και άμεσης δημοκρατίας δεν χρειάζονται προσευχές και μετάνοιες, κομποσκοίνια, λιβανίσματα, ‘στεναγμοί’, υποκριτικές παρηγοριές και εξουσιαστικά αποκούμπια για καταπιεσμένους, γιατί απλούστατα δεν θα υπάρχουν καταπιεσμένοι, αφού θα είχε καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και το κεφάλαιο που γεννούν και θρέφουν υποκριτές, λαϊκιστές, καταπιεστές, ρατσιστές, ιμπεριαλιστές και φασίστες.
Στα πλαίσια της άθλιας και τόσο θολής πραγματικότητας, όπως αυτή που χαρακτηρίζει την σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα, προκύπτουν συχνά ακραίες καταστάσεις που αποκαλύπτουν την σχετικότητα και την ανεδαφικότητα τέτοιων ψευδονοημάτων ζωής και αναδείχνουν ότι το πρώτιστο και σημαντικότερο νόημα ζωής είναι η επιβίωση, η διασφάλιση της οποίας όμως χρειάζεται μεγάλα αποθέματα δύναμης[14], που στους εθισμένους στα υποκατάστατα νοημάτων ζωής έχουν εξαντληθεί με αποτέλεσμα να μην καταφέρνουν να επιβιώσουν. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική γιατί η αποφασιστική πλειονότητα των ανθρώπων δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα σχετικά με το νόημα της ζωής τους, όπως αποδείχνει ο διαχρονικός, επίμονος, επίπονος και ασυμβίβαστος αγώνας τους για κοινωνική ισότητα, για έναν κάθε φορά καλύτερο κόσμο, αλλά με την ζωή την ίδια σε καπιταλιστικές συνθήκες. Όλα ανεξαίρετα τα ανθρώπινα όντα είμαστε, μέσα από την διαδικασία φυσικής επιλογής, αναγκασμένα, και με αυτήν την έννοια κατά κάποιον τρόπο προγραμματισμένα, να συγκροτούμε κοινωνίες, να συνεργαζόμαστε, να συμβιώνουμε ειρηνικά και να είμαστε αλληλέγγυοι για να επιβιώνουμε και για να ζούμε ευτυχισμένοι, διαφορετικά δεν θα επιβιώναμε ως είδος και αν σπάσουμε σε μόνιμη βάση αυτόν τον κώδικα ειρηνικής συνύπαρξης και συμβίωσης θέτουμε αυτόματα σε κίνδυνο όχι μόνο την ευτυχία μας ως άτομα και ως κοινωνίες, αλλά και την ίδια την οντολογική επιβίωσή μας ως είδος.
Αυτός ο αγώνας για την κοινωνική ισότητα και την οικουμενική ειρήνευση έρχεται ως απάντηση στο τάχα αιώνιο ερώτημα αναφορικά με ‘το νόημα της ζωής’, αλλά και ως κατάθεση ότι το νόημα της ανθρώπινης ζωής δεν είναι να λατρεύει και να υπηρετεί ‘θεία σκιάχτρα’, απάνθρωπες και καταστροφικές ιδεολογίες και εξουσίες, ούτε βέβαια να παράγει άναρχα, σπάταλα και άσκοπα για να καταναλώνει βουλιμικά ως ‘οικόσιτο ζώο’, να σκοτώνεται και να σκοτώνει, πράγμα που σημαίνει ότι δεν στερούμαστε νοήματος ζωής, αλλά εκείνο που στερούμαστε είναι η ζωή μας η ίδια. Κι αυτό επειδή επειδή το κεφάλαιο και η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής λεηλατούν τις ζωές μας, πράγμα που μεθοδικά και σκόπιμα μας αναγκάζει να αγωνιζόμαστε συνέχεια για την ύπαρξή μας, για να πάρουμε πίσω τις ζωές που μας στερούν, για την απλή επιβίωσή μας, αντί να εργαζόμαστε για μια καλύτερη, άνετη, δημιουργική, ειρηνική και ευτυχισμένη ζωή. «Η επιστημονική ανθρωπολογία αρχίζει τώρα να διατυπώνει τις πρώτες απαντήσεις στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος είναι μια ανοικτή οντότητα, μια προσωπικότητα και το σύνολο των σχέσεων του διαμορφώθηκε στην φύση, στην ιστορία, στην εξέλιξη των κοινωνιών και των πολιτισμών. Προχωράει μέσα σε έναν ανθρώπινο κόσμο, προς μια απελευθερωτική τεχνολογία, προς την δημιουργία και τη μεταμόρφωση του ανθρώπου στον χρόνο. Από που ήρθαμε; Ποιοι είμαστε και που πηγαίνουμε; Ήρθαμε από την ιστορία, είμαστε άνθρωποι και πηγαίνουμε να συναντήσουμε τους εαυτούς μας. Αυτά είναι τα προλεγόμενα της επιστημονικής ανθρωπολογίας στον σοσιαλιστικό ουμανισμό, στην φιλοσοφία του ανθρώπου, στην φιλοσοφία της ελευθερίας του ανθρώπου. […] Η ουσία του ουμανισμού δεν είναι η αύξηση του υλικού πλούτου. Είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου και η απελευθέρωσή του»[15]. Να μια ακόμα ωραία και κατανοητή απάντηση για τον λόγο της ύπαρξης και για το νόημα της ζωής. Νόημα της ύπαρξης και της ζωής, τελικά, είναι η ίδια η ύπαρξη και η ζωή ως προοπτική και ο αγώνας για μια καλύτερη προοπτική της ύπαρξης και της ζωής.
Για την ματαιότητα, δεν χρειάζεται μετά από όσα προηγήθηκαν να πει κανείς πολλά, γιατί τα είπε όλα ο Max Stirner με το ένα εξαίρετο και μοναδικό βιβλίο του ‘Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του’: «Η ηθικότητα είναι ασυμβίβαστη με τον εγωισμό, επειδή η πρώτη δεν δίνει εγκυρότητα σ’ εμένα, αλλά στον άνθρωπο μέσα σ’ εμένα. Όμως αν το κράτος είναι μια κοινωνία ανθρώπων, κι’ όχι μια ένωση από Εγώ, από τα οποία το καθένα βλέπει μόνο τον εαυτό του, τότε το κράτος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ηθικότητα και πρέπει να επιμένει σ’ αυτήν. Συνεπώς εμείς οι δυο, το κράτος κι’ εγώ, είμαστε εχθροί. Εγώ ο εγωιστής δεν έχω στην καρδιά μου την ευημερία αυτής της ‘ανθρώπινης κοινωνίας’. Δεν θυσιάζω τίποτα σ’ αυτήν, μόνο την χρησιμοποιώ. Για να μπορώ όμως να την χρησιμοποιώ πλήρως την μετατρέπω σε ιδιοκτησία μου και δημιούργημά μου, δηλαδή την εκμηδενίζω και σχηματίζω στην θέση της την ένωση των εγωιστών»[16]. Αν τώρα αυτή περιγραφή της ματαιότητας που έρχεται από το μακρινό 1844 μοιάζει τόσο επίκαιρη, αυτό προφανώς δεν οφείλεται στο Στίρνερ, αλλά στο γεγονός ότι και τότε και τώρα ‘οι μοναδικοί και εξ’ ορισμού κλέφτες με την ιδιοκτησία τους[17]’, ως ένωση καπιταλιστών, χρησιμοποιούν πλήρως και αποκλειστικά για τον εαυτό τους την ανθρώπινη κοινωνία, επιβάλλοντάς της την απάνθρωπη και ανήθικη ανισότητα.
Προεκτείνοντας τον συλλογισμό του Στίρνερ θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όσοι διερωτώνται για τον λόγο της ύπαρξης και για το νόημα της ζωής, είναι άνθρωποι που επέτρεψαν στους θεσμούς και στις δομές του κεφαλαίου να τους αναγκάσουν να ζουν μάλλον στο θλιβερό περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας, κρυμμένοι και αόρατοι σε κάποια βολική σκοτεινή γωνιά και ξεμοναχιασμένοι με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα επιβιώσουν. «Όπου, όμως, οι άνθρωποι ζουν μόνοι, εργάζονται μόνο εκεί που υπάρχουν άδεια βράδια, άδεια σαββατοκύριακα, γιορτές που μοιάζουν καθημερινές, με μεγάλα κενά αδράνειας και σχέσεων, ατεκνίας, απουσία προοπτικής , πέρασμα του χρόνου δίχως σχέδιο, εκεί όπου οι μήνες και τα χρόνια περνάνε δίχως δράση, αποστολή και πρόθεση, όπου οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν προς τα που πηγαίνουν και τι τους περιμένει, εκεί μεγαλώνουν οι ζώνες της αχρονίας»[18]. Όσοι όμως δεν αγωνίστηκαν και δεν αγωνίζονται ως Εγώ εντός κάποιου Εμείς για την καταξίωση της ζωής, όσοι, δηλαδή, δεν έχουν ιστορία, συνεπώς ούτε και όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, φέρονται σαν να είναι η ζωή τιμωρία και η ανθρωπότητα ‘αρρώστια του πλανήτη’, που σημαίνει ότι γι’ αυτούς ύπαρξη και ζωή στερούνται νοήματος. Αντίθετα όσοι ‘έχουν ιστορία’ και όραμα για έναν κόσμο της κοινωνικής ισότητας αγωνίζονται για να κάνουν, στα πλαίσια του Εμείς, τη ζωή τους καλύτερη, σε συνθήκες κοινωνικής ισότητας και ευγνωμονούν το ότι υπάρχουν και δίνουν νόημα και περιεχόμενο στην ζωή τους.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο οι λαοί που αγωνίστηκαν για την ήττα του ναζισμού περίμεναν ότι οι νικήτριες δυνάμεις θα διόρθωναν την παλιά αστική δημοκρατία με μια πιο σύγχρονη, πιο δίκαιη και πιο κοντά στην κοινωνική ισότητα δημοκρατία. Γελάστηκαν, γιατί οι νικητές ‘σύμμαχοι’ κατά του φασιστικού ιμπεριαλιστικού πολέμου, που μοιράστηκαν τον κόσμο, με μια ιμπεριαλιστική ειρήνη ερήμην και κατά των λαών, σχεδιάζοντας πάνω σε μια χαρτοπετσέτα, όπως οι κουρσάροι και οι ληστές μοιράζονται τη λεία τους, ξανάδωσαν ζωή στο κεφάλαιο αναθέτοντάς του την ανόρθωση των καταστραμμένων οικονομιών και χωρών, προσφέροντας στους εργαζόμενους δουλεία, πολλή και σκληρή δουλειά, γιατί χωρίς αυτήν δεν παράγονται κέρδη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες έγιναν κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο η φυγή από το χωράφι που παράγει τροφή, γιατί τα καινούργια μεγάλα εργοστάσια χρειάζονταν πολλούς και ανειδίκευτους εργάτες με αποτέλεσμα μια δύσμορφη, στρεβλή, αντικοινωνική και αναποτελεσματική οικονομία και μια τραγελαφική κοινωνία ξεριζωμένων και εξαθλιωμένων ανθρώπων, σκιές του εαυτού τους. Κι’ επειδή τα εργοστάσια και το εμπόριο χρειάζονταν τώρα, πέρα από ανειδίκευτους εργάτες και πολλά ειδικευμένα στελέχη, οι σπουδές μετακινήθηκαν από τα αστικά σαλόνια προς τα λαϊκά στρώματα και από διαδικασία παιδείας περιορίστηκαν σε επαγγελματική εκπαίδευση, σε ευκαιρία για ‘μια καλύτερη ζωή’, αλλά όπως αποδείχτηκε μόνο για λίγους. Αποτέλεσμα αυτής της τσαπατσουλιάς ήταν το ‘ακαδημαϊκό προλεταριάτο’, το οποίο η παραδοσιακή αριστερά το είδε ως ευκαιρία και όχι ως απειλή, με αποτέλεσμα την πολυδιάσπαση του ενιαίου λαϊκού κινήματος κατά του καπιταλισμού σε πολλά επιμέρους ανταγωνιστικά μέχρι και εχθρικά μεταξύ τους κινήματα σφραγίδες κομματικές και κρατικές, βολικές για το κεφάλαιο και ανασχετικές για τους κοινωνικούς αγώνες για την υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το καινούργιο κοινωνικό μοντέλο απαιτούσε: ‘Να αποκτήσεις πτυχία για να μπορείς να πουλήσεις ακριβά το τομάρι σου’ ως στέλεχος σε κάποιο εργοστάσιο, σε κάποια εταιρεία ή στο ‘δημόσιο’, να βολευτείς με έναν ‘καλό γάμο’ που ‘θα σε περάσει απέναντι’ κι’ έτσι να βρεις το νόημα της ζωής στον γενιτσαρισμό, στη λήθη του ξεριζωμού, στη δουλοφροσύνη, στον καθωσπρεπισμό και στην προκλητική κατανάλωση. Όλα αυτά τα εκφυλιστικά φαινόμενα δημιούργησαν τους όρους ανάπτυξης του εργατοπατερισμού, του αγροτοπατερισμού, του πολιτικαντισμού και του ‘πάση θυσία’ καριερισμού, που αλλοίωσαν το νόημα της ζωής της ‘κοινωνικής αφρόκρεμας’, με αντάλλαγμα τα ‘τριάντα αργύρια’ της προδοσίας της κοινωνικής αποστολής τους.
Κι αυτό θα συμβαίνει μέχρι το νόημα της ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας και της ανθρωπότητας συνολικά να καταστεί αταξική ουμανιστική επαναστατική ιδέα, όραμα και αγώνας[19] που θα εκτοπίσει την καπιταλιστική ματαιότητα, για να μπορέσει η ανθρώπινη ζωή να ολοκληρωθεί, ως ιστορική κοινωνικότητα και άδολη, διαχρονική ατομική, συλλογική, πανανθρώπινη και οικουμενική αγάπη της ανθρώπινης ύπαρξης προς την ύπαρξη την ίδια ως Όλον, σε αμεσοδημοκρατικές κοινωνίες, κυψέλες νοήματος για μια ζωή χωρίς ματαιοδοξία και ψευδαισθήσεις.
Πέραν όλων τούτων υπάρχει και το γεγονός ότι, ο άνθρωπος ως οργανικός κόσμος, όπως και ο ανόργανος, αποτελείται από τα ίδια φυσικά στοιχεία από τα οποία αποτελείται και τον Σύμπαν, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαστε δημιούργημα κάποιου δόλιου μη-όντος-‘δημιουργού’, αλλά αστρόσκονη[20] οργανωμένη σε πολυσύνθετες υλοενεργειακές συνθέσεις και φυσικοχημικές ενώσεις, βασανιστικά εξελιγμένες σε έλλογες μορφές με συνείδηση όχι απλά της ύπαρξής τους, αλλά ως ανώτερη μορφή έκφρασης, ως οικουμενικός ουμανιστικός Λόγος και ως Συνείδηση του ίδιου του αναρχοατελεύτητου και μεγαλοπρεπούς Σύμπαντος. Αυτό και μόνο το γεγονός τόσο ως πραγματικότητα, ιστορία και πολιτισμός καθιστά περιττή κάθε συζήτηση περί έλλειψης τάχα και αναζήτησης νοήματος της ζωής και της ύπαρξης. Και μόνο το γεγονός της συμπαντικής μας ουσίας και ταυτότητας δικαιολογεί την περιφρόνησή μας, για να μην πω και τον χλευασμό, κάθε συνειδητής και σκόπιμης απόπειρας των δυνάμεων της καπιταλιστικής βαρβαρότητας να αποπροσανατολίσουν με τέτοιες και τόσες σαθρές ανοησίες περί έλλειψης σκοπιμότητας και νοήματος της ύπαρξης και της ζωής, τις δυνάμεις της εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού από την διαχρονική στρατηγική τους για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου[21], που στις μέρες μας, στον 21ο αιώνα, είναι, χάρη στους διαχρονικούς αγώνες τόσων γενεών, αναγκαία, εφικτή και αναπόφευκτη.
[1] Dionys Mascolo, (1916-1997). Iταλογάλλος αντιστασιακός, πολιτικός ακτιβιστής και δοκιμιογράφος.
[2] Ο Zygmunt Bauman, (1925-2017), ήταν Πολωνός κοινωνιολόγος.
[3] Άντλερ Άλφρεντ, Το νόημα της ζωής, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1974, σελ. 85.
[4] Για μια σε βάθος προσέγγιση του θέματος βλέπε: Pelluchon Corine, Ηθική της Υπόληψης, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2019.
[5] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
[6] «Κάθε άνθρωπος, ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας της πολιτείας, τους άρχοντας δηλαδή, που είναι φορείς αυτής της εξουσίας, (εφ’ όσον αι εντολαί των δεν αντίκεινται στο θέλημα του Θεού) διότι δεν υπάρχει εξουσία μέσα εις την κοινωνίαν, που να μη απορρέη από τον Θεόν,·οι άρχοντες, που ασκούν σήμερον τας εξουσίας, έχουν ταχθή από τον Θεόν (έστω και κατ’ ανοχήν). Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτίθεται εις την διαταγήν του Θεού δι’ αυτό δε και όσοι αντιτάσσονται θα επισύρουν επάνω τους την τιμωρίαν, που τους πρέπει. Διότι οι άρχοντες (εφ’ όσον διατάσσουν το ορθόν) δεν εμπνέουν φόβον διά τα καλά έργα, που υποβοηθούν την ζωήν και την πρόοδον της κοινωνίας, αλλά διά τα κακά έργα και τους κακούς, θέλει δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν των αρχόντων; Πράττε το αγαθόν και θα έχης έπαινον από αυτούς. Διότι ο άρχων είναι υπηρέτης του Θεού διά το αγαθόν, το ιδικόν σου και των άλλων. Εάν όμως πράττης το κακόν, τότε να φοβήσαι, διότι δεν φέρει ματαίως και ανωφελώς ο άρχων την μάχαιραν, το δικαίωμα δηλαδή να δικάζη και να τιμωρή. Την φέρει δια να επιβάλλη τιμωρίας, και τας πλέον αυστηράς ακόμη, διότι είναι υπηρέτης Θεού, εκδικητής υπέρ του αγαθού και εναντίον του κακού, διά να επιβάλλη την πρέπουσαν τιμωρίαν στους κακοποιούς και παραβάτας. Δι’ αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε, όχι μόνον διά τον φόβον της τιμωρίας, αλλά και από σεβασμόν προς την συνείδησίν σας, η οποία επιβάλλει, όπως και ο Θεός διατάσσει, αυτήν την υποταγήν. Δι’ αυτό άλλωστε και καταβάλλετε φόρους στους άρχοντας, διότι αυτοί είναι υπηρέται του Θεού, που αφήκαν κάθε άλλο ατομικόν των έργον, διά να ασχολούνται και επαγρυπνούν συνεχώς εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντός των. Λοιπόν να αποδίδετε εις όλους αυτούς, που κατέχουν εξουσίας, τας οφειλάς σας· εις εκείνον που εισπράττει τον φόρον, αποδώσατε τον φόρον· εις εκείνον που έχει καθήκον να εισπράττη τον τελωνειακόν δασμόν, αποδώσατε αυτόν τον δασμό, εις εκείνον που του ανήκει ο σεβασμός, όπως είναι τα δικαστικά και εκτελεστικά όργανα της Πολιτείας, αποδώσατε τον σεβασμόν· εις εκείνον που κατέχει ανώτερα αξιώματα και του πρέπει ιδιαιτέρα τιμή, αποδώσατε αυτήν την τιμήν» (Παύλος, Προς Ρωμαίους Επιστολή, 13.1-7).
«Παρακαλώ λοιπόν πρώτον πάντων να κάμνητε δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, υπέρ βασιλέων και πάντων των όντων εν αξιώμασι διά να διάγωμεν βίον ατάραχον και ησύχιον εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (Παύλος, προς Τιμόθεο 2.1).
«Όσοι είναι υπό ζυγόν δουλείας, ας νομίζουσι τους κυρίους αυτών άξιους πάσης τιμής, διά να μη δυσφημήται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία. Οι δε έχοντες πιστούς κυρίους, ας μη καταφρονούσι αυτούς, διότι είναι αδελφοί, αλλά προθυμότερον ας δουλεύωσι» (Παύλος, προς Τιμόθεο, 6.1).
[7] Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον ουμανισμό. ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[8] Χρηστάκης Νικόλαος, Προσχέδιο. Οι εξελικτικές ρίζες μιας καλής κοινωνίας, ΚΑΤΟΠΤΡΟ, Αθήνα 2019, σελ. 23.
[9] Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας, εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.
[10] Βλέπε σχετικά: Morgan Lewis Henry, Η αρχαία κοινωνία, Αναγνωστίδης, Αθήνα χ.χ. καθώς επίσης και Morgan J., (Jacques de), Η πρωτόγονη κοινωνία. Μελέτη πάνω στη γενική προϊστορία της ανθρωπότητας, Αναγνωστίδης, χ.χ. Καθώς επίσης και Ένγκελς Φρίντριχ, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗ, Αθήνα 1979.
[11] «Χωρίς το ασκητικό ιδεώδες, ο άνθρωπος, το ζώο άνθρωπος, δεν είχε κανένα νόημα ως τώρα. Η ύπαρξή του πάνω στη γη δεν είχε κάποιο σκοπό, […] δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τον εαυτό του, υπέφερε μπροστά στο πρόβλημα του νοήματός του. […]. Ο άνθρωπος δεν απαρνιέται τον πόνο καθ’ εαυτόν, τον θέλει, τον επιδιώκει, αρκεί να του δείξουν το νόημα, τον σκοπό του πόνου αυτού. Η έλλειψη νοήματος του πόνου και όχι ο πόνος ήταν η κατάρα που βάραινε ως τώρα την ανθρωπότητα και το ασκητικό ιδεώδες του έδωσε νόημα, […] ήταν από κάθε άποψη το κατ’ εξοχήν ‘ελλείψει καλυτέρου’», Νίτσε Φρίντριχ, Η γενεαλογία της ηθικής, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 224-225.
[12] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Ο καπιταλισμός και το ‘Σύνδρομο της Στοκχόλμης’, https://classlessdemocracy.blogspot.com/2020/04/blog-post_19.html
[13] Λάμπος Κώστας, Κοινωνική αν/Ισότητα και αταξικός ουμανισμός. Δοκίμιο πολιτικής φιλοσοφίας της πράξης, υπό έκδοση.
[14] Βλέπε το ενδιαφέρον, και από προσωπική εμπειρία του συγγραφέα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ναζισμού, βιβλίο του Βίκτωρα Φράνκελ, Το νόημα της ζωής, ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2018.
[15] Σβιτάκ Ιβάν, Οι πηγές του σοσιαλιστικού ουμανισμού, στο: Σοσιαλιστικός ουμανισμός, στο: Φρομ Έριχ, (Επιμέλεια), Σοσιαλιστικός ουμανισμός, ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ, Αθήνα 1976, σελ. 47 και 48.
[16] Stirner Max, Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του, ΘΥΡΑΘΕΝ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 194.
[17] Stirner Max, Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του…, σελ. 11.
[18] Hillenkamp Sven, Negative Moderne. Moderne Strukturen der Freiheit und der Sturz ins Nichts, Klett-Cotta Verlag, Stuttgart 2016, σελ. 11.
[19] Βλέπε αναλυτικά, Lampos Kostas, Social in/Equality and Classless Humanism. An Essay on the political Philosophy of Praxis, ONTIMEBOOKS, London, 2020.
[20] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Είμαστε αστρόσκονη ζωντανεμένη στο μεγάλο Εργαστήριο της γήινης Βιόσφαιρας, http://classlessdemocracy.blogspot.gr/2017/07/blog-post.html
[21] Λάμπος Κώστας, Σκέψεις για μια οικονομία της ισότητας και της ελευθερίας, στο συλλογικό: Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός. Να θεμελιώσουμε τον πολιτισμό της κοινωνικής ισότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ 2020.