Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΗΘΙΚΗ
Γράφει ο Φώτης
Καγγελάρης
Συμβολή
στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα
Λάμπου «Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ» εκδ. Κουκκίδα, που έγινε στο «Ενναλακτικό Βιβλιοπωλείο»,
Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα, την Παρασκευή 15/12/2017.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
O
Kώστας Λάμπος στο βιβλίο του αυτό
καταπιάνεται μ’ ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία του ανθρώπου
αυτό της «ατομικής ιδιοκτησίας», και μάλιστα, ανάμεσα σε δύο έννοιες με
ιδιαίτερη συμβολική και σημασιολογική βαρύτητα, αυτές της «γέννησης» και του
«θανάτου».
Ομολογώ
την αμηχανία μου να παρουσιάσω ένα βιβλίο μ’ ένα τέτοιο θέμα, αφενός λόγω της
τεράστιας σημασίας του αφετέρου λόγω του ότι δεν γράφω αμιγώς πολιτικά κείμενα,
παρότι όλα μου σχεδόν τα κείμενα είναι πολιτικά. Επί πλέον συνέπεσε χρονικά μ’
ένα άλλο, δύσκολο για μένα, αυτής της περιόδου, κείμενο την « Έννοια της
ανεξαρτησίας στο σύγχρονο κόσμο», που αποτελούσε συμμετοχή της Ελλάδας στο
ανάλογο πρότζεκτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πως να
καταπιαστείς μ’ ένα τέτοιο θέμα και πως να το παρουσιάσεις όταν έχουν ασχοληθεί
με αυτό πολιτικοί φιλόσοφοι, ενδεικτικά αναφέρω, σαν τον Marx, τον Engels,
τον Bakounine, τον Blanqui,
ή τον Proudhon ή στο πλαίσιο της κλασσικής φιλοσοφίας
ο Locke, o
Hobbes κ.α. Και βέβαια ο Hegel του οποίου το πρώτο κεφάλαιο της
«Φιλοσοφίας Δικαίου» είναι αφιερωμένο στην ιδιοκτησία. ($$ 41-71).
Αλλά
μήπως και η θρησκεία δεν είχε λόγο επ’ αυτού, συχνά με αντιφατικό τρόπο, όταν
πχ. λέει «πιο εύκολα θα περάσει κάβος από
μάτι καρφίτσας παρά πλούσιος στον Παράδεισο» ή «αφήστε τα όλα και ακολουθήστε με» ή «δώσε τον ένα σου χιτώνα» ενώ, από την άλλη μεριά, στο πλαίσιο πάντα
της ίδιας θρησκείας, ο Προτεσταντισμός ισχυρίζεται ότι είναι καθήκον του
ανθρώπου να πλουτίσει, δηλαδή να κατέχει. Γι’ αυτό και σήμερα οι πιο πλούσιες
χώρες του κόσμου είναι αυτές με το αντίστοιχο δόγμα. Είναι σημειολογικά
χαρακτηριστικό της αντίφασης αυτής, ότι το χρώμα των χαρτονομισμάτων στις
προτεσταντικές χώρες, πριν το ευρώ, ήταν έντονο και ζωηρό σε αντίθεση με τις
καθολικές χώρες όπου το χρώμα ήταν σβησμένο και υποτονικό, να περνά όσο γίνεται
απαρατήρητο, μη ενοχικά για τον κάτοχο τους.
Αλλά και
οι άλλες θρησκείες του πλανήτη ασχολήθηκαν επισταμένα με το θέμα μας, πχ η μόνη
ιδιοκτησία που έχει ο βουδιστής μοναχός είναι το ράσο του και το πιάτο μέσα στο
οποίο οι πιστοί του εναποθέτουν τη φτωχική, από το υστέρημα τους, τροφή.
Στον δε
Ινδουϊσμό, ο μοναχός δεν κατέχει ούτε το ένδυμα του. Ολόγυμνους θα δείτε τους
Αγίους, βόρεια του Varanasi.
Μα και
στις κοινωνικές ομάδες της υποσαχάριας Αφρικής, του Ειρηνικού, της λεκάνης του
Αμαζονίου και του Οrinoco δεν τίθεται
άραγε το θέμα της ιδιοκτησίας, όπως αντίστοιχα ετέθη στα κοινόβια των ‘60ς ή
στην «Ουτοπία» του φιλοσοφικού και πολιτειακού συστήματος του Th. More,
300 χρόνια νωρίτερα από τη σκέψη του Marx;
Τι είναι
αυτή η ιδιοκτησία;
Ο Κώστας
Λάμπος τόλμησε να διαπραγματευτεί το ερώτημα και τα κατάφερε. Έτσι, δέχτηκα
μετά χαράς την πρόσκληση του, αφού προηγουμένως του είχα εκφράσει την πλήρη
εκτίμηση μου, όταν είχα πρωτοδιαβάσει ένα απόσπασμα, σ’ ένα κοινό τόπο
συνάντησης, στην ιστοσελίδα της εκπομπής «Ανιχνεύσεις» του Π. Σαββίδη.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Ο Κώστας
Λάμπος, επιχειρώντας μια βύθιση στην ιστορία, μας λέει ότι ο τρόπος της ζωής
μας, δηλαδή, ο τρόπος ζωής που επιβάλλεται ως κοινωνική συνθήκη και η ατομική
ιδιοκτησία που υπαγορεύει αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ούτε κάτι φυσικό, ούτε
κάτι αναπόφευκτο. Η αναδίφηση του «πως» της ιστορίας μας δείχνει, ακριβώς, ότι
η αίσθηση που έχουμε περί νοήματος, περί «είναι», περί χρόνου, περί θανάτου,
περί εξουσίας, περί σχέσης με τον εαυτό και τον Άλλο είναι απόρροια του
κοινωνικού πλαισίου που σφυρηλατεί τη συνείδηση κατά το δοκούν.
Θα
πρόσθετα κάτι ακόμα. Ότι το χεγκελιανό «πράγμα» ή το λακανικό «πραγματικό» στην
έκφραση τους επί του συμβολικού πεδίου θα εκφραστούν μέσω της γλώσσας, του
σημαίνοντος, του κοινωνικού δεσμού από την εκάστοτε μορφή εξουσίας η οποία θα
μορφοποιήσει το «πράγμα» κατά το συμφέρον της. Έτσι, η υποταγή, η
κανονικοποίηση, η κατανάλωση, η εποπτεία γίνονται οι κατευθυντήριες οδηγίες για
τη ζωή, μια ζωή που όχι μόνο δεν μετράει, αλλά που έχει χρέος να μην μετράει,
να μην διαμαρτύρεται, να μην αντιστέκεται. Μια ζωή που οφείλει να κινείται στη
βάση μιας «κατηγορικής προσταγής» του τύπου: «Κατανάλωσε ή ενοχοποιήσου- αν
δεν μπορείς να καταναλώσεις». Μια ζωή που οφείλει να τείνει στην
ομοιομορφία, στην έλλειψη κριτικής, μια ζωή που οφείλει να αυτοευνουχίζεται,
δηλαδή, να σημαίνει επιτυχής μέσα στο υπαγορευμένο πλαίσιο, έτσι, όπως
προκύπτει, από την αόρατη φωνή του Κυρίου, του Ιδιοκτήτη, του Θεού, της
Τηλεόρασης.
Θυμηθείτε
εδώ την ανάλυση του Althusser στο «ε, εσύ». Αλλά, και την Butler όταν
εύστοχα υπογραμμίζει την επιθυμία του
«ανήκειν» έναντι του φόβου της αποξένωσης, με κόστος όμως το να μην
είσαι αυτός που θέλεις να είσαι.
Όπως
έλεγε ο Marx, αλλοτρίωση δεν είναι μόνο μια
οικονομική αξία, αλλά και μια ηθική αξία που αφορά την ζωή. Δηλαδή, η έννοια
της υπεραξίας δεν αφορά μόνο την σχέση εργασίας-προϊόντος, αλλά, επίσης, την
επιπλέον απόλαυση που προκύπτει από την αλλοτρίωση και κυριαρχία. Ο κυρίαρχος
ωστόσο, κυριαρχείται από την κυριαρχία του, δηλαδή, από το ότι δεν μπορεί παρά
να αλλοτριώσει την ζωή του άλλου. Η «υπεραπόλαυση», επισημαίνει ο Lacan, είναι η εγγενής ιδιοκτησία του σώματος
του Άλλου.
Ο Κώστας
Λάμπος μας φέρνει αντιμέτωπους με το τεράστιο πλέγμα της
πολιτικό-στρατιωτικό-θρησκευτικής εξουσίας που αναδύεται ως νόμιμος φύλακας της
ατομικής ιδιοκτησίας. Μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτό που όλοι βιώνουμε, όλοι
ζούμε καθημερινά, την διαπότιση της ζωής μας από τους μηχανισμούς εκείνους οι
οποίοι δημιουργώντας κοινωνία-κράτος-εξουσία μας καθορίζουν ως κοινωνικά όντα
έτσι ώστε να δεχόμαστε να αγωνιστούμε και να πεθάνουμε για μια ατομική
ιδιοκτησία ή για το όνειρο της απόκτησής της.
Ο Κώστας
Λάμπος βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Με την εμβρίθεια ενός ιστορικού, ενός
φιλοσόφου και ενός πολιτικού, πολιτικού με την αριστοτελική έννοια της
πολιτικής ως ηθικής, μας αναπτύσσει το μόρφωμα της ιδιοκτησίας ως συνισταμένη
του νοσούντος κοινωνικού σώματος, αφαιρώντας του τις μεταφυσικές φτερούγες, ότι
πρόκειται τάχα για θεϊκή ή μεταφυσική κατάσταση που γειώνεται στο αντίστοιχο
κοινωνικό γίγνεσθαι.
Μην
ξεχνάμε βέβαια, ότι ο πρώην ιδιοκτήτης της ιστορίας είναι ο Θεός, ο οποίος δεν
φτιάχνει απλά τον κόσμο, αλλά, φτιάχνει τον κόσμο του, τον κήπο του, το
περιβόλι του εντός του οποίου απαιτεί θεϊκή υπακοή και τάξη επί των υπηκόων
του. Ο Θεός δεν φτιάχνει τον κόσμο για να τον χαρίσει, αλλά, φτιάχνει τον
κόσμο για να τον κατέχει. Ο Παράδεισος είναι μια ιδιοκτησία η οποία, όμως, δεν
θα είχε νόημα ως τέτοια αν δεν υπήρχε ο άλλος έναντι του οποίου η ιδιοκτησία
αποκτά νόημα, παράλληλα με το ότι ο άλλος αυτός είναι, επίσης, κτήση του
ίδιου του κτήτορα. Αφού, λοιπόν, ο Θεός
είναι κτήτορας του κόσμου του, που τυχαίνει να είναι όλος ο κόσμος, και ο
άνθρωπος «κατ’ εικόνα του» οφείλει να
κατέχει το μερίδιο που του αναλογεί επί του κόσμου τούτου.
Όμως,
όπως έλεγε ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης «Η
δυστυχία του ανθρώπου αρχίζει από την στιγμή που μπήγει τον πρώτο πάσσαλο στην
γη για να ορίσει την γη ως δική του» και ταυτόχρονα, προσθέτω, να
απαγορεύσει με θεϊκή εντολή την καταπάτηση της ιδιοκτησίας: «ουκ επιθυμήσεις όσα εν τω πλησίον σου
εστί».
Έλεγα,
ότι ο Κώστας Λάμπος, τοποθετεί το φαινόμενο της ιδιοκτησίας στην κοινωνική και
ιστορική του διάσταση ούτως ώστε το βιβλίο αυτό να είναι, αντίστοιχα, ένα
χρηστικό εγχειρίδιο ερμηνείας, όχι μόνο του ίδιου του φαινομένου αλλά και των
επιπτώσεων του επί της ιστορίας. Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά είναι η μετάφραση
του 1789, του 1848, του 1870, του 1917 για να αναφερθώ, μόνο, σε μερικούς
σύγχρονους ιστορικούς σταθμούς ή στους αντίστοιχους ελληνικούς, όπως τους
ερευνά ο Κώστας Λάμπος, την κομμούνα της Άνδρου ή την κομμούνα της
Θεσσαλονίκης.
Θα
τολμούσα ακόμα να παρομοιάσω το βιβλίο αυτό με την πρώτη καντιανή «Κριτική».
Όπως ο Kant επιχειρεί να μας πει «πως» σκεφτόμαστε,
τι είναι το «ορθώς σκέπτεσθαι», έτσι και ο Κώστας Λάμπος, μια για πάντα, μας
δίνει τις συντεταγμένες του «σκέπτεσθαι» περί της ατομικής ιδιοκτησίας.
Είπα
προηγουμένως, ότι, μεταξύ άλλων, επιχειρεί την ανάλυσή του φαινομένου και ως
πολιτικός με την αριστοτελική έννοια.
Μην ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης εντάσσει την Πολιτική στην Ηθική ως κλάδο της
φιλοσοφίας. Η Πολιτική, στο βάθος, είναι Ηθική. Και μ’ αυτήν την έννοια, ο Κώστας
Λάμπος, το βιβλίο του, είναι βαθύτατα ηθικό, τόσο τουλάχιστον, όσο και βαθύτατα
ανθρώπινο. Αλληλέγγυο του συνανθρώπου, αλλά, άλλο τόσο εξοργιστικό όταν βλέπεις μέσω της ανάλυσής
του, ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς απαλλαγμένο από το θρησκευτικό και πολιτικό
του ψεύδος αναδύεται ως μια αποκλίνουσα ανθρώπινη κατάσταση η οποία, ακριβώς,
ως αποκλίνουσα έχει την ανάγκη μιας διαρκούς «κατάστασης ανάγκης» θα έλεγε ο Agaben,
σαν κι’ αυτή που διανύουμε τώρα. Μιας διαρκούς «κατάστασης ανάγκης» που εξωραΐζεται με την υποτιθέμενη ασφάλεια.
Κώστα Λάμπε,
εντάσσω το βιβλίο σου αυτό όχι μόνο στα κλασικά της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά,
επίσης στα δοκίμια περί Ηθικής, όπως αυτό του Rawls
ή του Dworkin, που, παρότι, άπτoνται της οικονομίας ή της δικαιοσύνης
είναι βαθύτατα προτάσεις για μια κοινωνία δικαίου, εντός, βέβαια, για τον Rawls και τον Dworkin
, του αστικού πλαισίου.
Ο Κώστας
Λάμπος, λοιπόν, βαθύτατα ηθικός, ουμανιστής, τέκνο του Διαφωτισμού -θα του
άξιζε ένα λήμμα με το όνομά του στην εγκυκλοπαίδεια του D’ Αlamber
και του Diderot ή ένα εδάφιο στο λεξικό του Voltaire- ουσιαστικά, επιχειρεί να
επαναπροσδιορίσει τη σχέση με τον Άλλον στη βάση μιας ηθικής που επιτρέπει την
συνύπαρξη όχι στη βάση του χεγκελιανού κράτους αλλά στη βάση της καντιανής
«κατηγορικής προσταγής».
Και στο
σημείο αυτό, θα ήθελα να πω, ότι, κατ’ ουσία, ο Κώστας Λάμπος επιχειρεί μια
υπέρβαση της διάστασης φυσικό-ηθικό-κοινωνικό. Μας λέει, ότι, αυτό που θεωρούμε
ως φυσική κατάσταση, η ιδιοκτησία, είναι η νοσούσα κοινωνική κατάσταση, είναι,
για να θυμηθούμε τον Freud, μια
διαστροφική συμπεριφορά η οποία έχει παρακάμψει την φυσική οδό του «ανήκειν»
στην κοινωνία.
Ο Κώστας
Λάμπος, με την ερμηνεία της ιστορίας, μας δείχνει ότι το φυσικό δίκαιο και το
ηθικό δίκαιο είναι ταυτόσημα, δεν υπάρχει διάσταση εντός του βιώματος και του
ψυχισμού του ανθρώπου παρά μόνο τεχνητά, για λόγους σκοπιμότητας. Ο άνθρωπος
δεν είναι ένα κακό παιδί το οποίο χρειάζεται φυλακές και βασανιστήρια για να
δει το λάθος του και την οδό που του προτείνει το σύστημα. Ο άνθρωπος έχει, εν
τω γεννάσθαι, την δυνατότητα να είναι ηθικό ον, εάν δεν υποστεί την διαστροφή
της άνωθεν επιβολής των νόμων, εκείνων που αποβλέπουν στο συμφέρον των ολίγων.
Και για
να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι ο άνθρωπος γεννιέται ηθικός. Κάθε άλλο. Όπως
έλεγε ο Freud, ο πολιτισμός είναι η μετουσίωση και
οριοθέτηση των ορμεμφύτων σε κοινωνική επιθυμία, και που ο Marx, στα «Χειρόγραφα του ’44», αποκαλούσε «λοιμώδη ανάσα του πολιτισμού». Εννοώ
ότι φέρει μέσα του την δυνατότητα μιας ηθικής τάξης, δηλαδή την δυνατότητα μιας
σχέσης με τον Άλλον που προκύπτει από την είσοδό του στην γλώσσα, στο σημαίνον.
Δεν πάει ο νόμος με όπλα να χτυπήσει την πόρτα του υποκειμένου ξημερώματα.
Είναι το υποκείμενο του λόγου που πάει ξημερώματα να συναντήσει το νόμο-λόγο.
Θα
μιλούσα, με άκρα προσοχή, για μια κοινωνική αυτορρύθμιση, και θα
χρησιμοποιούσα, προς τούτο, την γνωστή παραβολή του Schopenhaouer για τους σκαντζόχοιρους. Και λέω με άκρα προσοχή,
γιατί το θέμα της αυτορρύθμισης, αυτοδιαχείρησης, συλλογικότητας, αναρχικής
διευθέτησης είναι, ακριβώς, αυτό που επικαλείται σήμερα ο πλέον ακραίος
φιλελευθερισμός, βλέπε Greenspan, για
την ασυδοσία του κεφαλαίου. Ο νεοφιλελευθερισμός νομιμοποιεί το «Alien» του κεφαλαίου βαφτίζοντας το
αυτοδιαχείριση. Είναι αυτή τούτη η «υπεραπόλαυση» για την οποία μίλησε ο Lacan, η οποία απεμπολεί πάσα έννοια νόμου,
ανθρώπου, ζωής, απεμπολεί ακόμα και την έννοια της ιδιοκτησίας αφού δεν υπάρχει
κάτι το οποίο να του ανήκει, του ανήκουν τα πάντα, το «τέρας» ανήκει μόνο στον
εαυτό του, είναι τα πάντα και εξ’ αυτού συνώνυμο του θανάτου.
Στο
σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ως περίπτωση του αντίθετου της ιδιοκτησίας
στον σύγχρονο κόσμο τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, τον πολιτικά και οικονομικά
διωγμένο, αυτόν που σήμερα συμβολίζει την αιώνια επιθυμία του ανθρώπου, εκείνη
που τον έκανε να επιβιώσει μέσα στον χρόνο, την επιθυμία να διασχίσει, βουνά,
θάλασσες, ερήμους, πάγους, ζούγκλες, στέπες για να ορίσει τον τόπο της
κατοικίας του, δηλαδή, να οριστεί ο ίδιος και από «Ιπτάμενος Ολλανδός», από «ερριμμένο ον», να αναδυθεί ως
κατοικ-όν.
Θυμίζω
τη σκέψη του Hegel όταν έλεγε ότι στην ιδιοκτησία
συμπεριλαμβάνεται ο εαυτός αφού ιδιοκτησία είναι το στάδιο αντικειμενοποίησης
της βούλησης. Θεωρούσε δε ως πρώτη έκφραση του «κακού» την παραβίαση της
ιδιοκτησίας. Και θυμίζω, παράλληλα, την θυελλώδη κριτική που εισέπραξε από τον Marx, ιδιαίτερα για την παράγραφο 260.
Ο
πρόσφυγας, έλεγα, είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα, κάποιες φορές ούτε τα
ρούχα του, δεν του ανήκει ούτε καν το σώμα του το οποίο ανήκει στον διακινητή,
στον βιαστή, στον συνοριοφύλακα. Το σώμα του είναι ο τρόπος να μεταφέρει την
επιθυμία του, το σώμα του είναι μια αποσκευή που ωστόσο δεν του ανήκει, για την
μεταφορά της επιθυμίας του. Του ανήκει μόνο εκείνη η άσβεστη επιθυμία που τον
υποχρεώνει να κάνει χρήση του θανάτου για να νικήσει τον θάνατο σε μια λέμβο.
Αυτός, ο
απολύτως χωρίς ιδιοκτησία άνθρωπος έρχεται να μας χτυπήσει την πόρτα, και θέλω
να υπενθυμίσω εδώ, εν σχέση με την ταύτιση της φυσικής ηθικής με την κοινωνική
ηθική που ανέφερα πριν, και που τόσο έξοχα αναδύεται ανάμεσα στις γραμμές του
βιβλίου του Κώστα Λάμπου, ότι σύγχρονοι διανοητές όπως ο Derrida και ο Levinas,
εννοούν τον ξένο ως δικαιούχο της φιλοξενίας μας άνευ όρων. Και θέλω να
υπενθυμίσω, επίσης, την άποψη του Kant για το
ίδιο θέμα, στο γνωστό βιβλίο του για την «Αιώνια ειρήνη», θέση η οποία
θεσπίστηκε από τον ΟΗΕ στα δικαιώματα των προσφύγων, το 1951. Οι διατυπώσεις
αυτές μας λένε, ότι, το δίκαιο, η ηθική δεν έρχονται από το μέρος του
κατέχοντος, αλλά, παρά του μη έχοντος, ο οποίος δημιουργεί ηθική από το γεγονός
και μόνο ότι μας χτυπά την πόρτα. Και ηθική δεν σημαίνει κάτι άλλο, παρά ζωή.
Ας θυμηθούμε εδώ τον Foucault: «Ο ρατσισμός είναι η τομή ανάμεσα σε αυτόν
που πρέπει να ζήσει και σε αυτόν που πρέπει να πεθάνει. Είναι η διπλή κίνηση
μιας πολιτικής που αναλαμβάνει την ιδιοκτησία της ζωής και θεσπίζει τον
θάνατο».
Τελειώνοντας,
να υπενθυμίσω τον λόγο του Husserl (1935)
όταν ανυποψίαστος για τα δεινά που έρχονταν
αποκαλούσε την Ευρώπη «συνείδηση
της οικουμένης». Και, καλώς-κακώς, ήταν. Μην ξεχνάμε τα λόγια του Marx: «η
αστική τάξη έπαιξε ένα σπουδαιότατο επαναστατικό ρόλο».
Σήμερα;
Η ιδιοκτησία κινείται από μόνη της, χωρίς όνομα, χωρίς σύνορα, το
χρηματοπιστωτικό σύστημα πλημμυρίζει ανεξέλεγκτα τις ηπείρους, δεν ελέγχεται
από πουθενά, αδιάφορο παρασύρει ζωές, πληθυσμούς, το κλίμα, τον πλανήτη.
Το
«πράγμα» δρα εκτός του συμβολικού πλαισίου, όπως δρούσε η παλίρροια του
ναζισμού. Μόνο που σήμερα δρα «πολιτισμένα», δηλαδή σκοτώνει έμμεσα
χαμογελώντας ευγενικά. Δεν έχετε παρά να δείτε τα πολιτικά πρόσωπα στην
τηλεόραση.
Η
ιδιοκτησία σήμερα δρα χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. «Χωρίς νόημα», θα έλεγε ο Attali, όπως
χωρίς νόημα είναι η ανθρώπινη ζωή η οποία προσμετράται με σκορ
κατανάλωσης.
Το
βιβλίο του Κώστα Λάμπου δημιουργεί ηθική εισάγοντας το ατομικό υλικό «τίποτα»
ως προϋπόθεση μιας έννομης κοινωνίας όπου ο «παράδεισος» δεν θα είναι
ιδιοκτησία.
Σ’ αυτήν
την εποχή, σ’ αυτόν τον αιώνα των εξεγέρσεων, της μετανάστευσης, της νέας τάξης
ιδιοκτησίας και του μοιράσματος του κόσμου, το βιβλίο του Κώστα Λάμπου μας
προσφέρει την δυνατότητα να αφουγκραστούμε τις κινητήριες δυνάμεις αυτού του
κόσμου εάν εννοήσουμε το που οφείλεται η κακοδαιμονία του.
Το
βιβλίου του Κώστα Λάμπου, σαν ένα κόκκινο διαβατήριο, από κείνα που κουνούσε
στο υψωμένο χέρι του ο Μayakovski για να χαιρετήσει την επανάσταση, δεν θα
ανατρέψει τον κόσμο. Όμως, είναι σίγουρο, ότι το φάντασμα που ο Marx έλεγε
ότι ίπταται πάνω από τον κόσμο έχει όνομα το βιβλίο του Κώστα Λάμπου.
Ο ίδιος
λέει, κλείνοντας το βιβλίο του: «Κλείνοντας
αυτή τη μελέτη θεωρώ πως έγινε κατανοητό ότι η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί την
κύρια αιτία ολόκληρης της ανθρώπινης τραγωδίας. Αυτή την αλήθεια προσπάθησα να
αναδείξω και να την φέρω στο κέντρο του δημοσίου διαλόγου με τη βεβαιότητα πώς
ο διάλογος δεν έβλαψε ποτέ και κανέναν εκτός από εκείνους που μας θέλουν
βωβούς, κωφούς, τυφλούς και δούλους ανύπαρκτων και ψεύτικων θεών και υπαρκτών
και πραγματικών, εξουσιών, εκμεταλλευτών».
Πράγματι,
ο διάλογος κάποιους βλάπτει, φίλε Κώστα. Το σύστημα ετοιμάζει γενιές σε άγνοια,
κατάλληλες για δουλειά και πόλεμο. Δεν επιτρέπεται πια η σκέψη, η οποία πάντα
ήταν ύποπτη, αλλά τώρα αυτό είναι απροκάλυπτο και νόμιμο. Όπως στo «Μetropolis»
του F. Lang,
αγαπητοί φίλοι, οι λαοί οφείλουν να είναι πηγή εργατών και στρατιωτών. Γι’
αυτό, βυθιστείτε στα κινητά σας, αγαπητοί φίλοι, και στα video-games,
νομίζοντας ότι έτσι σκέπτεστε.
Το
βιβλίο του Κώστα Λάμπου, βαθύτατα συναισθηματικό, ένα ευαγγέλιο ουμανισμού θα
το χαρακτήριζα, συναντά ευθέως την συναισθηματικότητα του Marx όταν έλεγε: «Η θεωρία είναι ικανή να κατακτήσει τις μάζες αφότου γίνει
ριζοσπαστική. Ριζοσπαστική σημαίνει να πιάνει τα πράγματα από τη ρίζα. Η ρίζα
όμως για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
Ο Κώστας
Λάμπος, αυτός ο έφηβος της επανάστασης, αυτός ο
άρχοντας επαναστάτης, άρχοντας συναισθημάτων στα οποία δεξιώνεται όλη
την ανθρωπότητα, κατευθείαν ερχόμενος μέσα από τις πιο βίαιες και ταυτόχρονα
πιο τρυφερές σελίδες του Ρομαντισμού, μου θυμίζει τον καταπόρφυρο Blanqui, όταν έλεγε: «Όποιος έχει τα όπλα έχει και το ψωμί». Αλλά, προσοχή, συμπλήρωνε
ο Saint Juste: «Όσοι κάνουν μισή επανάσταση σκάβουν τον λάκκο τους μόνοι τους».
ΥΓ.
Αν είχαμε
χρόνο, θα επιχειρούσα να βλέπαμε το θέμα μας από την αρχή, λαμβάνοντας υπόψη
την θεώρηση του όντος στις μελέτες του
20ου αιώνα. Δηλαδή, εκκινώντας από τη χουσσερλιανή φιλοσοφία
και την ψυχανάλυση και θέτοντας το ερώτημα «τι
είναι η ιδιοκτησία;».
To «proprieté»
στα γαλλικά σημαίνει και «ιδιοκτησία» και «ιδιότητα» ενός πράγματος, όπως και
στα ελληνικά εξάλλου, το πρώτο συνθετικό της λέξης. Αλλά, το «ίδιον», το «propre»της ιδιοκτησίας, πως ορίζεται;
Έχω το
δικαίωμα να είμαι ιδιοκτήτης του χεριού μου; Του σώματος μου; Της σκέψης μου;
Μην ξεχνάμε ότι, σε κάποια καθεστώτα η σκέψη μου δεν πρέπει να μου ανήκει,
είναι παράνομη εάν δεν έχει ελεγχθεί ως συνάδουσα με το σύστημα. Θυμηθείτε την
επιθεώρηση του πάστορα στην Ολλανδία-τα σπίτια στο Άμστερνταμ εξακολουθούν να
μην έχουν κουρτίνες-όπως και τις σύγχρονες έρευνες σε σπίτια για κατοχή έντυπου
υλικού, δηλαδή σκέψης.
Έχω
δικαίωμα να πω οι αναμνήσεις «μου»; Ο
ελεύθερος χρόνος «μου»; Η ζωή μου
είναι δική «μου»; Οι κτητικές
αντωνυμίες τι νόημα έχουν; Και κατ’ αρχήν έχουν δικαίωμα να υπάρχουν; Έχω
δικαίωμα να πω «ο χώρος μου» αλλά όχι
«η γη μου»; Κι’ ακόμα περισσότερο, μπορώ άραγε να μιλώ για
«αλήθεια»; Για ποια «αλήθεια» πρόκειται; Για την ύποπτη «Αλήθεια» με άλφα
κεφαλαίο ή για την αλήθεια «μου» η οποία όμως πρέπει να τεθεί υπό κρίση όσον
αφορά το «μου» και κατά συνέπεια τη δυνατότητα της να υπάρχει. Χωρίς «αλήθεια»,
λοιπόν; Υπενθυμίζω εδώ την άποψη του Rorty για το
άχρηστο της αλήθειας και την συνάδουσα άποψη για τα «fake
news» του Trump.
Εάν έχω δικαίωμα επί της ιδιοκτησίας του
σώματος μου, εάν το πόδι μου είναι δικό μου, εάν έχω την κυριότητα του
βλέμματος μου -«Eίμαι ένα σώμα και έχω ένα σώμα» έλεγε ο
M. Merleau-Ponty- τότε, μήπως ν’ αναρωτηθούμε επί της
φράσης του Heidegger ότι, δεν είμαι μόνο εδώ που στέκομαι,
αλλά μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα μου, μέχρι εκεί που φτάνει η πέτρα που θα
πετάξω. Κι αυτό το «είμαι μέχρι εκεί»
δεν δηλώνει άραγε ιδιοκτησία, αφού το «είμαι μου», κατ’ αρχάς ως σώμα, μου
ανήκει;
Η «Λογική» της σχολής του «Port Royal»
(16..) προτείνει να διαχωρίσουμε την «ιδιοκτησία» από την «κατοχή». Έτσι, είμαι
ιδιοκτήτης των συναισθημάτων μου γι’ αυτή την γυναίκα- ακόμα κι αν πω: «δεν έχω συναισθήματα γι’ αυτή τη γυναίκα»-
αλλά όχι κάτοχος της γυναίκας. Το ανήκειν των συναισθημάτων συνιστά την κατοχή
μου από αυτά και επί αυτών, αλλά με κανένα τρόπο την κατοχή της πηγής.
Μην
ξεχνάμε ότι φιλόσοφοι σαν τον Locke και τον
Hobbes εντάσσουν στην έννοια της ιδιοκτησίας,
εκτός των υλικών αντικειμένων και την ζωή, την ελευθερία, την ψυχή, την εργασία
κλπ. Σήμερα, θα λέγαμε και την πνευματική ιδιοκτησία.
Μ’ άλλα
λόγια, οφείλω να είμαι ιδιοκτήτης της ατομικής επιθυμίας «μου», ιδιοκτήτης του λόγου «μου», ιδιοκτήτης της
ευθύνης «μου», αν θέλετε, της σαρτρικής ευθύνης «μου»; Θέτοντας το διαφορετικά,
μέσω μιας λακανικής οπτικής: εάν είναι η επιθυμία εκείνη που με κατέχει κι όχι
εγώ την επιθυμία, μπορούμε άραγε να κάνουμε μια επαναστατική απαλλοτρίωση της
ιδιοκτησίας της επιθυμίας, αντικείμενο της οποίας είναι το υποκείμενο; Μ’ άλλα
λόγια μπορούμε να καταργήσουμε την επιθυμία για ιδιοκτησία θέσης, εξουσίας,
φύλου; Έχω το δικαίωμα να πω το φύλο «μου» μού ανήκει; Ότι μου ανήκει η αγάπη
των γονιών «μου»;
Γιατί,
εάν όχι, τότε είναι περιττό να μιλήσουμε απόψε για την ιδιοκτησία και γενικά να
μιλάμε. Εξ’ ονόματος τίνος μιλώ εάν δεν μιλώ εξ’ ονόματος μου; Και με αυτή τη
λογική, έχει δικαίωμα ο Κώστας Λάμπος να πει ότι αυτό το βιβλίο είναι δικό του;
Και, εάν ναι, τι αναγνωρίζουμε ως ιδιοκτησία
αν το πρώτο υλικό αγαθό είναι το σώμα μου; Η ασθένεια «μου» είναι δική «μου», η
ηδονή του σώματος είναι η ηδονή «μου»; Μπορούμε να πούμε ότι ο θάνατος «μου»
μού ανήκει πλήρως, ότι το θνήσκειν είναι η απόλυτη ιδιοκτησία, όπως έλεγε ο Heidegger, αφού κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει
και κανείς δεν μπορεί να πεθάνει στη θέση μου; Ή ακόμα, έχω το δικαίωμα της
αυτοδιάθεσης του θανάτου «μου» είτε σαν αυτοκτονία είτε σαν ευθανασία, εάν το
«έχω ένα σώμα» γίνεται ευάλωτο όσον αφορά την κτητικότητα του από εμένα, παρότι είμαι αυτό το σώμα;
Και όσον
αφορά την τρέλα «μου», την κατάθλιψη «μου», τα όνειρα «μου» στον ύπνο μου», τις
φαντασιώσεις «μου» (οι οποίες μπορεί να είναι εχθρικές ως προς εμένα τον ίδιο,
ναι, μπορώ ν’ αγαπώ και να μισώ
ταυτόχρονα εκείνο που αγαπώ, καταδεικνύοντας έτσι τον βαθμό της αλλότητας που
με κατέχει, της οποίας είμαι ιδιοκτησία) επιδέχονται, άραγε, κτητικό
προσδιορισμό; Το μίσος; Το ασυνείδητο;
Και η
Ετερότητα που υποβόσκει στο βάθος, αυτός ο Άλλος που είμαι εγώ, ο «ξένος», δεν
είναι άραγε το πιο βαθύ κι ανομολόγητο κομμάτι μου, εκείνο που κατέχω και με
κατέχει περισσότερο από κάθε τι; Δεν είμαι, άραγε, ιδιοκτησία της Ετερότητας
μου η οποία μου προσδίδει ταυτότητα;
Όλα
αυτά, ακόμα κι αν φαίνονται σχολαστικά, ωστόσο δημιουργούν προϋποθέσεις ή
συνέπειες σχέσεων ικανές να διαλύσουν ομάδες, κοινότητες, συλλογικότητες,
κοινωνίες. Το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»
της Luxenbourg εκκινεί από πολύ βαθιά μέσα μας. Η
ιδιοκτησία της εξουσίας και της αλήθειας είναι τα όπλα του φασισμού μέσα μας.
Μην
ξεχνάμε ότι, στα λατινικά η ιδιοκτησία αποδίδεται ως «dominium»
και εξ’ αυτού «domaine» και «domicile» (κατοικία) δηλαδή «κυριαρχία», αλλά
κυριαρχία επί τίνος; Κι αν υποθέσουμε ότι το σπίτι που μένω δεν είναι δικό μου
ή δεν οφείλει να είναι δικό μου, το συναίσθημα που έχω γι’ αυτόν τον χώρο όταν
βάζω το κλειδί στην πόρτα ή όταν ξυπνάω στο δωμάτιο (πως να το πω «μου» αφού
δεν ξέρω αν μου ανήκει, αν πρέπει να «μου» ανήκει) μπορούν άραγε να είναι δικά
«μου», να «μου» ανήκουν, να είναι ιδιοκτησία «μου»; Και εξ’ αυτού, αυτόματα, να επιβάλλω
ιδιοκτησιακό καθεστώς στον υλικό χώρο; Τι μας ανήκει, αν μας ανήκει,
κοιτάζοντας το; Τι σημαίνει το «εγώ το
είδα πρώτος»; Ή το «εγώ το είπα
πρώτος»;
Και τι
κάνουμε με τη ζήλεια; Τι κάνουμε μ’ εκείνο το «που κοιτάς;» ή το «τι σκέφτεσαι;» «γιατί του μίλησες;» ή «γιατί της χαμογέλασες;»; Ή τι κάνουμε με την περίπτωση του «ανήκειν»
σε κάποιον όπου, ακριβώς, το αίτημα είναι «θέλω
να θέλεις να σου ανήκω», δηλαδή «η
απόλαυση σου οφείλει να είναι εγώ»; Μ’
άλλα λόγια, το «θέλω ν’ ανήκω μόνο σ’ εσένα» ή «δεν ανήκα ποτέ σε κανένα, μόνο σ’ εσένα ανήκω»,
δεν σημαίνει, άραγε, «θέλω να είμαι η
ιδιοκτησία σου» και ενδεχομένως, «να
είσαι η ιδιοκτησία μου»; Η φράση, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι άκυρη εάν
εκείνο το «θέλω» δεν μου ανήκει.
Τότε, όμως, ποιος μιλάει;
Την
επόμενη φορά θα μιλήσουμε για τις κτητικές αντωνυμίες και την προέλευση τους.