Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΗΘΙΚΗ


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΗΘΙΚΗ
Γράφει ο Φώτης Καγγελάρης[1]



Συμβολή στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Λάμπου «Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ» εκδ. Κουκκίδα, που έγινε στο «Ενναλακτικό Βιβλιοπωλείο», Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα, την Παρασκευή 15/12/2017.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
O Kώστας Λάμπος στο βιβλίο του αυτό καταπιάνεται μ’ ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία του ανθρώπου αυτό της «ατομικής ιδιοκτησίας», και μάλιστα, ανάμεσα σε δύο έννοιες με ιδιαίτερη συμβολική και σημασιολογική βαρύτητα, αυτές της «γέννησης» και του «θανάτου».
Ομολογώ την αμηχανία μου να παρουσιάσω ένα βιβλίο μ’ ένα τέτοιο θέμα, αφενός λόγω της τεράστιας σημασίας του αφετέρου λόγω του ότι δεν γράφω αμιγώς πολιτικά κείμενα, παρότι όλα μου σχεδόν τα κείμενα είναι πολιτικά. Επί πλέον συνέπεσε χρονικά μ’ ένα άλλο, δύσκολο για μένα, αυτής της περιόδου, κείμενο την « Έννοια της ανεξαρτησίας στο σύγχρονο κόσμο», που αποτελούσε συμμετοχή της Ελλάδας στο ανάλογο πρότζεκτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πως να καταπιαστείς μ’ ένα τέτοιο θέμα και πως να το παρουσιάσεις όταν έχουν ασχοληθεί με αυτό πολιτικοί φιλόσοφοι, ενδεικτικά αναφέρω, σαν τον Marx, τον Engels, τον Bakounine, τον Blanqui, ή τον Proudhon ή στο πλαίσιο της κλασσικής φιλοσοφίας ο Locke, o Hobbes κ.α. Και βέβαια ο Hegel του οποίου το πρώτο κεφάλαιο της «Φιλοσοφίας Δικαίου» είναι αφιερωμένο στην ιδιοκτησία. ($$ 41-71).
Αλλά μήπως και η θρησκεία δεν είχε λόγο επ’ αυτού, συχνά με αντιφατικό τρόπο, όταν πχ. λέει «πιο εύκολα θα περάσει κάβος από μάτι καρφίτσας παρά πλούσιος στον Παράδεισο» ή «αφήστε τα όλα και ακολουθήστε με» ή «δώσε τον ένα σου χιτώνα» ενώ, από την άλλη μεριά, στο πλαίσιο πάντα της ίδιας θρησκείας, ο Προτεσταντισμός ισχυρίζεται ότι είναι καθήκον του ανθρώπου να πλουτίσει, δηλαδή να κατέχει. Γι’ αυτό και σήμερα οι πιο πλούσιες χώρες του κόσμου είναι αυτές με το αντίστοιχο δόγμα. Είναι σημειολογικά χαρακτηριστικό της αντίφασης αυτής, ότι το χρώμα των χαρτονομισμάτων στις προτεσταντικές χώρες, πριν το ευρώ, ήταν έντονο και ζωηρό σε αντίθεση με τις καθολικές χώρες όπου το χρώμα ήταν σβησμένο και υποτονικό, να περνά όσο γίνεται απαρατήρητο, μη ενοχικά για τον κάτοχο τους.
Αλλά και οι άλλες θρησκείες του πλανήτη ασχολήθηκαν επισταμένα με το θέμα μας, πχ η μόνη ιδιοκτησία που έχει ο βουδιστής μοναχός είναι το ράσο του και το πιάτο μέσα στο οποίο οι πιστοί του εναποθέτουν τη φτωχική, από το υστέρημα τους, τροφή.
Στον δε Ινδουϊσμό, ο μοναχός δεν κατέχει ούτε το ένδυμα του. Ολόγυμνους θα δείτε τους Αγίους, βόρεια του Varanasi.
Μα και στις κοινωνικές ομάδες της υποσαχάριας Αφρικής, του Ειρηνικού, της λεκάνης του Αμαζονίου και του Οrinoco δεν τίθεται άραγε το θέμα της ιδιοκτησίας, όπως αντίστοιχα ετέθη στα κοινόβια των ‘60ς ή στην «Ουτοπία» του φιλοσοφικού και πολιτειακού συστήματος του Th. More, 300 χρόνια νωρίτερα από τη σκέψη του Marx;
Τι είναι αυτή η ιδιοκτησία;
Ο Κώστας Λάμπος τόλμησε να διαπραγματευτεί το ερώτημα και τα κατάφερε. Έτσι, δέχτηκα μετά χαράς την πρόσκληση του, αφού προηγουμένως του είχα εκφράσει την πλήρη εκτίμηση μου, όταν είχα πρωτοδιαβάσει ένα απόσπασμα, σ’ ένα κοινό τόπο συνάντησης, στην ιστοσελίδα της εκπομπής «Ανιχνεύσεις» του Π. Σαββίδη. 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Ο Κώστας Λάμπος, επιχειρώντας μια βύθιση στην ιστορία, μας λέει ότι ο τρόπος της ζωής μας, δηλαδή, ο τρόπος ζωής που επιβάλλεται ως κοινωνική συνθήκη και η ατομική ιδιοκτησία που υπαγορεύει αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ούτε κάτι φυσικό, ούτε κάτι αναπόφευκτο. Η αναδίφηση του «πως» της ιστορίας μας δείχνει, ακριβώς, ότι η αίσθηση που έχουμε περί νοήματος, περί «είναι», περί χρόνου, περί θανάτου, περί εξουσίας, περί σχέσης με τον εαυτό και τον Άλλο είναι απόρροια του κοινωνικού πλαισίου που σφυρηλατεί τη συνείδηση κατά το δοκούν.
Θα πρόσθετα κάτι ακόμα. Ότι το χεγκελιανό «πράγμα» ή το λακανικό «πραγματικό» στην έκφραση τους επί του συμβολικού πεδίου θα εκφραστούν μέσω της γλώσσας, του σημαίνοντος, του κοινωνικού δεσμού από την εκάστοτε μορφή εξουσίας η οποία θα μορφοποιήσει το «πράγμα» κατά το συμφέρον της. Έτσι, η υποταγή, η κανονικοποίηση, η κατανάλωση, η εποπτεία γίνονται οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη ζωή, μια ζωή που όχι μόνο δεν μετράει, αλλά που έχει χρέος να μην μετράει, να μην διαμαρτύρεται, να μην αντιστέκεται. Μια ζωή που οφείλει να κινείται στη βάση μιας «κατηγορικής προσταγής» του τύπου: «Κατανάλωσε ή  ενοχοποιήσου- αν δεν μπορείς να καταναλώσεις». Μια ζωή που οφείλει να τείνει στην ομοιομορφία, στην έλλειψη κριτικής, μια ζωή που οφείλει να αυτοευνουχίζεται, δηλαδή, να σημαίνει επιτυχής μέσα στο υπαγορευμένο πλαίσιο, έτσι, όπως προκύπτει, από την αόρατη φωνή του Κυρίου, του Ιδιοκτήτη, του Θεού, της Τηλεόρασης.
Θυμηθείτε εδώ την ανάλυση του Althusser στο «ε, εσύ». Αλλά, και  την Butler όταν εύστοχα υπογραμμίζει την επιθυμία του  «ανήκειν» έναντι του φόβου της αποξένωσης, με κόστος όμως το να μην είσαι αυτός που θέλεις να είσαι. 
Όπως έλεγε ο Marx, αλλοτρίωση δεν είναι μόνο μια οικονομική αξία, αλλά και μια ηθική αξία που αφορά την ζωή. Δηλαδή, η έννοια της υπεραξίας δεν αφορά μόνο την σχέση εργασίας-προϊόντος, αλλά, επίσης, την επιπλέον απόλαυση που προκύπτει από την αλλοτρίωση και κυριαρχία. Ο κυρίαρχος ωστόσο, κυριαρχείται από την κυριαρχία του, δηλαδή, από το ότι δεν μπορεί παρά να αλλοτριώσει την ζωή του άλλου. Η «υπεραπόλαυση», επισημαίνει ο Lacan, είναι η εγγενής ιδιοκτησία του σώματος του Άλλου.

Ο Κώστας Λάμπος μας φέρνει αντιμέτωπους με το τεράστιο πλέγμα της πολιτικό-στρατιωτικό-θρησκευτικής εξουσίας που αναδύεται ως νόμιμος φύλακας της ατομικής ιδιοκτησίας. Μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτό που όλοι βιώνουμε, όλοι ζούμε καθημερινά, την διαπότιση της ζωής μας από τους μηχανισμούς εκείνους οι οποίοι δημιουργώντας κοινωνία-κράτος-εξουσία μας καθορίζουν ως κοινωνικά όντα έτσι ώστε να δεχόμαστε να αγωνιστούμε και να πεθάνουμε για μια ατομική ιδιοκτησία ή για το όνειρο της απόκτησής της.
Ο Κώστας Λάμπος βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Με την εμβρίθεια ενός ιστορικού, ενός φιλοσόφου και ενός πολιτικού, πολιτικού με την αριστοτελική έννοια της πολιτικής ως ηθικής, μας αναπτύσσει το μόρφωμα της ιδιοκτησίας ως συνισταμένη του νοσούντος κοινωνικού σώματος, αφαιρώντας του τις μεταφυσικές φτερούγες, ότι πρόκειται τάχα για θεϊκή ή μεταφυσική κατάσταση που γειώνεται στο αντίστοιχο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Μην ξεχνάμε βέβαια, ότι ο πρώην ιδιοκτήτης της ιστορίας είναι ο Θεός, ο οποίος δεν φτιάχνει απλά τον κόσμο, αλλά, φτιάχνει τον κόσμο του, τον κήπο του, το περιβόλι του εντός του οποίου απαιτεί θεϊκή υπακοή και τάξη επί των  υπηκόων  του. Ο Θεός δεν φτιάχνει τον κόσμο για να τον χαρίσει, αλλά, φτιάχνει τον κόσμο για να τον κατέχει. Ο Παράδεισος είναι μια ιδιοκτησία η οποία, όμως, δεν θα είχε νόημα ως τέτοια αν δεν υπήρχε ο άλλος έναντι του οποίου η ιδιοκτησία αποκτά νόημα, παράλληλα με το ότι ο άλλος αυτός είναι, επίσης, κτήση του ίδιου  του κτήτορα. Αφού, λοιπόν, ο Θεός είναι κτήτορας του κόσμου του, που τυχαίνει να είναι όλος ο κόσμος, και ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα του» οφείλει να κατέχει το μερίδιο που του αναλογεί επί του κόσμου τούτου.
Όμως, όπως έλεγε ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης «Η δυστυχία του ανθρώπου αρχίζει από την στιγμή που μπήγει τον πρώτο πάσσαλο στην γη για να ορίσει την γη ως δική του» και ταυτόχρονα, προσθέτω, να απαγορεύσει με θεϊκή εντολή την καταπάτηση της ιδιοκτησίας: «ουκ επιθυμήσεις όσα εν τω πλησίον σου εστί».

Έλεγα, ότι ο Κώστας Λάμπος, τοποθετεί το φαινόμενο της ιδιοκτησίας στην κοινωνική και ιστορική του διάσταση ούτως ώστε το βιβλίο αυτό να είναι, αντίστοιχα, ένα χρηστικό εγχειρίδιο ερμηνείας, όχι μόνο του ίδιου του φαινομένου αλλά και των επιπτώσεων του επί της ιστορίας. Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά είναι η μετάφραση του 1789, του 1848, του 1870, του 1917 για να αναφερθώ, μόνο, σε μερικούς σύγχρονους ιστορικούς σταθμούς ή στους αντίστοιχους ελληνικούς, όπως τους ερευνά ο Κώστας Λάμπος, την κομμούνα της Άνδρου ή την κομμούνα της Θεσσαλονίκης.
Θα τολμούσα ακόμα να παρομοιάσω το βιβλίο αυτό με την πρώτη καντιανή «Κριτική». Όπως ο Kant επιχειρεί να μας πει «πως» σκεφτόμαστε, τι είναι το «ορθώς σκέπτεσθαι», έτσι και ο Κώστας Λάμπος, μια για πάντα, μας δίνει τις συντεταγμένες του «σκέπτεσθαι» περί της ατομικής ιδιοκτησίας.

Είπα προηγουμένως, ότι, μεταξύ άλλων, επιχειρεί την ανάλυσή του φαινομένου και ως πολιτικός με την αριστοτελική  έννοια. Μην ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης εντάσσει την Πολιτική στην Ηθική ως κλάδο της φιλοσοφίας. Η Πολιτική, στο βάθος, είναι Ηθική. Και μ’ αυτήν την έννοια, ο Κώστας Λάμπος, το βιβλίο του, είναι βαθύτατα ηθικό, τόσο τουλάχιστον, όσο και βαθύτατα ανθρώπινο. Αλληλέγγυο του συνανθρώπου, αλλά, άλλο τόσο  εξοργιστικό όταν βλέπεις μέσω της ανάλυσής του, ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς απαλλαγμένο από το θρησκευτικό και πολιτικό του ψεύδος αναδύεται ως μια αποκλίνουσα ανθρώπινη κατάσταση η οποία, ακριβώς, ως αποκλίνουσα έχει την ανάγκη μιας διαρκούς «κατάστασης ανάγκης» θα έλεγε ο Agaben, σαν κι’ αυτή που διανύουμε τώρα. Μιας διαρκούς «κατάστασης ανάγκης» που εξωραΐζεται με την υποτιθέμενη ασφάλεια.
Κώστα Λάμπε, εντάσσω το βιβλίο σου αυτό όχι μόνο στα κλασικά της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά, επίσης στα δοκίμια περί Ηθικής, όπως αυτό του Rawls ή του Dworkin, που, παρότι, άπτoνται της οικονομίας ή της δικαιοσύνης είναι βαθύτατα προτάσεις για μια κοινωνία δικαίου, εντός, βέβαια, για τον Rawls και τον Dworkin , του αστικού πλαισίου.
Ο Κώστας Λάμπος, λοιπόν, βαθύτατα ηθικός, ουμανιστής, τέκνο του Διαφωτισμού -θα του άξιζε ένα λήμμα με το όνομά του στην εγκυκλοπαίδεια του D’ Αlamber και του Diderot ή ένα εδάφιο στο λεξικό του Voltaire- ουσιαστικά, επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με τον Άλλον στη βάση μιας ηθικής που επιτρέπει την συνύπαρξη όχι στη βάση του χεγκελιανού κράτους αλλά στη βάση της καντιανής «κατηγορικής προσταγής».

Και στο σημείο αυτό, θα ήθελα να πω, ότι, κατ’ ουσία, ο Κώστας Λάμπος επιχειρεί μια υπέρβαση της διάστασης φυσικό-ηθικό-κοινωνικό. Μας λέει, ότι, αυτό που θεωρούμε ως φυσική κατάσταση, η ιδιοκτησία, είναι η νοσούσα κοινωνική κατάσταση, είναι, για να θυμηθούμε τον Freud, μια διαστροφική συμπεριφορά η οποία έχει παρακάμψει την φυσική οδό του «ανήκειν» στην κοινωνία.
Ο Κώστας Λάμπος, με την ερμηνεία της ιστορίας, μας δείχνει ότι το φυσικό δίκαιο και το ηθικό δίκαιο είναι ταυτόσημα, δεν υπάρχει διάσταση εντός του βιώματος και του ψυχισμού του ανθρώπου παρά μόνο τεχνητά, για λόγους σκοπιμότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα κακό παιδί το οποίο χρειάζεται φυλακές και βασανιστήρια για να δει το λάθος του και την οδό που του προτείνει το σύστημα. Ο άνθρωπος έχει, εν τω γεννάσθαι, την δυνατότητα να είναι ηθικό ον, εάν δεν υποστεί την διαστροφή της άνωθεν επιβολής των νόμων, εκείνων που αποβλέπουν στο συμφέρον των ολίγων.
Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι ο άνθρωπος γεννιέται ηθικός. Κάθε άλλο. Όπως έλεγε ο Freud, ο πολιτισμός είναι η μετουσίωση και οριοθέτηση των ορμεμφύτων σε κοινωνική επιθυμία, και που ο Marx, στα «Χειρόγραφα του ’44», αποκαλούσε «λοιμώδη ανάσα του πολιτισμού». Εννοώ ότι φέρει μέσα του την δυνατότητα μιας ηθικής τάξης, δηλαδή την δυνατότητα μιας σχέσης με τον Άλλον που προκύπτει από την είσοδό του στην γλώσσα, στο σημαίνον. Δεν πάει ο νόμος με όπλα να χτυπήσει την πόρτα του υποκειμένου ξημερώματα. Είναι το υποκείμενο του λόγου που πάει ξημερώματα να συναντήσει το νόμο-λόγο.
Θα μιλούσα, με άκρα προσοχή, για μια κοινωνική αυτορρύθμιση, και θα χρησιμοποιούσα, προς τούτο, την γνωστή παραβολή του Schopenhaouer για τους σκαντζόχοιρους. Και λέω με άκρα προσοχή, γιατί το θέμα της αυτορρύθμισης, αυτοδιαχείρησης, συλλογικότητας, αναρχικής διευθέτησης είναι, ακριβώς, αυτό που επικαλείται σήμερα ο πλέον ακραίος φιλελευθερισμός, βλέπε Greenspan, για την ασυδοσία του κεφαλαίου. Ο νεοφιλελευθερισμός νομιμοποιεί το «Alien» του κεφαλαίου βαφτίζοντας το αυτοδιαχείριση. Είναι αυτή τούτη η «υπεραπόλαυση» για την οποία μίλησε ο Lacan, η οποία απεμπολεί πάσα έννοια νόμου, ανθρώπου, ζωής, απεμπολεί ακόμα και την έννοια της ιδιοκτησίας αφού δεν υπάρχει κάτι το οποίο να του ανήκει, του ανήκουν τα πάντα, το «τέρας» ανήκει μόνο στον εαυτό του, είναι τα πάντα και εξ’ αυτού συνώνυμο του θανάτου. 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω ως περίπτωση του αντίθετου της ιδιοκτησίας στον σύγχρονο κόσμο τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, τον πολιτικά και οικονομικά διωγμένο, αυτόν που σήμερα συμβολίζει την αιώνια επιθυμία του ανθρώπου, εκείνη που τον έκανε να επιβιώσει μέσα στον χρόνο, την επιθυμία να διασχίσει, βουνά, θάλασσες, ερήμους, πάγους, ζούγκλες, στέπες για να ορίσει τον τόπο της κατοικίας του, δηλαδή, να οριστεί ο ίδιος και από «Ιπτάμενος Ολλανδός», από «ερριμμένο ον», να αναδυθεί ως κατοικ-όν.
Θυμίζω τη σκέψη του Hegel όταν έλεγε ότι στην ιδιοκτησία συμπεριλαμβάνεται ο εαυτός αφού ιδιοκτησία είναι το στάδιο αντικειμενοποίησης της βούλησης. Θεωρούσε δε ως πρώτη έκφραση του «κακού» την παραβίαση της ιδιοκτησίας. Και θυμίζω, παράλληλα, την θυελλώδη κριτική που εισέπραξε από τον Marx, ιδιαίτερα για την παράγραφο 260.
Ο πρόσφυγας, έλεγα, είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα, κάποιες φορές ούτε τα ρούχα του, δεν του ανήκει ούτε καν το σώμα του το οποίο ανήκει στον διακινητή, στον βιαστή, στον συνοριοφύλακα. Το σώμα του είναι ο τρόπος να μεταφέρει την επιθυμία του, το σώμα του είναι μια αποσκευή που ωστόσο δεν του ανήκει, για την μεταφορά της επιθυμίας του. Του ανήκει μόνο εκείνη η άσβεστη επιθυμία που τον υποχρεώνει να κάνει χρήση του θανάτου για να νικήσει τον θάνατο σε μια λέμβο.
Αυτός, ο απολύτως χωρίς ιδιοκτησία άνθρωπος έρχεται να μας χτυπήσει την πόρτα, και θέλω να υπενθυμίσω εδώ, εν σχέση με την ταύτιση της φυσικής ηθικής με την κοινωνική ηθική που ανέφερα πριν, και που τόσο έξοχα αναδύεται ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου του Κώστα Λάμπου, ότι σύγχρονοι διανοητές όπως ο Derrida και ο Levinas, εννοούν τον ξένο ως δικαιούχο της φιλοξενίας μας άνευ όρων. Και θέλω να υπενθυμίσω, επίσης, την άποψη του Kant για το ίδιο θέμα, στο γνωστό βιβλίο του για την «Αιώνια ειρήνη», θέση η οποία θεσπίστηκε από τον ΟΗΕ στα δικαιώματα των προσφύγων, το 1951. Οι διατυπώσεις αυτές μας λένε, ότι, το δίκαιο, η ηθική δεν έρχονται από το μέρος του κατέχοντος, αλλά, παρά του μη έχοντος, ο οποίος δημιουργεί ηθική από το γεγονός και μόνο ότι μας χτυπά την πόρτα. Και ηθική δεν σημαίνει κάτι άλλο, παρά ζωή. Ας θυμηθούμε εδώ τον Foucault: «Ο ρατσισμός είναι η τομή ανάμεσα σε αυτόν που πρέπει να ζήσει και σε αυτόν που πρέπει να πεθάνει. Είναι η διπλή κίνηση μιας πολιτικής που αναλαμβάνει την ιδιοκτησία της ζωής και θεσπίζει τον θάνατο».

Τελειώνοντας, να υπενθυμίσω τον λόγο του Husserl (1935) όταν ανυποψίαστος για τα δεινά που έρχονταν  αποκαλούσε την Ευρώπη «συνείδηση της οικουμένης». Και, καλώς-κακώς, ήταν. Μην ξεχνάμε τα λόγια του Marx: «η αστική τάξη έπαιξε ένα σπουδαιότατο επαναστατικό ρόλο».
Σήμερα; Η ιδιοκτησία κινείται από μόνη της, χωρίς όνομα, χωρίς σύνορα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα πλημμυρίζει ανεξέλεγκτα τις ηπείρους, δεν ελέγχεται από πουθενά, αδιάφορο παρασύρει ζωές, πληθυσμούς, το κλίμα, τον πλανήτη.
Το «πράγμα» δρα εκτός του συμβολικού πλαισίου, όπως δρούσε η παλίρροια του ναζισμού. Μόνο που σήμερα δρα «πολιτισμένα», δηλαδή σκοτώνει έμμεσα χαμογελώντας ευγενικά. Δεν έχετε παρά να δείτε τα πολιτικά πρόσωπα στην τηλεόραση.
Η ιδιοκτησία σήμερα δρα χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. «Χωρίς νόημα», θα έλεγε ο Attali, όπως χωρίς νόημα είναι η ανθρώπινη ζωή η οποία προσμετράται με σκορ κατανάλωσης. 

Το βιβλίο του Κώστα Λάμπου δημιουργεί ηθική εισάγοντας το ατομικό υλικό «τίποτα» ως προϋπόθεση μιας έννομης κοινωνίας όπου ο «παράδεισος» δεν θα είναι ιδιοκτησία.
Σ’ αυτήν την εποχή, σ’ αυτόν τον αιώνα των εξεγέρσεων, της μετανάστευσης, της νέας τάξης ιδιοκτησίας και του μοιράσματος του κόσμου, το βιβλίο του Κώστα Λάμπου μας προσφέρει την δυνατότητα να αφουγκραστούμε τις κινητήριες δυνάμεις αυτού του κόσμου εάν εννοήσουμε το που οφείλεται η κακοδαιμονία του.
Το βιβλίου του Κώστα Λάμπου, σαν ένα κόκκινο διαβατήριο, από κείνα που κουνούσε στο υψωμένο χέρι του ο Μayakovski για να χαιρετήσει την επανάσταση, δεν θα ανατρέψει τον κόσμο. Όμως, είναι σίγουρο, ότι το φάντασμα που ο  Marx έλεγε ότι ίπταται πάνω από τον κόσμο έχει όνομα το βιβλίο του Κώστα Λάμπου.
Ο ίδιος λέει, κλείνοντας το βιβλίο του: «Κλείνοντας αυτή τη μελέτη θεωρώ πως έγινε κατανοητό ότι η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί την κύρια αιτία ολόκληρης της ανθρώπινης τραγωδίας. Αυτή την αλήθεια προσπάθησα να αναδείξω και να την φέρω στο κέντρο του δημοσίου διαλόγου με τη βεβαιότητα πώς ο διάλογος δεν έβλαψε ποτέ και κανέναν εκτός από εκείνους που μας θέλουν βωβούς, κωφούς, τυφλούς και δούλους ανύπαρκτων και ψεύτικων θεών και υπαρκτών και πραγματικών, εξουσιών, εκμεταλλευτών».
Πράγματι, ο διάλογος κάποιους βλάπτει, φίλε Κώστα. Το σύστημα ετοιμάζει γενιές σε άγνοια, κατάλληλες για δουλειά και πόλεμο. Δεν επιτρέπεται πια η σκέψη, η οποία πάντα ήταν ύποπτη, αλλά τώρα αυτό είναι απροκάλυπτο και νόμιμο. Όπως στo «Μetropolis» του F. Lang, αγαπητοί φίλοι, οι λαοί οφείλουν να είναι πηγή εργατών και στρατιωτών. Γι’ αυτό, βυθιστείτε στα κινητά σας, αγαπητοί φίλοι, και στα video-games, νομίζοντας ότι έτσι σκέπτεστε.
Το βιβλίο του Κώστα Λάμπου, βαθύτατα συναισθηματικό, ένα ευαγγέλιο ουμανισμού θα το χαρακτήριζα, συναντά ευθέως την συναισθηματικότητα του Marx όταν έλεγε: «Η θεωρία είναι ικανή να κατακτήσει τις μάζες αφότου γίνει ριζοσπαστική. Ριζοσπαστική σημαίνει να πιάνει τα πράγματα από τη ρίζα. Η ρίζα όμως για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
 Ο Κώστας Λάμπος, αυτός ο έφηβος της επανάστασης, αυτός ο  άρχοντας επαναστάτης, άρχοντας συναισθημάτων στα οποία δεξιώνεται όλη την ανθρωπότητα, κατευθείαν ερχόμενος μέσα από τις πιο βίαιες και ταυτόχρονα πιο τρυφερές σελίδες του Ρομαντισμού, μου θυμίζει τον καταπόρφυρο Blanqui, όταν έλεγε: «Όποιος έχει τα όπλα έχει και το ψωμί». Αλλά, προσοχή, συμπλήρωνε ο Saint Juste: «Όσοι κάνουν μισή επανάσταση σκάβουν τον λάκκο τους μόνοι τους».

ΥΓ.
Αν είχαμε χρόνο, θα επιχειρούσα να βλέπαμε το θέμα μας από την αρχή, λαμβάνοντας υπόψη την θεώρηση του όντος στις μελέτες του  20ου αιώνα. Δηλαδή, εκκινώντας από τη χουσσερλιανή φιλοσοφία και την ψυχανάλυση και θέτοντας το ερώτημα «τι είναι η ιδιοκτησία;».
To «proprieté» στα γαλλικά σημαίνει και «ιδιοκτησία» και «ιδιότητα» ενός πράγματος, όπως και στα ελληνικά εξάλλου, το πρώτο συνθετικό της λέξης.  Αλλά, το «ίδιον», το «propre»της ιδιοκτησίας, πως ορίζεται;
 Έχω το δικαίωμα να είμαι ιδιοκτήτης του χεριού μου; Του σώματος μου; Της σκέψης μου; Μην ξεχνάμε ότι, σε κάποια καθεστώτα η σκέψη μου δεν πρέπει να μου ανήκει, είναι παράνομη εάν δεν έχει ελεγχθεί ως συνάδουσα με το σύστημα. Θυμηθείτε την επιθεώρηση του πάστορα στην Ολλανδία-τα σπίτια στο Άμστερνταμ εξακολουθούν να μην έχουν κουρτίνες-όπως και τις σύγχρονες έρευνες σε σπίτια για κατοχή έντυπου υλικού, δηλαδή σκέψης.
Έχω δικαίωμα να πω οι αναμνήσεις «μου»; Ο ελεύθερος χρόνος «μου»; Η ζωή μου είναι δική «μου»; Οι κτητικές αντωνυμίες τι νόημα έχουν; Και κατ’ αρχήν έχουν δικαίωμα να υπάρχουν; Έχω δικαίωμα να πω «ο χώρος μου» αλλά όχι «η γη μου»;  Κι’ ακόμα περισσότερο, μπορώ άραγε να μιλώ για «αλήθεια»; Για ποια «αλήθεια» πρόκειται; Για την ύποπτη «Αλήθεια» με άλφα κεφαλαίο ή για την αλήθεια «μου» η οποία όμως πρέπει να τεθεί υπό κρίση όσον αφορά το «μου» και κατά συνέπεια τη δυνατότητα της να υπάρχει. Χωρίς «αλήθεια», λοιπόν; Υπενθυμίζω εδώ την άποψη του Rorty για το άχρηστο της αλήθειας και την συνάδουσα άποψη για τα «fake news» του Trump.
 Εάν έχω δικαίωμα επί της ιδιοκτησίας του σώματος μου, εάν το πόδι μου είναι δικό μου, εάν έχω την κυριότητα του βλέμματος μου Eίμαι ένα σώμα και έχω ένα σώμα» έλεγε ο M. Merleau-Ponty- τότε, μήπως ν’ αναρωτηθούμε επί της φράσης του Heidegger ότι, δεν είμαι μόνο εδώ που στέκομαι, αλλά μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα μου, μέχρι εκεί που φτάνει η πέτρα που θα πετάξω. Κι αυτό το «είμαι μέχρι εκεί» δεν δηλώνει άραγε ιδιοκτησία, αφού το «είμαι μου», κατ’ αρχάς ως σώμα, μου ανήκει;
 Η «Λογική» της σχολής του «Port Royal» (16..) προτείνει να διαχωρίσουμε την «ιδιοκτησία» από την «κατοχή». Έτσι, είμαι ιδιοκτήτης των συναισθημάτων μου γι’ αυτή την γυναίκα- ακόμα κι αν πω: «δεν έχω συναισθήματα γι’ αυτή τη γυναίκα»- αλλά όχι κάτοχος της γυναίκας. Το ανήκειν των συναισθημάτων συνιστά την κατοχή μου από αυτά και επί αυτών, αλλά με κανένα τρόπο την κατοχή της πηγής.
Μην ξεχνάμε ότι φιλόσοφοι σαν τον Locke και τον Hobbes εντάσσουν στην έννοια της ιδιοκτησίας, εκτός των υλικών αντικειμένων και την ζωή, την ελευθερία, την ψυχή, την εργασία κλπ. Σήμερα, θα λέγαμε και την πνευματική ιδιοκτησία.
Μ’ άλλα λόγια, οφείλω να είμαι ιδιοκτήτης της ατομικής επιθυμίας «μου»,  ιδιοκτήτης του λόγου «μου», ιδιοκτήτης της ευθύνης «μου», αν θέλετε, της σαρτρικής ευθύνης «μου»; Θέτοντας το διαφορετικά, μέσω μιας λακανικής οπτικής: εάν είναι η επιθυμία εκείνη που με κατέχει κι όχι εγώ την επιθυμία, μπορούμε άραγε να κάνουμε μια επαναστατική απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της επιθυμίας, αντικείμενο της οποίας είναι το υποκείμενο; Μ’ άλλα λόγια μπορούμε να καταργήσουμε την επιθυμία για ιδιοκτησία θέσης, εξουσίας, φύλου; Έχω το δικαίωμα να πω το φύλο «μου» μού ανήκει; Ότι μου ανήκει η αγάπη των γονιών «μου»;
Γιατί, εάν όχι, τότε είναι περιττό να μιλήσουμε απόψε για την ιδιοκτησία και γενικά να μιλάμε. Εξ’ ονόματος τίνος μιλώ εάν δεν μιλώ εξ’ ονόματος μου; Και με αυτή τη λογική, έχει δικαίωμα ο Κώστας Λάμπος να πει ότι αυτό το βιβλίο είναι δικό του;
 Και, εάν ναι, τι αναγνωρίζουμε ως ιδιοκτησία αν το πρώτο υλικό αγαθό είναι το σώμα μου; Η ασθένεια «μου» είναι δική «μου», η ηδονή του σώματος είναι η ηδονή «μου»; Μπορούμε να πούμε ότι ο θάνατος «μου» μού ανήκει πλήρως, ότι το θνήσκειν είναι η απόλυτη ιδιοκτησία, όπως έλεγε ο Heidegger, αφού κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει και κανείς δεν μπορεί να πεθάνει στη θέση μου; Ή ακόμα, έχω το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του θανάτου «μου» είτε σαν αυτοκτονία είτε σαν ευθανασία, εάν το «έχω ένα σώμα» γίνεται ευάλωτο όσον αφορά την κτητικότητα  του από εμένα, παρότι είμαι αυτό το σώμα;
Και όσον αφορά την τρέλα «μου», την κατάθλιψη «μου», τα όνειρα «μου» στον ύπνο μου», τις φαντασιώσεις «μου» (οι οποίες μπορεί να είναι εχθρικές ως προς εμένα τον ίδιο, ναι, μπορώ  ν’ αγαπώ και να μισώ ταυτόχρονα εκείνο που αγαπώ, καταδεικνύοντας έτσι τον βαθμό της αλλότητας που με κατέχει, της οποίας είμαι ιδιοκτησία) επιδέχονται, άραγε, κτητικό προσδιορισμό; Το μίσος; Το ασυνείδητο;
Και η Ετερότητα που υποβόσκει στο βάθος, αυτός ο Άλλος που είμαι εγώ, ο «ξένος», δεν είναι άραγε το πιο βαθύ κι ανομολόγητο κομμάτι μου, εκείνο που κατέχω και με κατέχει περισσότερο από κάθε τι; Δεν είμαι, άραγε, ιδιοκτησία της Ετερότητας μου η οποία μου προσδίδει ταυτότητα;
Όλα αυτά, ακόμα κι αν φαίνονται σχολαστικά, ωστόσο δημιουργούν προϋποθέσεις ή συνέπειες σχέσεων ικανές να διαλύσουν ομάδες, κοινότητες, συλλογικότητες, κοινωνίες. Το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» της Luxenbourg εκκινεί από πολύ βαθιά μέσα μας. Η ιδιοκτησία της εξουσίας και της αλήθειας είναι τα όπλα του φασισμού μέσα μας.
Μην ξεχνάμε ότι, στα λατινικά η ιδιοκτησία αποδίδεται ως «dominium» και εξ’ αυτού «domaine» και «domicile» (κατοικία) δηλαδή «κυριαρχία», αλλά κυριαρχία επί τίνος; Κι αν υποθέσουμε ότι το σπίτι που μένω δεν είναι δικό μου ή δεν οφείλει να είναι δικό μου, το συναίσθημα που έχω γι’ αυτόν τον χώρο όταν βάζω το κλειδί στην πόρτα ή όταν ξυπνάω στο δωμάτιο (πως να το πω «μου» αφού δεν ξέρω αν μου ανήκει, αν πρέπει να «μου» ανήκει) μπορούν άραγε να είναι δικά «μου», να «μου» ανήκουν, να είναι ιδιοκτησία «μου»;  Και εξ’ αυτού, αυτόματα, να επιβάλλω ιδιοκτησιακό καθεστώς στον υλικό χώρο; Τι μας ανήκει, αν μας ανήκει, κοιτάζοντας το; Τι σημαίνει το «εγώ το είδα πρώτος»; Ή το «εγώ το είπα πρώτος»;
Και τι κάνουμε με τη ζήλεια; Τι κάνουμε μ’ εκείνο το «που κοιτάς;» ή το «τι σκέφτεσαι;» «γιατί του μίλησες;» ή «γιατί της χαμογέλασες;»;  Ή τι κάνουμε με την περίπτωση του «ανήκειν» σε κάποιον όπου, ακριβώς, το αίτημα είναι «θέλω να θέλεις να σου ανήκω», δηλαδή «η απόλαυση σου οφείλει να είναι εγώ»; Μ’  άλλα λόγια, το «θέλω ν’ ανήκω μόνο σ’ εσένα» ή «δεν ανήκα ποτέ σε κανένα, μόνο σ’ εσένα ανήκω», δεν σημαίνει, άραγε, «θέλω να είμαι η ιδιοκτησία σου» και ενδεχομένως, «να είσαι η ιδιοκτησία μου»; Η φράση, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι άκυρη εάν εκείνο το «θέλω» δεν μου ανήκει. Τότε, όμως, ποιος μιλάει;
Την επόμενη φορά θα μιλήσουμε για τις κτητικές αντωνυμίες και την προέλευση τους.


[1] Ο Φώτης Καγγελάρης είναι Διδάκτωρ Ψυχοπαθολογίας. Σπούδασε στο Παρίσι (μαθητής των Tomkiewicz, Cooper και Lacan, παρακολούθησε επίσης Φιλοσοφία και Γλωσσολογία), όπου διετέλεσε Ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας. Εργάζεται και ζει στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια εντρυφεί επίσης στην ψυχαναλυτική ανθρωπολογία μελετώντας τις μάσκες των λαών του κόσμου και στη φιλοσοφία και την ψυχαναλυτική σημειολογία της φωτογραφικής εικόνας.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Ο καπιταλισμός είναι αντίθετoς με την ανθρώπινη φύση και τον ανθρωπισμό


Ο καπιταλισμός και οι οικονομικοκοινωνικές ανισότητες είναι αντίθετες με την ανθρώπινη φύση και τον ανθρωπισμό

Γράφει ο Κώστας Λάμπος
claslessdemocracy@gmail.com, 


Η τρέχουσα οικονομική κρίση του καπιταλισμού δεν είναι καινούργια κι ας αποτελεί έκφραση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι μόνο κρίση που αποσκοπεί στη μονοπολική αναδιάρθρωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά, για να επιτύχει αυτό το σκοπό, λειτουργεί και ως πνευματική κρίση που αποδομεί τον τρόπο ορθολογικής σκέψης και αποσκοπεί στο να «ωριμάσει», διαμέσου του εξουσιαστικού φόβου, της υπονόμευσης της γλώσσας και της σκέψης, της παραπληροφόρησης και του αποπροσανατολισμού, την ανθρωπότητα να δεχτεί τη Νέα Τάξη Πραγμάτων. Δεν είναι ούτε η τελευταία κρίση, κι ας είναι ο τελευταίος κρίκος μιας ατέλειωτης σειράς κρίσεων του κεφαλαίου που προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τις παρακμιακές στάχτες του με κάποια καινούργια μορφή που θα του δίνει παράταση ζωής, έστω κι αν αυτό σημαίνει όξυνση της φτώχειας και της καταστροφικής επίδρασής του πάνω στη Φύση και στην κοινωνία, με την αποκρουστική μορφή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της ‘σκιώδους παγκόσμιας διακυβέρνησης’[1].


Με τις κρίσεις του το κεφάλαιο αναζητά διέξοδο από τις αντιθέσεις του, τις αντιφάσεις του, τις ανικανότητές του και την αστάθειά του, δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερα, όλο και τραγικότερα, όλο και καθολικότερα αδιέξοδα για τις κοινωνίες και την ανθρωπότητα συνολικά. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι και τα πολιτικά κόμματα ολόκληρου του φάσματος του αστικού κοινοβουλευτισμού, νεοφιλελεύθερα αστικά δεξιά, κεϋνσιανά αστικά κεντρώα και κρατιστικά αστικά «αριστερά», διακηρύσσουν υποκριτικά ότι αναζητούν διέξοδο που θα ανανεώνει και θα «ηθικοποιεί» τον καπιταλισμό, αλλά και θα βελτιώνει τη θέση των εργαζόμενων, εκπαιδεύοντας τις κοινωνίες στο παιχνίδι του χορτάτου σκύλου και της ολόκληρης καπιταλιστικής πίτας.
Είναι γνωστό ότι καμιά οικονομική κρίση δεν έρχεται απροειδοποίητα, αλλά ως συνέπεια σειράς μικρών και συνεχώς ογκούμενων οικονομικών και κοινωνικών επεισοδίων, γεγονότων και φαινομένων, που προκαλούνται εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας και κορυφώνονται με το ξέσπασμά της. Έτσι, και η τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού αποτελεί το ξέσπασμα της διαρκώς ογκούμενης οικονομικής, κατά συνέπεια και κοινωνικής, ανισότητας, καθώς και της καλπάζουσας ανισορροπίας μεταξύ των κρατών κατά τις τελευταίες δεκαετίες του υποτιθέμενου πολιτικού θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού. Οξύνθηκε και ως επακόλουθο της «ειρηνικής» μεταμόρφωσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, που δόλια και απατηλά καταχωρίστηκε ως «θάνατος του σοσιαλισμού», σε νεοφιλελεύθερο ιδιωτικό καπιταλισμό, ο οποίος διά της παγκοσμιοποίησής του εξελίσσεται σε μια ολοκληρωτική παγκόσμια δικτατορία του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνία-ανθρωπότητα, που με την πολιτική λιτότητας, δηλαδή της καθυπόταξης και του πνευματικού στραγγαλισμού των εργαζόμενων, θα φέρει νέες, χειρότερες για την ανθρωπότητα καταστροφικές κρίσεις.
Γι’ αυτό, άτομα, κοινωνίες και ανθρωπότητα, οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού που μαθαίνουν να συνδέουν τους θρησκευτικούς μύθους, τις οικονομικές θεωρίες και τις πολιτικές ιδεολογίες με τα συμφέροντα που εξυπηρετούν, δεν θέλουν θεωρίες που να «τετραγωνίζουν τον κύκλο» ή δυνάμεις καταστολής που θα κυκλώνουν τα τετράγωνα των φτωχών και εξεγερμένων συνοικιών και αναζητούν διέξοδο όχι στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά έξω, πέρα και ενάντια σ’ αυτόν. Οι άπειροι αγώνες και οι τεράστιες θυσίες τους δείχνουν ότι όσο ως άτομα, κοινωνίες και ανθρωπότητα δεν γνωρίζουμε την πρωταρχική αιτία των κρίσεων, δηλαδή την πόρτα από την οποία μπήκε στις κοινωνίες η οικονομική ανισότητα, και συνεπώς οι κρίσεις στασιμότητας, πείνας και καταστροφικών πολέμων για την «ανασυγκρότηση» της οικονομικής βάσης της εκάστοτε εξουσίας, και ιδιαίτερα αυτής του κεφαλαίου, τόσο δεν θα μπορούμε να βρούμε την πόρτα εξόδου από το κατ’ εξοχήν σύστημα της κοινωνικής ανισότητας και των καταστροφικών κρίσεων, τον καπιταλισμό, δηλαδή, τον δρόμο προς μια ανθρωπινότερη κοινωνία, προς έναν καλύτερο κόσμο[2].
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως η ανθρωπότητα πορεύτηκε κατά τη μεγαλύτερη περίοδο της διαδρομής της σε συνθήκες ισότητας και ισοκατανομής. Είναι επίσης ιστορικά βεβαιωμένο πως η κοινωνική ανισότητα άρχισε σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και από μια συγκεκριμένη απόφαση μιας αυθαίρετης, μειοψηφικής και ένοπλης εξουσίας που καθιέρωσε το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στους ηττημένους αντιπάλους της και πάνω στην κοινόκτητη γη. Με βάση αυτά τα δεδομένα, καθίσταται αναγκαίο να στρέψουμε την προσοχή μας προς την έρευνα των συνθηκών της γέννησης και της φύσης της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και των όρων λειτουργίας, των συνεπειών και της κατάργησής της[3].
Σκοπός αυτής της έρευνας δεν μπορεί να είναι να πάρουν τις ιδιοκτησίες των εχόντων οι μη έχοντες, για να συνεχιστεί η κοινωνική ανισότητα και ο εξουσιαστικός ρεβανσισμός, ούτε να ξαναμοιραστούν οι άνισες ατομικές ιδιοκτησίες σε ίσα μέρη, γιατί η κοινωνική ισότητα δεν είναι μαθηματικό πρόβλημα ισοκτησίας, που είναι αντικειμενικά αδύνατο να υπάρξει, αλλά πρόβλημα καθολικής ακτημοσύνης, ή, με άλλα λόγια, πρόβλημα κοινοκτημοσύνης πάνω στα μέσα, τους όρους και τους πόρους παραγωγής, στην οποία ο καθένας, σύμφωνα με το διαχρονικό όραμα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, θα συμμετέχει στην παραγωγή ανάλογα με τις δυνατότητές του και θα απολαμβάνει στην κατανομή ανάλογα με τις ανάγκες του.
Η κοινωνική ισότητα μπορεί να εννοηθεί μόνο ως σχέση αναλογίας μεταξύ δυνατοτήτων-υποχρεώσεων και αναγκών-απολαβών, πράγμα που σημαίνει ίσες υποχρεώσεις για ίσες δυνατότητες, ίσες ευκαιρίες για όλους και ίσες απολαβές για ίσες ανάγκες. Σημαίνει μια κοινωνία μάνα όλων και όχι παραμάνα των πολλών, στα πλαίσια της οποίας κανένας δεν θα μπορεί να αποκτά πλούτο και δικαιώματα πέρα από τα αναγκαία για τη φυσιολογική σωματική και πνευματική του εξέλιξη, αλλά και κανένας δεν θα αφήνεται να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα να πένεται και να χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και την ελευθερία του. Αυτή η κοινωνική ισότητα που για εκατοντάδες χιλιάδες ή και για εκατομμύρια χρόνια υπαγορεύτηκε από βιολογικούς λόγους για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους και αποτυπώθηκε σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης με κριτήριο την ανάλογη με τις ανάγκες ισοκατανομή των κοινών αγαθών, οφείλει να επαναδιατυπωθεί και να επανακτηθεί στο σημερινό πολιτισμικό επίπεδο, τόσο για βιολογικούς λόγους επιβίωσης του ανθρώπινου είδους όσο και για λόγους κοινωνικούς, ηθικούς, ανθρωπιστικούς και πολιτισμικούς, ως απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που απειλεί την ανθρωπότητα με έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, με πιθανότερη κατάληξη έναν ψηφιακό-τεχνολογικό μεσαίωνα που θα επαναπροσδιορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη με όρους ανισότητας και εξουσίας.
Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να κατανοηθεί η εγωιστική φύση, ο συγκρουσιακός χαρακτήρας, ο διασπαστικός ρόλος και οι αρνητικές συνέπειες της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στον άνθρωπο και στην κοινωνία του. Γι’ αυτό θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στις συνθήκες που τη γέννησαν και την επέβαλαν, στις πληγές που άνοιξε πάνω στα σώματα των επιμέρους κοινωνιών και στο ξεστράτισμα του ανθρώπινου πολιτισμού, όπου σήμερα, και εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, η ανθρωπότητα σφαδάζει κάτω από τη δικτατορία του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που καταπατά το δικαίωμα του άλλου 99% να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί έχει υφαρπάξει πάνω από το 60% του πλανήτη ως ατομική του ιδιοκτησία και μέσω αυτού, των άδικων νόμων και των κατασταλτικών μηχανισμών σφετερίζεται πάνω από το 80% του παγκόσμιου πλούτου.
Τέλος, σκοπός αυτής της μελέτης είναι να προσεγγίσει και να φωτίσει τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για το ξεπέρασμα του «φόβου του θεού»[4], δηλαδή του φόβου της εξουσίας, του φόβου του Νόμου, της νόθας συνείδησης και της ιδεολογικής πλάνης περί της «ιερότητας της ατομικής ιδιοκτησίας» και της «αιωνιότητας του καπιταλισμού». Όμως ένας στείρος αντικαπιταλισμός, και μάλιστα στο όνομα ενός άλλου καπιταλισμού, φασιστικού ή κρατικίστικου, τριτοτεταρτοδιεθνιστικού ή ποπουλίστικου λατινοαμερικανικού τύπου, δεν μας οδηγεί στην έξοδο από τον καπιταλισμό. Είναι αναγκαίο να συνδυάσουμε την άρνηση του καπιταλισμού με μια νέα θέση, ένα νέο πρόταγμα που θα πείθει για τη χρησιμότητα και την εφικτότητα της ριζικής ακύρωσης του καπιταλισμού, αλλά και για το ρεαλισμό ενός άλλου τύπου κοινωνίας χωρίς αφεντικά και δούλους, προϋπόθεση αναγκαία και ικανή για μια άλλη φιλοσοφία ζωής και για μια άλλη κοινωνία που θα κινείται στη λογική της αμεσοδημοκρατικής αυτοδιεύθυνσης, του «μέτρον άριστον» και του «πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος». Και το σπουδαιότερο είναι ότι αυτός ο μετασχηματισμός μπορεί να συντελεστεί με αυξημένη την αυτοπεποίθηση και την ικανότητα άμεσης παρέμβασης των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, για να μην παραλύσει η κοινωνική δυναμική και για να αποτραπεί η δημιουργία οικονομικού και διοικητικού χάους, που θα το εκμεταλλευτούν οι ένοπλες οργανωμένες συμμορίες για να περιθωριοποιήσουν και να καθυποτάξουν και πάλι την κοινωνία.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι για να βγει κάποτε η ανθρωπότητα από το θανάσιμο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε με την εμφάνιση, τη βίαιη επιβολή και την αιματηρή διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας, είναι αναγκαία η απόλυτη και ριζική κατάργηση και η αντικατάστασή της από σχέσεις κοινωνικοποίησης των πάντων, με τη μορφή της άμεσης δημοκρατίας των κοινών αγαθών και περιεχόμενο την αταξική κοινωνία στα πλαίσια μιας σύγχρονης κοσμοαντίληψης για έναν οικουμενικό ουμανιστικό πολιτισμό.
Οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού που υπομονετικά και επίμονα οδήγησαν με αμέτρητους αγώνες και τεράστιες θυσίες την ανθρωπότητα από τις σπηλιές μέχρι τον 21ο αιώνα και το διάστημα, έχουν δημιουργήσει όλες τις αναγκαίες υλικοτεχνικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας της ισότητας. Εκείνο που μένει ακόμα ανολοκλήρωτο είναι οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή η συνειδητοποίηση από τις ίδιες αυτές δυνάμεις ότι το ζήτημα της κοινωνικής τους απελευθέρωσης δεν είναι υπόθεση θεών, μεσσιών, βασιλιάδων, ηρώων, ηγετών και «φωτισμένων» ελίτ, απελευθερωτικών εξουσιαστικών και τάχα «αριστερών» πρωτοποριών. Αντίθετα, είναι αποκλειστικά δικό τους έργο και δική τους ιστορική υποχρέωση απέναντι στις γενιές που θυσιάστηκαν για να φτάσουμε ως εδώ, αλλά και στις γενιές που έρχονται, για να μη μείνουμε εδώ ή να πισωγυρίσουμε, αλλά να συνεχίσουμε τον αγώνα που θα μας φέρνει όλο και πιο κοντά στο διαχρονικό όραμα της ανθρωπότητας για την κοινωνική ισότητα και τον ουμανισμό. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την ανάπτυξη της ικανότητας να βλέπουμε μέσα στο Σήμερα τι κυοφορείται για το Αύριο που Μεθαύριο θα είναι Χθες, για να αποτρέπουμε αρνητικές και να ενισχύουμε θετικές εξελίξεις που θα μας καταστήσουν ως άτομα, ως κοινωνίες και ως ανθρωπότητα ικανούς να χειραφετηθούμε και να αυτοκυβερνηθούμε, πράγμα που προϋποθέτει ένα νέο, ρωμαλέο Κίνημα Οικουμενικού Ουμανιστικού Διαφωτισμού, για να μάθουμε όχι μόνο τι δεν θέλουμε, αλλά και τι ακριβώς θέλουμε και πώς θα το πραγματοποιήσουμε, μετακινούμενοι, βεβαίως, από το νοσηρό Εγώ που επιτρέπει στον καπιταλισμό να λεηλατεί τις ζωές μας στο απελευθερωτικό Εμείς της αυτοπεποίθησης, του αυτοσεβασμού και της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.
Είναι ζωτικά αναγκαίο η επιστημονικά έγκυρη και κοινωνικά χρήσιμη γνώση να δραπετεύσει από τα κλειστά «επιστημονικά ιερατεία» που διαπλέκονται με την εκάστοτε εξουσία, να κατεβεί στα χαμηλότερα μορφωτικά στρώματα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, με στόχο την απαλλαγή των κοινωνιών από τις «θεόπνευστες» πνευματικές ελίτ, από τις αγοραίες ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, από τους ντελάληδες της αστικής ιδεολογίας, ακόμα και από τις μεσσιανικές «αριστερές» πρωτοπορίες, και να προχωρήσει στην αριστεροποίηση της ίδιας της κοινωνίας, στην προοπτική της οικοδόμησης από τα κάτω ενός καλύτερου μέλλοντος και όχι στην επιδιόρθωση του καπιταλιστικού παρελθόντος. Είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας να απελευθερωθούν τα λαϊκά στρώματα από την αστική ιδεολογία του κοινοβουλευτισμού, ο οποίος ενώ γνωρίζει πως η ανηθικότητα του καπιταλισμού ξεκινάει από την ατομική ιδιοκτησία και την κοινωνική ανισότητα, υποστηρίζει διά των ανταγωνιζόμενων για τη νομή της δοτής εξουσίας κομμάτων πως η ανηθικότητα, η διαφθορά και η εγκληματικότητα οφείλονται στα αντίπαλα κόμματα και στους αντίπαλους πολιτικούς, αφήνοντας συνειδητά το κεφαλαιοκρατικό σύστημα εκτός πεδίου ευθυνών. Το χειρότερο όλων είναι ότι σ’ αυτό το παιχνίδι του κεφαλαίου για την, μέσω των επαγγελματιών πολιτικών και ιδεολογικών διαφημιστών του, παραπλάνηση των πολιτών συμμετέχουν και τα καθεστωτικά «αριστερά» κόμματα, υποσχόμενα αποτελεσματικότερη και εντιμότερη διαχείριση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, πράγμα που απενοχοποιεί το κεφάλαιο και το εμφανίζει ως ηθικά αδικημένο από τους ανήθικους πολιτικούς υπαλλήλους του, τους οποίους βέβαια αυτό το ίδιο τους κατασκευάζει, τους επιλέγει, τους χρηματοδοτεί και τους επιβάλλει ως πολιτικούς διαχειριστές του.
Ο πολιτικός μύθος ότι τάχα φταίνε τα «μνημόνια» και η «πολιτική λιτότητας» και όχι το κεφάλαιο, παραπέμπει παραπλανητικά στη σκέψη ότι μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς λιτότητα, χωρίς μνημόνια και ανισότητα, φτάνει να ανακυκλώνεται το υπαλληλικό προς το κεφάλαιο πολιτικό προσωπικό στη δοτή διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Με αυτόν τον τρόπο απενοχοποιούνται η οικονομική εξουσία, η μεγάλη ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής και το κεφάλαιο και μετακινούνται σε παρένθετους θεσμούς, όπως τα πολιτικά κόμματα, σε αχυράνθρωπους επαγγελματίες πολιτικούς που τα στελεχώνουν, ακόμα και στα ίδια τα θύματά τους.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι να χάνουν οι πολίτες τον έλεγχο πάνω στην πραγματικότητα και να γίνονται πολιτικά ενεργούμενα που εύκολα και απολίτικα μετακινούνται από το ένα παλιό και χρεοκοπημένο αστικό κόμμα στο άλλο, στο νέο «προοδευτικό», «σοσιαλδημοκρατικό», «σοσιαλιστικό», ακόμα και «κομμουνιστικό» κόμμα, ακολουθώντας τον Α ή Β κατασκευασμένο αρχηγό μέχρι να κατανοήσουν ότι η ζωή τους πάει από το κακό στο χειρότερο και ν’ αρχίσουν να σκέπτονται την επεξεργασία συλλογικών λύσεων για τη ζωή τους και τον τόπο τους. Σ’ αυτή τη διαδικασία οφείλουν τα μορφωτικά πιο προχωρημένα τμήματα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να παρέμβουν με κάθε πρόσφορο και εναλλακτικό τρόπο στην, μέσα από διαδικασία ατομικής και συλλογικής αυτομόρφωσης, αποκάλυψη της σε βάρος τους σκευωρίας και στην ανάδειξη του ρόλου της αυτοπεποίθησης της ίδιας της κοινωνίας στην εφικτότητα της αυτοδιεύθυνσής της.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία, γίνεται φανερό ότι τα αδιέξοδα του καπιταλισμού απειλούν την ανθρωπότητα συνολικά, γιατί οι ‘ευλογημένοι’ της εξουσίας γίνονται όλο και λιγότεροι, όλο και κυνικότεροι, όλο και πιο επικίνδυνοι για την ανθρωπότητα συνολικά. Με την αναγνώριση της πραγματικότητας ότι η ατομική ιδιοκτησία, ως μεγάλη απάτη των εκάστοτε εξουσιών, αλλά και ως μεγάλη πλάνη των εξουσιαζόμενων όλων των εποχών, αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί τη βασική αιτία όλων των δεινών της ανθρωπότητας, θα διευκολυνθεί η διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής συνείδησης που προοδευτικά θα καταστήσει τις επιμέρους κοινωνίες ικανές να συγκροτηθούν τοπικά, περιφερειακά, εθνικά και οικουμενικά σε αντικαπιταλιστική-ουμανιστική δύναμη αλλαγής. Μια δύναμη που θα διαμορφώσει τους όρους και τις συνθήκες για μια ευρείας έκτασης και μεγάλου κοινωνικού βάθους καθολική ειρηνική εξέγερση, που θα μεταμορφώσει τις ίδιες τις κοινωνίες σε υποκείμενο της ιστορίας, σε άμεσους νομοθέτες που θα καταργήσουν όλους τους άδικους και απάνθρωπους θεσμούς, με πρώτον και κύριο αυτόν της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, για να γίνει μπορετή η κατάργηση όλων των κοινωνικών διακρίσεων και των ανισοτήτων, προϋπόθεση ικανή και αναγκαία για την επανένωση των κοινωνιών, των λαών, των εθνών και της ανθρωπότητας στη βάση της Άμεσης Δημοκρατίας σε τοπικό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο.
*
Αυτοί οι προβληματισμοί με οδήγησαν πέρα από τις παραδοσιακές, θεωρητικές, ιδεολογικές περί ιδιοκτησίας προσεγγίσεις, σε μια ανθρωποκεντρική κοσμοαντίληψη βασισμένη στον οικονομικό ορθολογισμό, στον πολιτικό πραγματισμό και στην υλιστική-φυσική κατανόηση των αέναων κινητήριων δυνάμεων της ανθρώπινης ιστορίας προς την κοινωνική ισότητα και τον ανθρωπισμό που πήραν τη μορφή του τελευταίου δοκιμίου μου με τίτλο ‘Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας, εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας’, των εκδόσεων ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
Έχω πλήρη επίγνωση ότι οι συγγραφικές επιλογές μου ενοχλούν τα σκοταδιστικά και τα εξουσιαστικά ιερατεία, την παραδοσιακή αστική και την τάχα ‘αριστερή επαναστατική’ δογματική ή/και αναθεωρητική ιντελιγκέντσια, καθώς και τους ακαδημαϊκούς πνευματικούς ευνούχους που βολεύονται στους προθαλάμους κάποιας εξουσίας έναντι κάποιας ‘έδρας’, βουλευτικής/υπουργικής θέσης και τριάντα αργυρίων. Γνωρίζω επίσης ότι μεγάλη μερίδα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού φοβούνται να αναζητήσουν τα αίτια για την πνευματική και την οικονομικοκοινωνική μιζέρια τους, καταναλώνοντας σκοταδιστικούς μύθους, τοξικές κομματικές ιδεολογίες και αποβλακωτικά θεάματα σε πολύ μεγάλες δόσεις και σε βαθμό που να μην υποψιάζονται τις ευθύνες τους για όσα συντελούνται γύρω τους και σε βάρος τους, αλλά ούτε και τις δυνατότητές τους, πως «αν ξυπνήσουν μονομιάς, θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να κάνω εκείνο που θεωρώ χρέος μου για να είμαι χρήσιμος στην υπόθεση της κοινωνικής ισότητας, ακόμα κι αν πρέπει να είμαι ενοχλητικός και δυσάρεστος σε «ξύπνιους» και «κοιμώμενους», αδιαφορώντας για τη «γνώμη» όσων στερούνται της κρίσιμης ποσότητας και ποιότητας επιστημονικά έγκυρης και κοινωνικά χρήσιμης γνώσης, αλλά και για τις προθέσεις και τις πράξεις όσων τρέμουν την αλήθεια και φοβούνται πως με τη γνώση άλλοι, οι λίγοι, θα χάσουν τα ποίμνιά τους και τον γήινο παράδεισό τους και άλλοι, οι πολλοί, θα χάσουν τις ψευδαισθήσεις και τις αλυσίδες τους.
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», αλλά για να είναι κανείς ελεύθερος πρέπει να το θέλει, να το τολμά και να αγωνίζεται γι’ αυτό με τις όποιες δυνάμεις και δυνατότητές του και με όποιο κόστος. Θέλει δύναμη να μπορείς να μην ανήκεις σε στρούγκες, στοές, λέσχες, κλαμπ, αδελφότητες και αδελφάτα, τάγματα και συντάγματα, μυστικές υπηρεσίες και σκοταδιστικά κονκλάβια. Θέλει κουράγιο και πείσμα να αρνηθείς να γίνεις μέλος μιας «παρέας κολλητών», ενός «κλειστού κύκλου», μιας «ιδεολογικοπολιτικής συμμορίας» ή μιας πολιτικής φράξιας, μιας θρησκευτικής-παραθρησκευτικής σέχτας και μιας «θύρας 13» με κάποιον ηγετίσκο του μισοσκόταδου με συνωμοτικό χαρακτήρα, ξεχωριστή πειθαρχία και ιδιοτελείς σκοπούς. Θέλει δύναμη, κόπο και πόνο να είσαι ο εαυτός σου και όχι δούλος θείων σκιάχτρων, οπαδός ψευδοσωτήρων και κομματικών ιδεολογιών, ή φερέφωνο κάποιου πολιτικού/πνευματικού «προαγωγού». Θέλει, θέλει, θέλει πολλά ακόμη, αλλά αξίζει τον κόπο να μπορείς να μιλάς και να γράφεις χωρίς υστεροβουλία και χωρίς να φοβάσαι κανέναν θρησκευτικό μουλά, κανέναν πνευματικό ευνούχο και κανέναν ‘αυθεντικό’, κρατικό ή μεταλλαγμένο εξουσιαστή, αλλά ούτε και τον όποιο περιφερόμενο φανατικό μοιρολάτρη και φονταμενταλιστή που μπορεί να σκοτώσει ή να σκοτωθεί για την «πίστη» και την «ιδεολογία», που επιδέξιοι πνευματικοί ευνούχοι και ευνουχιστές του φύτεψαν από τα γεννοφάσκια του στο κεφάλι για να τον ποδηγετούν μέχρι τα βαθιά γεράματα…
Για την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ο αγώνας για τη ζωή και την κοινωνική ισότητα δεν σταμάτησε ποτέ και δεν θα σταματήσει από κανέναν μύθο, εξουσιαστή ή ηγεμόνα μέχρι την οριστική νίκη.


[1] Βλέπε Λάμπος Κώστας Αμερικανισμός και παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της Παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.
[2] Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[3] Για μια διεξοδική ανάλυση του θέματος βλέπε, Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.
[4] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.

η πιο πρόσφατη

  Ευρωπαϊκές εκλογές. Με το βλέμμα προς το Κοινό των Λαών της Ευρώπης (Ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια πόλεμος)   Γράφει ο Κώστας Λάμπος...