Άτομο,
ατομική ιδιοκτησία και ο μύθος περί ελευθερίας και ασφάλειας
Το γεγονός της ατομικής ιδιοκτησίας σε
παγώνει για πάντα
στο «Εγώ» και σε διώχνει για πάντα από
το «Εμείς».
Αν είμαι ό,τι
έχω και αν ό,τι έχω έχει χαθεί,
τότε ποιος
είμαι;
Η
ιδιοκτησία σκλαβώνει. Ανήκεις
σε ό,τι
σου ανήκει.
Με τον όρο ατομική
θεωρία στη Φυσική, οι
θεμελιωτές της Λεύκιππος και Δημόκριτος, στην προσπάθειά τους να
εξηγήσουν τη λειτουργία της Φύσης και του κόσμου, υποστήριξαν πως η ύλη, άρα και ο
κόσμος, συγκροτείται από άπειρο πλήθος στοιχειωδών αδιάσπαστων, άτμητων σωματιδίων.
Έκτοτε αυτή η θεωρία επιβεβαιώνεται απόλυτα, εμπλουτίζεται συνεχώς και
συμπληρώνεται από τη σύγχρονη επιστήμη. Ας κρατήσουμε μόνο δύο έννοιες, ότι ο
κόσμος αποτελείται από άτομα και ότι τα άτομα δεν επιδέχονται
περαιτέρω τομή και αλλοίωση της οντότητάς τους, διευκρινίζοντας ότι η
«σχάση, η διάσπαση του ατόμου» δεν είναι τομή σε μικρότερα άτομα, αλλά βίαιη
μετατροπή της ύλης σε ενέργεια.
Ο Αριστοτέλης, όπως είναι γνωστό,
υποστήριζε ότι «το Όλον είναι πρότερο από τα μέρη», που σημαίνει ότι το τετράποδο
ζώον έγινε δίποδο και σκεπτόμενος άνθρωπος μέσα στην αγέλη, στη συλλογικότητα
που συσσώρευε εμπειρίες γενεών, Γνώση και φαντασία, με τις οποίες εξελίχθηκε
σταδιακά σε ομάδα-κοινότητα, σε κοινωνία και δεν συνέβη το αντίστροφο, δηλαδή
ότι το ζώον έγινε από μόνο του άνθρωπος και στη συνέχεια αυτό συγκρότησε την
κοινότητα. Οι συνήγοροι της ατομικής θεωρίας στην κοινωνία παραγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα και εντελώς
αυθαίρετα υποστηρίζουν ότι το άτομο, δηλαδή ο άνθρωπος, προηγείται της
κοινωνίας και συνεπώς είναι τάχα μοναδικός, ανεξάρτητος
από τον κόσμο του, δηλαδή από την κοινωνία του, και ότι η απόκτηση ατομικής
ιδιοκτησίας αποτελεί θεμελιακό, φυσικό και ιερό δικαίωμα του ατόμου, γιατί τάχα
η ατομική ιδιοκτησία προσφέρει στον κάτοχό της ασφάλεια και ελευθερία. Με
τέτοια παραμύθια συνεπικουρούμενα από την όποια θρησκευτική πανούκλα καταφέρνουν
να αποκόπτουν το άτομο από την κοινωνία, από το Εμείς του, δηλαδή, από τον
φυσικό του χώρο που του προσφέρει ασφάλεια και ελευθερία ως εγνωσμένη αναγκαιότητα
και να μετατρέπουν κάποιους λίγους σε ασύδοτους λύκους και τους πολλούς σε σφαχτάρια
πρόβατα.
Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να
είναι πολύ διαφορετική, γιατί το κοινωνικό, όπως και το φυσικό, άτομο οφείλει
την ύπαρξή του στον κόσμο του, δηλαδή σε ένα πλήθος οργανωμένων ατόμων, σε
κάποιο Εμείς, από το οποίο αντλούν το Εγώ τους. Η ολιστική κοινωνιολογική
προσέγγιση «δεν θεωρεί κατά κανένα τρόπο
ότι οι κοινωνικές ολότητες σύγκεινται από τα επιμέρους άτομα, αλλά αντίθετα
κατανοεί το άτομο ως μέλος του κοινωνικού συνόλου. Δεν υπάρχουν απομονωμένα,
συγκεντρωμένα στον εαυτό τους άτομα που συνέρχονται σε κοινωνία με σύμβαση την
πραγμάτωση των ατομικών τους σκοπών, αλλά “συναρθρώνεται” το σύνολο του
συλλογικού όντος και τα χωριστά άτομα αντλούν μόνο από αυτό την υπόστασή τους. […] Θεωρίες περί φυσικού δικαίου και
“κοινωνικού συμβολαίου” αποτελούν παραδείγματα ατομιστικού τρόπου σκέψης»[6]. Και ενώ το «φυσικό άτομο» δεν
διεκδικεί να αποκοπεί από τον κόσμο του και πολύ περισσότερο δεν διεκδικεί να
αποσπάσει τμήμα του κόσμου του και να το καταστήσει «προσωπική» του ιδιοκτησία,
οι θεωρητικοί του «κοινωνικού άτμητου
ατόμου» αυθαιρετούν υποστηρίζοντας ότι το υποτιθέμενο άτομό τους, ο
άνθρωπος, μπορεί να αποσπά από την κοινωνία του και να καθιστά ατομική του
ιδιοκτησία όσα άλλα άτομα μαζί με όσο μεγαλύτερο τμήμα της Φύσης μπορεί, για να
νιώσει ασφάλεια και ελευθερία. Το γεγονός ότι τα υπόλοιπα άτομα χάνουν με αυτόν
τον τρόπο την ασφάλεια, την ελευθερία αλλά και την κοινωνική και ατομική τους
υπόσταση φαίνεται να μην ενδιαφέρει τους κατασκευαστές αυτής της ψευτοθεωρίας.
Φαίνεται όμως ότι και τα άτομα
που απέκτησαν με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο ατομική ιδιοκτησία δεν κατάφεραν
να νιώσουν ασφαλή και ελεύθερα, όχι γιατί τα απειλούν οι χειραγωγημένοι δούλοι
τους και οι στρατιές των παραιτημένων, μοιρολατρών ακτημόνων, αλλά γιατί η
ατομική ιδιοκτησία τους απειλείται από άλλες ατομικές ιδιοκτησίες που
λυσσασμένα θέλουν να μεγαλώσουν τρώγοντας τις άλλες για να αισθάνονται πιο
ασφαλείς και περισσότερο ελεύθεροι οι κάτοχοί τους. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ
ατομικών ιδιοκτησιών, δηλαδή μεταξύ κεφαλαίων, τελικά κάνει τους κατόχους τους περισσότερο
ανασφαλείς και λιγότερο ελεύθερους, γιατί κάθε στιγμή βλέπουν κάποιον από τους
ομοίους τους να τους απειλεί ή να πτωχεύει, να απαλλοτριώνεται από τους
ανταγωνιστές του ή να οδηγείται στη φυλακή για χρέη, και για να επιβιώσουν
γίνονται μοναχικότεροι, επιθετικότεροι και όλο και περισσότερο αντικοινωνικοί
και δυστυχισμένοι, που σημαίνει ότι γίνονται υπηρέτες εγωιστικών ψευδαισθήσεων
και πραγμάτων που τους ρημάζουν τη ζωή.
Χάνοντας τον συναισθηματικό, τον
κοινωνικό, τον πνευματικό, τον ιστορικό συλλογικό πλούτο τού Εμείς, αναζητούν
την ευτυχία, την ασφάλεια, την ελευθερία στον ιδιωτικό υλικό πλούτο τού Εγώ,
που σε σύγκριση με αυτόν των ανταγωνιστών είναι πάντα λίγος και πρέπει να
μεγαλώσει με κάθε τρόπο, ακόμα και με το έγκλημα και με τον πόλεμο. Η γκλαμουριά,
η πολυτέλεια, η «χρυσόσκονη» και η προκλητική σπατάλη συμπληρώνονται από
στρατιές καλοπληρωμένων σωματοφυλάκων, από την απομόνωση, την έκλυτη ζωή και
την ευρύτατη χρήση ουσιών και οινοπνεύματος, για να νιώσουν λίγη ασφάλεια και
να υποκαταστήσουν την ευτυχία που τους λείπει. Αδυνατούν ακόμα και να γελάσουν
αυθόρμητα, γιατί οι φροντίδες της ατομικής ιδιοκτησίας τους τούς στέρησαν την
ικανότητα να γελούν, να αγαπούν και να ερωτεύονται χωρίς να «νικούν», χωρίς να
πλουτίζουν και χωρίς τη βοήθεια ουσιών.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ασκώντας
αυστηρή κριτική στη φιλοσοφία και στη λειτουργία της αστικής κοινωνίας,
χαρακτήριζε μίζερα, νευρωτικά τα άτομα με επίμονη και σταθερή επιδίωξη
απόκτησης ατομικής ιδιοκτησίας και υλικών πραγμάτων, και ο Έριχ Φρομ
συμπληρώνει: «Το άτομο που ασχολείται
αποκλειστικά με την κατοχή και απόκτηση υλικών πραγμάτων, είναι νευρωτικό. Από
αυτό θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι και η ίδια η κοινωνία […] είναι μια κοινωνία άρρωστη».[7]
Η ατομική ιδιοκτησία επιβάλλει
τελικά πάνω στο άτομο τις δικές της ιδιότητες, όπως τον ατομισμό, το νοσηρό
εγωισμό, τον μέχρι θανάτου ανταγωνισμό, την απληστία, το μισανθρωπισμό, την
ανηθικότητα, την αδικία και την παραβατικότητα, με κατάληξη το έγκλημα και τον
πόλεμο, πράγματα που οι απολογητές του κεφαλαίου τα αποδίδουν σε βιολογικούς
όρους, όπως την ανθρώπινη φύση, για να απαλλάξουν την ατομική ιδιοκτησία και
τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής από την ευθύνη γι’ αυτή την εκτροπή του
ατομικού ιδιοκτήτη, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για κοινωνικά φαινόμενα συνυφασμένα
με τη φύση της ατομικής ιδιοκτησίας. «Η ιδέα της αδικίας και συνεπώς και της
τιμωρίας του αδικούντος δεν εμφανίζονται με την πρώτην, την πρωτόγονον
κοινωνίαν του ανθρώπου. Κατά την περίοδον ταύτην, με το να μην υπάρχη ούτε στα
κινητά πράγματα ούτε στα ακίνητα ατομική ιδιοκτησία, δεν ήτο δυνατόν να γίνη
αφαίρεσις ξένης ιδιοκτησίας, προσβολής της τιμής του άλλου και αφαίρεσις της
ζωής του πλησίον. Αι τοιαύται πράξεις ή παραλείψεις αρχίζουν να εμφανίζωνται ως
διατάραξις της κοινωνικής συμβιώσεως από της εποχής κατά την οποίαν διεσπάσθη η
οργάνωσις του γένους και ήρχισε να επικρατεί ο νέος θεσμός της ατομικής
ιδιοκτησίας. […] Όταν επήλθεν εντός των πρωτογόνων κοινωνικών
οργανώσεων (γένους, φυλής, πατριάς) ανατροπή των όρων της κοινοβιακής ισότητος
και εντεύθεν εδημιουργήθησαν αι κοινωνικαί ανισότητες, ο άνθρωπος, ως άτομον
αναλόγως της θέσεώς του μέσα εις την κοινωνίαν, ήρχισε να ρέπη προς την
αδικίαν. Δηλαδή ήρχισε να παραβαίνη τας μέχρι τούδε ισχυούσας κοινωνικάς
εντολάς και να ιδιοποιήται ωρισμένα αντικείμενα ανήκοντα εις την πατριάν του ή
εις άλλους. […] Παραλλήλως, δε, προς την περαιτέρω ανάπτυξιν και
επέκτασιν του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας, εγεννήθη και ισχυροποιήθη και το
ατομικιστικόν αίσθημα: “τούτο είναι δικό μου”. Επειδή δε, δεν υπήρχεν αφθονία
αγαθών, εκείνοι οι οποίοι δι’ οιονδήποτε λόγον δεν ηδύναντο να αποκτήσουν
τοιαύτα, ήρχισαν, διά της αρπαγής ή της κλοπής, τα αγαθά τα οποία δεν ανήκον
εις αυτούς να τα κάμνουν “δικά των”. […] Όταν δε αργότερον εις ωρισμένας
περιφερείας το ιερατείον είχεν εξαιρετικήν εξουσίαν εις χείρας του, διά των υπό
τύπον θεϊκής εντολής θεσπιζομένων ποινικού περιεχομένου θεσμών, πρωτίστως
επροστάτευεν τα προνόμια και τα δικαιώματά του ως και τα προνόμια και
δικαιώματα των ευγενών. Συνεπώς μετά τη διάλυσιν του γένους και της
πατριάς, οι θεσμοί οι περιέχοντες ποινικάς κυρώσεις ως δικαιολογητικήν των
βάσιν είχον το δίκαιον του ισχυρότερου».[8]
Είναι
συνεπώς προφανές ότι η Φύση δεν δημιουργεί εγκληματίες. Τους εγκληματίες τούς
γεννάει η ατομική ιδιοκτησία και το κεφάλαιο, ως κοινωνική σχέση εξουσίας των
λίγων πάνω στους πολλούς. Το έγκλημα το γεννάει το φαύλο σύστημα της ατομικής
ιδιοκτησίας και εξουσίας, της οικονομικής και της κοινωνικής ανισότητας, που
μεταμορφώνει ανθρώπινα όντα, ως άλλη μυθική Κίρκη, σε μισάνθρωπους ηγεμόνες και
σε διεστραμμένους εξουσιαστές, σε αργυρώνητους «σοφούς» συμβουλάτορες, σε
δήμιους και σε χαφιέδες, σε φαύλους πιστούς, οπαδούς και υπηκόους, σε ζόμπι και
μοιρολάτρες δούλους, φιγούρες του γκροτέσκου και του τραγικού, σκιές ανθρώπινες
που δείχνουν στους υπόλοιπους που αντιστέκονται τι οφείλουν να μην κάνουν και
τι πρέπει να κάνουν, για να μείνουν άνθρωποι, αυτοί και οι γενιές που έρχονται.
Αυτή η καπιταλιστική
πραγματικότητα αναγκάζει τα υποκείμενα της ατομικής ιδιοκτησίας ν’
απομακρύνονται από την κοινωνία, να χάνουν σταδιακά την ανθρωπιά τους, να
γίνονται περισσότερο ανασφαλή άτομα, σκληροί εκμεταλλευτές των συνανθρώπων τους
που είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σ’ αυτούς για να μεγαλώνει η ατομική
ιδιοκτησία των αφεντικών τους. Γίνονται υπονομευτές των αντιπάλων τους, καθώς
είναι αναγκασμένοι, για να σώσουν και να μεγαλώσουν την περιουσία τους και την
εξουσία τους, να κάνουν εγκλήματα ατομικά και μαζικά, ακόμα και γενοκτονίες
ολόκληρων λαών, στο όνομα κάποιας πατρίδας που την ταυτίζουν με τη δική τους
περιουσία και εξουσία, με αποτέλεσμα να καταλήγουν εγκληματίες σε βάρος της
ανθρωπότητας και του πολιτισμού.
Όλα αυτά δείχνουν, τελικά, πως η
ατομική ιδιοκτησία όχι μόνο δεν προστατεύει τους κατόχους της, αλλά αντίθετα
τους εκθέτει σε πολλαπλούς κινδύνους, αλλοιώνει την ανθρώπινη ιδιότητά τους,
υπονομεύει τα ατομικά Εγώ τους και τα αναγκάζει να καταφεύγουν σε τοξικές θεωρίες
και ιδεολογίες και σε ένα ταξικό υποκείμενο με τη μορφή του καπιταλιστικού
κράτους, που στρέφεται ενάντια στην εργαζόμενη κοινωνία, ενάντια στο
γενεσιουργό Εμείς, καταστρέφοντας τη μήτρα που τους γέννησε ως ανθρώπους, τη
Φύση και τον ανθρώπινο πολιτισμό. Το τραγικά διδακτικότερο όλων είναι ότι τα
Εγώ που αγνοούν ή αρνούνται ότι προέρχονται από το Εμείς, τελικά
αυτοκαταστρέφονται τα ίδια ως ανασφαλή και ανελεύθερα αποανθρωποποιημένα
εργαλεία μιας λαθεμένης αντίληψης και ενός καταστροφικού εξουσιαστικού μηχανισμού
που κομματιάζει, μεταφορικά και κυριολεκτικά, την οντολογική υπόσταση
εκατομμυρίων ανθρώπων, των κατόχων ατομικής ιδιοκτησίας μη εξαιρουμένων, έναντι
«μιας χούφτας δολαρίων» το κεφάλι.
Το γεγονός ότι η ιδεολογία περί
ατομικής ιδιοκτησίας αδυνατεί να πείσει όλη την κοινωνία για την ορθότητα και
χρησιμότητά της, ανάγκασε την κυρίαρχη τάξη να την καταστήσει κρατική θρησκεία
με την έννοια της λεγόμενης «ελεύθερης αγοράς» που συγχρονίζεται με τη
σκοταδιστική θρησκεία, σύμφωνα με την οποία ο «θεός» έδωσε ελευθερία στους
ανθρώπους όχι να μοιράσουν για να ζήσουν όλοι, αλλά να «κατακυριεύσουν τη Γη»,
όσοι προλάβουν βέβαια, γιατί σύμφωνα μ’ αυτές τις αντιλήψεις, που εμφανίζονται
ακόμα και ως αναρχικές, «το άτομο οφείλει
να βάζει τον εαυτό του στο κέντρο των πραγμάτων και στη συνέχεια να κάνει κτήμα
του όσο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου
μπορεί».[9] Όσο για τους άλλους που δεν κατάφεραν
να ανήκουν στην «Ένωση των Εγωιστών»,
«έχει ο θεός», και με την ευλογία του θα τους φροντίσει το κράτος των
ιδιοκτητών. Ο σκοπός ήταν να αναγνωριστεί το κράτος ως αφέντης και όχι ως
συνολική έκφραση της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την υποταγή της εργαζόμενης
κοινωνίας σε μια πολυκέφαλη εξουσία που είναι ταυτόχρονα κράτος, «θεός»,
κεφάλαιο, νόμοι, δικαστήρια, στρατός, αστυνομία και κοινοβούλια, πίσω από τα
οποία κρύβεται η μόνη πραγματική εξουσία, αυτή της τάξης των μεγαλοϊδιοκτητών
των μέσων παραγωγής, το απάνθρωπο και καταστροφικό μεγάλο κεφάλαιο.
Για να το πετύχει αυτό το
κεφάλαιο, έπρεπε να αποσπάσει το άτομο από την κοινωνία και τεμαχίζοντάς το σε
θνητό σώμα και σε δήθεν «αθάνατη ψυχή» να το «θεοποιήσει», καλλιεργώντας του
την ψευδαίσθηση ότι το Εγώ είναι ανώτερο από το Εμείς και συνεπώς το άτομο
μπορεί να υπάρξει εκτός, και να δρα εναντίον, της κοινωνίας. Έτσι,
αποκαλύπτεται ότι τα παραμύθια, της αστικής ιδεολογίας, της θρησκείας και
κάποιων γκουρού της λεγόμενης αναρχίας, περί ατομικής ελευθερίας εκτός
κοινωνίας, που ευλογούν την ατομική ιδιοκτησία, τελικά δεν εξυπηρετούν το άτομο
αλλά το κεφάλαιο και την εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς, που ως
εκμεταλλευόμενοι και εξαρτημένοι από την εξουσία των λίγων χάνουν την ελευθερία
τους και πολύ συχνά και τη ζωή τους, για να νιώθουν ασφάλεια τα αφεντικά τους.
Καταλήγοντας μπορούμε να
συμπεράνουμε ότι τα άτομα που αναλώνουν τη ζωή τους στην απόσπαση, με την ωμή
βία ή με τη βία των νόμων που τα ίδια θέσπισαν, από την κοινωνία υλικών και
άυλων αξιών, για να τα συσσωρεύσουν ως ατομική τους ιδιοκτησία που ξεπερνάει
τις πραγματικές τους ανάγκες, υπέταξαν τη ζωή τους σε νεκρά υλικά πράγματα που ξεπερνούν
τους ιδιοκτήτες τους και ως ατομική ιδιοκτησία στέκονται εχθρικά απέναντι στην
κοινωνία. Άτομα και κοινωνίες, όμως, που δεν κυριαρχούνται από τη δίψα για ζωή
και από τη ζωή την ίδια, αλλά από τη μανία απόκτησης και συσσώρευσης ατομικής
ιδιοκτησίας, πλούτου και ανθρώπινων νεκρών υλικών δημιουργημάτων, γίνονται
αρνητές της ζωής και της κοινωνίας που αποσκοπούν στην καθολική ευτυχία, γιατί
ποτέ και κανένα άτομο δεν μπόρεσε να είναι ευτυχισμένο όταν η δική του ευτυχία
προέρχεται αλλά και απειλείται από τη δυστυχία των συνανθρώπων του.
Αυτή η γκρίζα πραγματικότητα
υποδηλώνει τελικά ότι σ’ αυτήν την περίπτωση το σημαίνον δεν είναι το Εγώ, αλλά
η ατομική ιδιοκτησία, η οποία συνθλίβει κυριολεκτικά, με τον ένα ή με τον άλλο
τρόπο, τους φορείς της. Οπότε προκύπτει το ερώτημα αν μπορεί, σε συνθήκες
οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας να υπάρξει το Εγώ εκτός κοινωνίας, όταν
μάλιστα αυτό δεν προσδιορίζεται από το Εμείς και το «γνώθι σ’ αυτόν», αλλά από
σκοταδιστικούς μύθους και εξουσιαστικές ιδεολογίες. Όταν το Εγώ δεν ταυτίζεται
με το συλλογικό Είναι, με το Εμείς, αλλά με την ιδιοκτησία, τότε «το Εγώ δεν είναι στην αρχή παρά η καθαρά
αφηρημένη υποκειμενική ύπαρξη, η καθαρά κατηγορηματική ύπαρξη, η ύπαρξη που αν
και διαφοροποιείται με τον εαυτό της δεν έχει σαν περιεχόμενο την αληθινή
διαφορά, το προσδιορισμένο περιεχόμενο βρίσκεται έξω από τον εαυτό του και
εδρεύει στο αντικείμενο».[10]
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να
δούμε τι σημαίνει, για την κατά Χέγκελ[11] φιλοσοφία του πνεύματος και του δικαίου, το να
ταυτίζεται το Εγώ με το αντικείμενο, δηλαδή να ‘εδρεύει’ στην ατομική
ιδιοκτησία και όχι στο συλλογικό υποκείμενο, στο Εμείς: «Με την εξάλειψη του αντικειμένου, το υποκείμενο εξαλείφει την ίδια του
την ατέλεια. Αυτός ο διχασμός του εαυτού
μέσα σε ένα Εγώ που βρίσκεται σε σχέση μ’ ένα εξωτερικό αντικείμενο δίνει μια
αντικειμενική ύπαρξη στην υποκειμενική υπόσταση, το ίδιο που κάνει το
αντικείμενο μια ύπαρξη υποκειμενική».[12] Με απλά λόγια, ο Χέγκελ μας λέει πως η
ατομική ιδιοκτησία μάς διαφοροποιεί, δηλαδή μας αποσπά από το Εμείς, το
συλλογικό εαυτό μας, τον οποίο και διχάζει υποτάσσοντάς τον ως αντικείμενο της
ιδιοκτησίας που υποκειμενικοποιείται θεσμικά και γίνεται το σημαίνον και οι
ατομικοί ιδιοκτήτες γίνονται απλά σημαινόμενα, γίνονται δούλοι του πλούτου
τους, εχθροί των συνανθρώπων τους και εγκληματίες σε βάρος της
κοινωνίας-ανθρωπότητας.
Καταλήγοντας διαπιστώνουμε πως η
ατομική ιδιοκτησία παραμορφώνει τις οικονομικές δομές με αποτέλεσμα την
υπερδιόγκωση των μη παραγωγικών τομέων, που αποσκοπούν στην υποστήριξη των
ανισοτήτων και της εξουσίας του κεφαλαίου σε βάρος της κοινωνίας και την
παραμέληση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας που αποσκοπούν στην κάλυψη των
βασικών αναγκών της κοινωνίας. Αυτή η αναντιστοιχία εκδηλώνεται με αλυσιδωτές
οικονομικές κρίσεις σε μορφή σπιράλ που μεγεθύνουν τις ανισότητες, διευρύνουν
την παγκόσμια πείνα και περιορίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις πολιτικές και
κοινωνικές ελευθερίες σε αναλογία του 1% που κατέχει τα μέσα παραγωγής και ελέγχει
την παγκόσμια οικονομία, προς το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού που φυτοζωεί
ταπεινωμένο και καταπιεζόμενο.
Το συμπέρασμα που λογικά
προκύπτει από αυτήν την ανάλυση είναι ότι η ατομική ιδιοκτησία καταστρέφει τις
θεμελιακές ιδιότητες του ανθρώπου, ως κοινωνικό και ιστορικό υποκείμενο, το
οδηγεί ενάντια στη συλλογικότητα, στο Εμείς, από την οποία προέρχεται και μ’
αυτόν τον τρόπο περιορίζει, τους βαθμούς ελευθερίας και ασφάλειας τόσο του
ιδιοκτήτη της, όσο και των υπόλοιπων μελών της κοινωνίας. Από αυτόν τον φαύλο
κύκλο, της αντικοινωνικής αποανθρωποποίησης εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας
και της απάνθρωπης σκοταδιστικής-θρησκευτικής αγυρτείας,
μπορεί να μας βγάλει μόνο μια ‘επιστροφή
στο Εμείς’, στη μικρή, στη μεγάλη και στην πολύ μεγάλη κοινωνία και στην
επανασυγκόλλησή της, με την οριστική και ριζική κατάργηση της ατομικής
ιδιοκτησίας, της μόνης ικανής και αναγκαίας συνθήκης για να βγει η ανθρωπότητα
από την καπιταλιστική βαρβαρότητα
και να μπει στην εποχή της πραγματικής ελευθερίας, της καθολικής ασφάλειας και
του οικουμενικού ουμανιστικού πολιτισμού της άμεσης δημοκρατίας με περιεχόμενο
την αταξική κοινωνία.
Κι όποιοι έχουν κάτι καλύτερο να
προτείνουν ας μην το κρατάνε για τον εαυτό τους. Ας το καταθέσουν το στο
δημόσιο διάλογο, ο οποίος δεν έβλαψε ποτέ και κανέναν, εκτός από εκείνους που
μας θέλουν κωφούς, μουγκούς, τυφλούς και δούλους κάποιου θεού που μας μισεί και
αφέντη που μας ταπεινώνει, μας εκμεταλλεύεται και τελικά, για να μεγιστοποιήσει
τα κέρδη του, μας σκοτώνει.
Γιάννης Κορδάτος, Εισαγωγή εις την
νομικήν επιστήμην, Μπουκουμάνης,
Αθήνα 1977, σελ. 151.