και συστήματα εξουσίας[1]
Από το φετίχ της ατομικής ιδιοκτησίας, την δήθεν ‘αθάνατη ψυχή’, μέχρι την συστημική προσέγγιση του μονοδιάστατου homo economicus
Δρ Κώστας Λάμπος
Ι. Όποιος ελέγχει την ‘τροφή’ ασκεί εξουσία, αφού ελέγχει το στομάχι και το μυαλό, συνεπώς την συμπεριφορά και τις αποφάσεις.
Υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από την έννοια, την καταγωγή, την φύση και τον ‘κοινωνικό ρόλο’ της εξουσίας σε βαθμό που, μέσω της φετιχοποίησης της αντικειμενικής μήτρας της, της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, να αποπροσανατολίζονται τα ανθρώπινα υποκείμενα και να μετατρέπονται στο αντίθετό τους, σε αλλοτριωμένα αντικείμενά της. Κάποιοι μάλιστα παρουσιάζουν την εξουσία ως έννοια μεταφυσική και ιδιότητα με την οποία κάποιοι, λίγοι, ‘ελέω θεού’, γεννιόνται τάχα ικανοί να εξουσιάζουν, ενώ οι πολλοί, απόκληροι των υποτιθέμενων πρωτόπλαστων, γεννιόνται ανίκανοι να εξουσιάζουν την κοινωνία τους και τον εαυτό τους και γι’ αυτό ‘μόνιμα θα εξουσιάζονται’ από τους λίγους.
Αυτό συντελείται στα πλαίσια ενός συστήματος θεσμών, δομών, δοξασιών και λειτουργιών που παγιώνουν την σχέση της εκάστοτε κοινωνίας με τα εκάστοτε μέσα παραγωγής, από την οποία καθορίζονται διαδοχικά:
· οι σχέσεις ιδιοκτησίας, ως ατομικές, ανώνυμες, κρατικές, κοινωνικές,
· ο κοινωνικός καταμερισμός της Εργασίας, σε επιχειρησιακό, κοινωνικό/εθνικό και διεθνές επίπεδο,
· οι σχέσεις παραγωγής, ως σύστημα/τρόπος παραγωγής και κατανομής του συνολικού κοινωνικά παραγόμενου πλούτου,
· οι σχέσεις εξουσίας των λίγων πάνω στους πολλούς, που τελικά εκφράζονται ως αντίστοιχες
· κοινωνικές σχέσεις οι οποίες παίρνουν την μορφή των εξουσιαστικών ταξικών ή των αμεσοδημοκρατικών/αταξικών κοινωνικών σχέσεων.
Με άλλα λόγια είναι η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, που για λόγους υπαρξιακούς της ίδιας και των κατόχων της, μετουσιώνεται σε εξουσία, που για την διαιώνιση της ύπαρξής της οργανώνει την οικονομία με τέτοιο τρόπο που θα ελέγχει αποκλειστικά το μυαλό, ελέγχοντας το ζωτικό τρίγωνο του ανθρώπου: ‘ψωμί, παιδεία, ελευθερία’, με αποκλειστικό στόχο τον σφετρερισμό του κοινωνικού πλούτου ως μέσο ελέγχου του μυαλού και την υποταγή της κοινωνίας.
Η ταύτιση της ατομικής/ιδιωτικής, ή/και ταξικής/κρατικής ιδιοκτησίας με την ατομική/ιδιωτική, ή/και ταξική/κρατική εξουσία πάνω στα ανθρώπινα υποκείμενα και στην εργαζόμενη κοινωνία/ανθρωπότητα συνολικότερα, ορίζει, ως ‘παγίδα του Σόλωνα’[2], τόσο τους εξουσιαστές όσο και τους εξουσιαζόμενους, που καταλήγει στην ανισοκατανομή του πλούτου και στο δικαίωμα λόγου, με την έννοια του ποιος αποφασίζει και ποιος εκτελεί, γεγονός που θα το αποκαλούσα ‘γρίφο της κοινωνικής ανισότητας’, λόγω της σκόπιμης μεγάλης άγνοιας και σύγχυσης γύρω από το θέμα. Είναι καιρός να κατανοηθεί από όλους μας ότι, η κοινωνική ανισότητα αποτελεί την κύρια πηγή της κοινωνικής νοσηρότητας, του εξουσιαστικού φόβου[3], της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας, της νεύρωσης και της νοσηρότητας του Εγώ, η οποία υπαγορεύει συμπεριφορές που ξεκινάνε από το ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’ και συνεπώς ‘ο θάνατός σου η ζωή μου’ και φτάνουν μέχρι αυτήν του οπαδού, του φανατικού, του ρατσιστή, του φασίστα και του θρησκόληπτου για να καταλήξουν σε αυτή του ‘κολαμπορατέρ της όποιας εξουσίας, του χαφιέ και του παραιτημένου εθελόδουλου που μαζοχιστικά προσεύχεται: ‘σφάξε με Αγά μου να αγιάσω’.
Όποιος θρησκευόμενος πιστεύει ότι όλα αυτά, τα τοξικά προϊόντα μιας τοξικής κοινωνίας[4], ‘είναι θέλημα ‘θεού’ και θα θεραπευτούν με προσευχές, εξομολόγηση, μεταλαβιές, δεήσεις, λιβάνια και εικονολατρίες, ειδωλολατρίες και προσωπολατρίες, με δερμογραφίες, σταυρουδάκια στο λαιμό και κομποσκοίνια, είναι αμαθής, αφελής, αντικοινωνικός, μισάνθρωπος και αγύρτης. Αλλά και όποιος ημιμαθής ‘ειδικός’ με παρωπίδες θεωρεί θεραπεία τις εξομολογήσεις των, τραυματικά και γι’ αυτό ερμητικά αποκομμένων από τον κοινωνικό τους περίγυρο, ασθενών σε ‘ψυχιατρικά ντιβάνια’, χωρίς να συσχετίζει την ασθένεια του ατόμου με το στενό περιβάλλον του και με την αρρωστημένη κοινωνία, αυτός είναι αφελής ή στυγνός επαγγελματίας. Βέβαιο πάντως είναι πως και οι δυό αυτές κατηγορίες δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, την Λογική και την πραγματικότητα, ακόμα κι’ όταν καταφέρνουν να κουκουλώνουν τις πραγματικές κοινωνικές αιτίες της πνευματικής διαταραχής των ατόμων, μετριάζοντας με διάφορα μαντζούνια, με κατασταλτικά φάρμακα και με την αυθυποβολή τα συμπτώματά της.
ΙΙ. Εννοιολογικές διευκρινίσεις
Επειδή γενικά η κάθε συνεννόηση απαιτεί μια μίνιμουμ συμφωνία, πάνω στις βασικές έννοιες του υπό συζήτηση θέματος, κρίνω σκόπιμο να καταθέσω το πώς εγώ εννοώ τις βασικές έννοιες αυτού του σημαντικού θέματος, όπως αυτές της εξουσίας, του συστήματος, της ψυχής και της επιβίωσης.
α. Η εξουσία ως έννοια
Η πρώτη διευκρίνηση αναφέρεται στην έννοια εξουσία που, ενώ για μερικούς, τάχα, δύσκολα ορίζεται παρ’ ότι απροκάλυπτα και προκλητικά δρα, βιώνεται ως η δυνατότητα που έχει ο όποιος φορέας εξουσίας να υπαγορεύει συμπεριφορά και να επιβάλλει τη θέλησή του σε άλλους και κατ’ επέκταση να εμφανίζεται ως η ‘νόμιμη’ κρατική κατασταλτική δύναμη. Δύναμη που συνεπικουρείται από τις κρατικά οργανωμένες θρησκείες, τις φλύαρες κομματικές ιδεολογίες, την εργαλειοποιημένη συστημική εκπαίδευση και τους νόμους που ψηφίζονται από ελεγχόμενα νομοθετικά σώματα, ερήμην της κοινωνίας με σκοπό την κατοχύρωση των συμφερόντων των ισχυρών, τη γρήγορη μεγιστοποίηση του ατομικού κέρδους και την διαιώνιση της ταξικής κρατικής κυριαρχίας τους.
Με την συγκρότησή τους σε κράτος, οι πολλές και συχνά ανταγωνιστικές ατομικές ιδιοκτησίες/εξουσίες, καταφέρνουν να δημιουργήσουν έναν ακόμα διαμεσολαβητή μεταξύ των εξουσιαστών και των εξουσιαζόμενων, πέρα από το παραδοσιακό φετίχ τους[5], τον αποκαλούμενο ‘θεό,’ που θα διαιτητεύει για την συμφωνία και την επίλυση τάχα των, μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, διαφορών τους. Η κατάληξη αυτής της διαμεσολάβησης και συμφωνίας αποδείχτηκε ίσης αξιοπιστίας με την συμφωνία μεταξύ λύκων και προβάτων αναφορικά με το ζήτημα της ελεύθερης επιλογής της τροφής τους, όπου τα πρόβατα είναι ελευθέρα να τρώνε γρασίδι και οι λύκοι είναι ελεύθεροι να τρώνε πρόβατα.
Το γρήγορο ατομικό κέρδος, όπως καταχρηστικά αποκαλείται το κοινωνικό πλεόνασμα κι όχι μόνο, όμως επιτυγχάνεται χωρίς την συναίνεση της κοινωνίας και ενάντιά της με κύρια εξουσιαστικά εργαλεία τους ταξικούς νόμους, την ταξική παιδεία και τις ταξικές δυνάμεις καταστολής, γεγονός που δείχνει ότι η ταξική εξουσία αποτελεί αντανάκλαση της ταξικής πραγματικότητας και συνεπώς δεν έρχεται απ’ έξω, ούτε και από την ιδεολογικοπολιτική κατασκευή, δηλαδή, το εποικοδόμημα, αλλά από τις ρίζες, από τα θεμέλια του οικονομικοκοινωνικού οικοδομήματος που δεν είναι άλλα από το σε ποιον ανήκουν τα μέσα παραγωγής: σε λίγα άτομα ή στο σύνολο της κοινωνίας; Κάποιοι, βέβαια, υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι τάχα οι σχέσεις εξουσίας παράγονται και αναπαράγονται έξω από την οικονομία και την κοινωνία και επικαλούνται γι’ αυτό τα επιχειρήματα των νεοκλασικών που συνδέουν την εξουσία και τα παράγωγά της με την ‘φύση του ανθρώπου’, με την θέληση του εξουσιαστή, ακόμα και με τη ‘θέληση του θεού’. Κάποιοι άλλοι αναζητούν την πηγή της εξουσίας στις ‘κοινωνικές σχέσεις’, χωρίς να διευκρινίζουν τα αίτια, και πιο συγκεκριμένα το πρωταρχικό αίτιο που γεννά και καθορίζει τις κοινωνικές σχέσεις.
Το λάθος τους, αν δεν είναι εσκεμμένη παραπλάνηση, οφείλεται στο ότι θεωρούν αιτία της εξουσίας τα αιτιατά της, τα παράγωγά της, γιατί εκείνο που κάνει τον εργοδότη να εξουσιάζει πάνω στον εργαζόμενο, τον αξιωματικό πάνω στον φαντάρο, τον προϊστάμενο πάνω στον υφιστάμενο και γενικά κάθε εξουσιαστή πάνω στον κάθε εξουσιαζόμενο, είναι κύρια η οικονομική ή/και η δοτή ex officio υπεροχή του, η οποία υποβαθμίζει την αγάπη, τη στοργή, την ανθρωπιά, την φροντίδα, την εξασφάλιση και το ηθικό χρέος σε ‘εξουσία’, η οποία παράγει ανισότητες, αδικίες, δουλεία, φτώχεια και εξαθλίωση.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που κάνει την έννοια της εξουσίας, να είναι αρνητικά φορτισμένη, αφού, ως δράση δεν είναι ανεξάρτητη από ιδιοτελείς και ταξικές σκοπιμότητες που συνδέονται άμεσα με τον φόβο της ανεργίας, της πείνας, του κοινωνικού αποκλεισμού, της αδικίας, της ταπείνωσης, της τιμωρίας, ακόμα και του θανάτου για ανυπακοή, για άσκηση κριτικής και για αντίσταση κατά των φορέων της. Εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς χωρίς οικονομική ανισότητα δεν νοείται, όπως και δεν νοείται οικονομική ανισότητα χωρίς ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής.
Οι κοινωνικές σχέσεις στις ταξικές κοινωνίες, ως σχέσεις κοινωνικής ανισότητας, δεν είναι παρά το παράγωγο των σχέσεων οικονομικής ανισότητας, προϊόν και οι ίδιες της ανισοκατανομής των μέσων παραγωγής. Συνεπώς η εξουσία ως έννοια και ως βίωμα δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ιδιότητα της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, η οποία ως εξουσία πάνω σε αυτά μετασχηματίζεται σε εξουσία πάνω στους εργαζόμενους και στην κοινωνία συνολικά.
Όπως για όλα τα φυσικά φαινόμενα υπάρχει μια αιτία που σχετίζεται με τους σιδερένιους νόμους της Φύσης που υπαγορεύονται από την συμπεριφορά της ύλης και της ενέργειας, έτσι κα για τα κοινωνικά φαινόμενα υπάρχει ένας άλλος σιδερένιος νόμος που υπαγορεύεται από την σχέση της εκάστοτε κοινωνίας με τα εκάστοτε μέσα παραγωγής. Με άλλα λόγια η εξουσία είναι η δύναμη του προστακτικού λόγου, της εντολής που κινείται, μέσω θεσμών, δομών, μηχανισμών, λειτουργιών και τελικά προσώπων, σταθερά από πάνω προς τα κάτω στην κοινωνική πυραμίδα, η οποία ιεραρχείται και υπακούει αποκλειστικά στους νόμους συσσώρευσης και συγκεντροποίησης του πλούτου που εκπορεύονται από την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής. Η εξουσία, λοιπόν, είναι έννοια και λειτουργία συνώνυμη της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλαδή είναι αντίκρισμα της εμπράγματης υλικής σχέσης των μελών της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τους μεγάλους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής οι οποίοι δεν εξουσιάζουν μόνο τα ιδιόκτητα μέσα παραγωγής αλλά μέσω αυτών εξουσιάζουν και τους ανθρώπους που τα κινούν για να παράγουν πλούτο για τους εργοδότες τους, διαδικασία που διασπά την κοινωνία σε εργοδότες και εργαζόμενους, η οποία καταλήγει σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε αφεντικά και δούλους.
Αντίθετα, οι μικροί ιδιοκτήτες, ως κάτοχοι χρήσιμων πραγμάτων, εξουσιάζουν μόνο τα πράγματα που κατέχουν σε βαθμό που μπορεί να τα αξιοποιούν αποκλειστικά για λογαριασμό τους για την απόκτηση ή την εξοικονόμηση του ατομικού ή του οικογενειακού τους εισοδήματος. Το γεγονός πως οι μικροϊδιοκτήτες ταυτίζονται με την ουσιαστικά πλασματική ιδιοκτησία τους, η οποία συνήθως είναι υποθηκευμένη στους νόμιμους ή στους παράνομους τοκογλύφους, αυτό προφανώς δεν οφείλεται σε ιδεολογικοπολιτικούς λόγους, αλλά:
· πρώτον, στο γεγονός πως ότι αποκτούν, το αποκτούν και το διατηρούν με μεγάλες δυσκολίες,
· δεύτερον, επειδή με τα λίγα χωράφια ή τα όποια εργαλεία και μηχανήματα αποκτούν με την προσωπική τους ή οικογενειακή τους εργασία τα απολύτως αναγκαία για μια στοιχειωδώς υποφερτή ζωή, και
· τρίτον επειδή η Πολιτεία παρ’ ότι τους φορολογεί και επιτρέπει στο κεφάλαιο να τους εκμεταλλεύεται, δεν τους προσφέρει, έστω ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, όσα χρειάζονται για την επιβίωση των οικογενειών τους.
Αν η Πολιτεία πρόσφερε στα μέλη της όσα χρειάζονται για μια αξιοβίοτη και αξιοπρεπή ζωή, καμιά και κανένας δεν θα ενδιαφέρονταν για την απόκτηση ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία αναγκάζει τους μεν μεγάλους ιδιοκτήτες να γίνονται αντικοινωνικοί, εκμεταλλευτές και εγκληματίες και τους μικρούς ιδιοκτήτες να γίνονται δούλοι και βορά της μεγάλης ιδιοκτησίας και του ταξικού της κράτους.
Μόνο η αναλογική οικονομική και κοινωνική ισότητα, θεμελιωμένη πάνω στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, στην κοινωνική αυτοδιαχείριση και στην άμεση δημοκρατία μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την καπιταλιστική παρακμή και βαρβαρότητα και στη σωτηρία της κοινωνίας/ανθρωπότητας και του πλανήτη που απειλείται με ερήμωση.
Τις τελευταίες δεκαετίες προβάλλεται ως μορφή εξουσίας η συσσωρευμένη Γνώση, αλλά όσο οι σχέσεις παραγωγής καθορίζονται από την εξουσία της ατομικής ιδιοκτησίας και του οικονομικού πλούτου, τόσο οι αγράμματοι ή ημιμαθείς εργοδότες και οι κρατικοί μανδαρίνοι θα αξιολογούν καταξιωμένους επιστήμονες με κομματικά κριτήρια και την ικανότητα εξαπάτησης των φορολογικών και όποιων άλλων ελεγκτικών αρχών για την μεγιστοποίηση του κέρδους.. Η Γνώση, όμως, από μόνη της αποτελεί κοινωνική κατάκτηση, αλλά μετατρέπεται σε εξουσία των κατόχων της όταν γίνεται αντικείμενο σφετερισμού ως ατομική ή κρατική ιδιοκτησία, ως πατέντες και copyright. Όλα αυτά, λειτουργούν στο πεδίο σύγκρουσης των κοινωνικών δυνάμεων με αποτέλεσμα η εξουσιαστική δράση να προκαλεί τον αντίλογο, την άρνηση και την θετικά, και όχι μηδενιστικά, νοούμενη αντεξουσιαστική δράση ή οποία αναγκαστικά, οδηγεί τη σκέψη στο όραμα ενός καλύτερου κόσμου[6], στον κόσμο της κοινωνικής ισότητας, αναλογικά και όχι αριθμητικά νοουμένης.
Η εφικτότητα αυτού του κόσμου, σήμερα, στον 21ο αιώνα, είναι αντικειμενικά δεδομένη από την πλευρά της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά εξαρτάται από την ικανότητα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να αποκαλύψουν και να αφοπλίσουν ηθικά και πολιτικά τα σκοταδιστικά και τα εξουσιαστικά ιερατεία και να απενεργοποιήσουν επιχειρησιακά τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κεφαλαίου. Κι’ αυτό πρέπει να συμβεί ΤΩΡΑ, ΕΔΩ και ΠΑΝΤΟΥ πριν ο σκληρός πυρήνας του κεφαλαίου επιβάλλει την τελική λύση, ως ‘βιο-εξουσία’, ή ‘μεταεξουσία’ η οποία κωδικοποιεί όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε μία εντολή[7], που αντιμετωπίζει την κοινωνία ως ‘μάζα΄, ‘πλήθος’ χωρίς κοινωνική συνείδηση και έτσι εγκλωβίζει τις κοινωνίες, για να τις εμποδίσει να εξουδετερώσουν τις τεχνικές και τις τεχνολογίες της εξουσίας.
Όλες οι εξουσίες, όπως είναι γνωστό, επιδιώκουν, με την βοήθεια διάφορων ‘επιστημονικών’ ερευνητικών κέντρων, την αποπνευματοποίηση, την αποβλάκωση των κοινωνιών, μέσω των τεχνικών ελέγχου του Νου και τις γενετικές παρεμβάσεις για να βελτιώσουν τάχα το αυθεντικό ανθρώπινο είδος, μετατρέποντάς το σε θρησκόληπτα ποίμνια και σε τηλεκατευθυνόμενα τάγματα εργασίας και πολέμου αποτελούμενα από ανθρωπορομπότ. Η λαθεμένη αφετηρία όσων αντιλαμβάνονται την εξουσία ως προϊόν αφηρημένων κοινωνικών σχέσεων, άσχετων από τα θεμέλια του καπιταλισμού, την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, φυσικό είναι να φτάνουν στο σημείο να αρνούνται την έννοια της προόδου, να ταυτίζονται με τον προφήτη του ‘τέλους της ιστορίας’ και να βλέπουν ως έξοδο από την ‘βιο-εξουσία’ μόνο τον θάνατο[8]. Καταλήγοντας γίνεται κατανοητό πως για να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς καταπιεστική εξουσία, χωρίς ανισότητες και χωρίς πολέμους πρέπει αναγκαστικά να καταργηθεί η οικονομικοκοινωνική ανισότητα, δηλαδή, η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής.
Η δεύτερη διευκρίνηση έχει να κάνει με τον όρο ‘σύστημα’, ο οποίος στην καθημερινότητά μας, είναι αρκετά ασαφής και παραπέμπει σε κάτι σκοτεινό, κακό και ανήθικο σε κοινωνικό επίπεδο. Η κυρίαρχη αντίληψη στην κοινωνία αντιλαμβάνεται τον όρο ‘σύστημα’, σαν μια μεταφυσική έννοια, σαν μια απρόσωπη κακή ‘θεότητα’ η οποία φταίει για το ‘κακό το ριζικό μας’. Στην πραγματικότητα, με την χρήση αυτού του όρου μπορεί να γίνεται αναφορά σε πολλές και διαφορετικές έννοιες και πραγματικότητες και γι’ αυτό επιβάλλεται να οριστεί με ακρίβεια ο όρος ‘σύστημα’, προκειμένου να μιλάμε όλοι για το ίδιο πράγμα και όχι ο καθένας για κάτι διαφορετικό, οπότε θα καταλήξουμε σε μια αδιέξοδη Βαβέλ.
Εδώ μιλάμε για το κοινωνικό σύστημα που καλύπτει το σύνολο των αναγκών της εκάστοτε κοινωνίας και για τον σκοπό αυτόν αναλύεται σε ένα σύνολο υποσυστημάτων, όπως: οικονομικό, πολιτικό, εκπαιδευτικό, υγείας, ενέργειας, επικοινωνίας, μεταφορών κ.λπ., κ.λπ. Το σύστημα, συνεπώς, δεν είναι μια ‘άλλη θεότητα’, αλλά κάτι πολύ συγκεκριμένο. Είναι άνθρωποι, θεσμοί, δομές, συσχετισμοί κοινωνικών δυνάμεων, συμφέροντα, ιδεολογία, σύστημα αξιών και τελικά κοινωνική αυτοδιεύθυνση ή δυνάμεις καταστολής. Η έννοια ‘σύστημα’ αναφέρεται σε σύνολο αλληλοσχετιζόμενων στοιχείων που επεξεργάζονται υλικά στοιχεία και άυλα δεδομένα με στόχο ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα: την καθολική ευημερία ή το, με κάθε θυσία, γρήγορο ατομικό κέρδος.
Ο άνθρωπος, τόσο ως βιολογικό όσο και ως πνευματικό και κοινωνικό ον, αποτελεί από μόνος του ένα πολύπλοκο, ανοικτό, με πολλά υποσυστήματα, σύστημα, αλλά ταυτόχρονα γίνεται νοητός ως στοιχείο του συστήματος οικογένεια, η οποία νοείται επίσης ως στοιχείο μιας ευρύτερης οικογένειας, και στη συνέχεια μιας οικιστικής μονάδας, αυτής νοουμένης ως στοιχείο μιας πόλης, ενός έθνους και ενός πολιτισμού που αλληλοσυσχετίζονται με το σύστημα των εθνών/πολιτισμών που δρουν ως σύστημα πλανήτης Γη, στοιχείο του ηλιακού μας συστήματος, υποσύστημα του Γαλαξία μας, που κι’ αυτός με τη σειρά του αποτελεί υποσύστημα ‘του κόσμου του Μέγα’, του ενός αναρχοατελεύτητου και μοναδικού Σύμπαντος.
Η πραγματικότητα, με την οποία πρέπει κάποτε να συμφιλιωθούμε είναι ότι είμαστε αστρόσκονη, φυσική και χημεία και ταυτόχρονα εξελιγμένες συμπαντικές υπάρξεις, προφανώς κάτι πολύ σημαντικότερο από μια χωμάτινη κούκλα, φορτωμένη ‘προπατορικά αμαρτήματα’, ‘θεϊκές κατάρες’, αφορισμούς και δεσμεύσεις υποταγής απέναντι στα αφεντικά και στις εξουσίες μέσω των φιτιχοποιημένων συμβόλων τους, των αποκαλούμενων ‘θεών’, οι οποίοι δεν είναι παρά σύμβολα, φετίχ των εκάστοτε εξουσιών.
Γενικά, ως σύστημα νοείται ένα σύνολο στοιχείων σε ανοιχτή ή κλειστή, σε απλή ή σύνθετη διάταξη (δομή) τα οποία άμεσα ή έμμεσα αλληλοσυσχετίζονται μεταξύ τους (διάδραση) προκειμένου να μετασχηματίσουν (λειτουργία/δράση) κάποιες εισροές σε κάποιες εκροές αναγκαίες για την επιβίωση και εξέλιξη του ανθρώπου, της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Στοιχεία ενός συστήματος μπορούν να είναι όντα, πρόσωπα, φυσικό περιβάλλον, πράγματα, σχέσεις, θεσμικές οντότητες κ. λπ.
Όλα τα συστήματα, όπως και να οριστούν βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Το σύνολο των συστημάτων που αλληλοεπιδρούν διακριτά πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο σύστημα ονομάζεται Περιβάλλον του συστήματος.
Η συνδυασμένη ανάλυση της σχέσης του επιμέρους στοιχείου με το όλον σύστημα αποτελεί, όπως είναι γνωστό χαρακτηριστικό της Συστημικής Προσέγγισης, η οποία διευρύνεται σε Ολιστική Προσέγγιση, ως ανάλυση της σχέσης μεταξύ περισσότερων συστημάτων νοουμένων ως Όλον.
Η Συστημική Προσέγγιση αποτελεί μέθοδο μελέτης μιας οντότητας θεωρούμενης ως σύστημα, το οποίο αλληλοεπιδρά, ανάλογα με το δυναμικό του φορτίο, με άλλα συστήματα του στενού και ευρύτερου περιβάλλοντός του.
Τέλος τα συστήματα διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
· α. στα αμιγώς φυσικά συστήματα τα οποία υπακούουν στους αναλλοίωτους φυσικούς νόμους της γέννησης, της ακμής, της παρακμής και του θανάτου, με την έννοια του πρώτου νόμου της θερμοδυναμικής, σύμφωνα με την οποία ύλη και ενέργεια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, όπως μας δίδαξε ο Ηράκλειτος ως πυρ αείζωον που ανάβει κα σβήνει με μέτρο και συνεπώς δεν χρειάζονται δημιουργό ούτε και καταστρέφονται, απλά αλλάζουν μορφή.
· β. στα αμιγώς θεσμικά κοινωνικά συστήματα τα οποία κινούνται στη βάση κανόνων και προδιαγραφών με αρχή, μέση και τέλος που ορίζονται από την εκάστοτε εξουσία που τα θεσμοθετεί, και
· γ. στα μικτά συστήματα (όπου αΧβΧγn > α+β+γn) που λειτουργούν στη βάση ενός συνδυασμού κοινωνικών και φυσικών νόμων που υπαγορεύονται από τον εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, ως προς το κοινωνικό μέρος τους, σε γόνιμη ή μη συνεργασία με τους φυσικούς νόμους ως προς το φυσικό τους μέρος.
Ο Πολίτης, ως δημιούργημα, μέλος και δημιουργός του κοινωνικού συστήματος, ενδιαφέρεται για το κοινωνικό σύστημα όχι τόσο ως έννοια, αλλά ως κοινωνική λειτουργία από την οποία εξαρτάται η καθημερινότητά του και σε τελική ανάλυση και η ζωή του, γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά κάτι το πολύ συγκεκριμένο. Θέλει και πρέπει να γνωρίζει ότι το κοινωνικό σύστημα δεν είναι παρά ένα σύνολο αλληλέγγυων ανθρώπων σε έναν συγκεκριμένο τόπο που λειτουργεί ορθολογικά στη βάση κάποιων νόμων, θεσμών, δομών, αξιακών αρχών που κατατάσσουν τον καθένα σε κάποια θέση ευθύνης, ώστε, με τη βοήθεια κάποιων μέσων και μεθόδων, να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για όλους, με τις όσο το δυνατόν μικρότερες θυσίες στο σύνολο της κοινωνίας και της Βιόσφαιρας που μας εξασφαλίζει τους υλικούς όρους της ύπαρξής μας. Αν τελικά το ‘σύστημα’ δεν λειτουργεί για το καλό όλων, τότε αυτό νοσεί και η νοσηρότητά του προκαλεί ποικίλη νοσηρότητα και στους Πολίτες του, πράγμα που σημαίνει πως κάθε απόπειρα ‘ατομικής θεραπείας’ των, ως ‘ψυχικά ασθενών’ στιγματισμένων, Πολιτών, χωρίς την θεραπεία του συστήματος καταλήγει να είναι μάταιη και συνεπώς η όποια παρέμβαση οφείλει να γίνεται συνδυαστικά τόσο στο επίπεδο του αιτιατού όσο και στο αίτιο. Διαφορετικά η κύρια υπεύθυνη πρωτογενής εξουσία, η εξουσία της οικονομίας, που κυριαρχεί επί της κοινωνίας, αλλά κρύβεται πίσω από το ‘πολιτικό σύστημα’, το εποικοδόμημα και πολλές άλλες διάφορες δευτερογενείς δοτές εξουσίες, με τη μορφή του παγιδευμένου κοινοβουλευτισμού, των διάφορων τάχα απολίτικων συλλογικοτήτων και του ευνουχισμένου συνδικαλισμού, θα παραμένει αόρατη, γεγονός που δείχνει ότι το αστικό κοινωνικό σύστημα πάσχει από το σύνδρομο του σκύλου που συνεχώς κυνηγάει την ουρά του. Γι’ αυτό φτάνει μόνο να σκεφτούμε πως ενώ οι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές και άλλες δυνάμεις διεκδίκησης που καταδικάζουν το κεφάλαιο ή/και τις κοινωνικές ανισότητες και υπόσχονται λύσεις υπέρ της κοινωνίας όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, όταν γίνονται δοτή εξουσία υποτάσσονται στην πρωτογενή, στην κυρίαρχη οικονομική εξουσία.
Το ζητούμενο λοιπόν παραμένει να κάνουμε ορατό το κοινωνικό σύστημα με την ενεργό συμμετοχή μας στα δημόσια πράγματα, όμως, όχι ως οπαδοί, αλλά ως ενεργοί Πολίτες που διεκδικούν να αλλάξουν προς το καλύτερο τις εξελίξεις, κάτι που, βεβαίως, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την αλλαγή της σχέσης της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής, χωρίς την αντικατάσταση των υποκειμένων που παίρνουν τις αποφάσεις από την ίδια την κοινωνία στο σύνολό της.
γ. Η τρίτη διευκρίνηση έχει να κάνει με τον όρο ‘ψυχή’, ψυχολογία, ψυχιατρική, ψυχασθένεια, ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση, ψυχισμός, ψύχωση που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα παρά το γεγονός ότι πολλοί ‘ψυχολόγοι’ και ‘ψυχίατροι’ αποκήρυξαν την ‘ψυχή’ ως σκοταδιστικό ιδεολόγημα από το 1930, από τότε που η επιστήμη της βιολογίας όρισε πως ότι αποκαλέστηκε ‘ψυχή’ δεν είναι παρά ιδιότητα της ζωντανής, δηλαδή, της ανώτατης μορφής οργανωμένης ύλης. Οι επιστήμες των νευρώνων του εγκεφάλου, η βιολογία που μελετά την φυσιολογία του εγκεφάλου και πολλές άλλες επιστήμες του ανθρώπου έχουν πάρει έγκαιρα αποστάσεις από τις έωλες θεωρίες του θεμελιωτή της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, του Πλάτωνα, καθώς επίσης και από τις συνειδητά απατηλές θρησκευτικές δοξασίες περί ‘αθάνατης ψυχής’, που λειτουργούν ως ιδεολογικό αφιόνι υπέρ των εκάστοτε εξουσιαστών. Όπως γίνεται αντιληπτό όλα αυτά στηρίζονται σε ένα σαθρό υπόβαθρο, σε μια θεμελιακή αντίφαση που έχει να κάνει με μια τάχα άυλη, ‘θεϊκή και αθάνατη ψυχή’ από την μια μεριά, η οποία όμως, από την άλλη μεριά παρ’ ότι ‘άυλη’ και ‘αθάνατη’ ζυγίζει ‘21 γραμμάρια’ και επιπλέον αρρωσταίνει διά της ‘αμαρτίας’, δηλαδή της ανυπακοής στην εξουσία, και ‘θεραπεύεται’ από θρησκευόμενους κομπογιαννίτες ή/και επιστήμονες ‘ψυχοθεραπευτές’, δηλαδή ειδικούς συμπεριφοριστές που ‘θεραπεύουν’ την ανυπακοή στα κελεύσματα της όποιας εξουσίας. Η χρυσοφόρα για τους εξουσιαστές σύγχυση, φαίνεται να σχετίζεται με την δόλια ταύτιση της μεστής έννοιας της συνείδησης, που είναι προϊόν της υλικής φαιάς ουσίας του εγκεφάλου, των ατομικών, των συλλογικών και των κοινωνικών βιωμάτων, με την αφηρημένη, ιδεαλιστική και μεταφυσική έννοια της ‘ψυχής’ που έρχεται από φανταστικές και ανύπαρκτες μεταφυσικές οντότητες, οι οποίες αποτελούν ιδεολογικές κατασκευές, σύμβολα, φετίχ της εκάστοτε εξουσίας[9].
Οι επιστήμονες γιατροί γνωρίζουν ότι, στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί υποξυγοναιμία, δηλαδή πολύ χαμηλό επίπεδο οξυγόνου στον οργανισμό, ή σοβαρές διαταραχές ορμωνών και ηλεκτρολυτών, διαταράσσεται και το επίπεδο συνείδησης του ασθενή, διαταραχές που για να αποκαταστασθούν δεν χρειάζονται σαμάνοι, προσευχές, δεήσεις αγυρτών και λιβανιστήρια, αλλά γνωμάτευση γιατρού, πιθανώς και σειρά εργαστηριακών, απεικονιστικών και κλινικών εξετάσεων και τελικά ιατροφαρμακευτική αγωγή. Η καινούργια επιστήμη των νευρώνων δεν αποδέχεται την ύπαρξη αυτού που πολλοί αποκαλούν ψυχή, στην οποία ακόμα και ψυχολόγοι σταμάτησαν να αναφέρονται και άρχισαν να μιλούν για συμπεριφορά, ερέθισμα και αντίδραση. Όταν επέρχεται ζημιά σ' έναν λοβό του εγκεφάλου, επέρχεται ζημιά στη συμπεριφορά του ανθρώπου, η οποία όμως δεν θεραπεύεται στο ντιβάνι κανενός ψυχοθεραπευτή, αλλά με φαρμακευτική αγωγή και σε δύσκολες περιπτώσεις με την χειρουργική επέμβαση.
Ο κορυφαίος Αμερικανός ψυχίατρος, Thomas Stzasz, αλλά και πολλοί άλλοι, βλέποντας να εντάσσονται, προφανώς υπό την πίεση των φαρμακοβιομηχανιών και των δυνάμεων καταστολής, ως ψυχοπάθειες, στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders), της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, όλο και περισσότερες ανθρώπινες συμπεριφορές, χαρακτήρισε αυτή την ταξινόμηση υβριστική, ρατσιστική και καταπιεστική που τείνει να θεωρεί ‘ψυχικά ασθενείς’ όλους τους ανθρώπους. Και κατά προτίμηση τους φτωχούς και ανυπεράσπιστους, παρά τους πλούσιους και ισχυρούς, αφού όποιος κλέψει πέντε δολάρια ή ένα καρβέλι ψωμί θεωρείται κλέφτης και άρα κατά τεκμήριο ψυχοπαθής, ενώ όποιος κλέψει πέντε εκατομμύρια δολάρια θεωρείται επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ‘ψυχασθένειας’ δραπετομανία, από την οποία ‘πάσχουν’, τάχα, οι Αφροαμερικανοί, οι μειονοτικοί και οι φυλακισμένοι αλλά και όσοι δείχνουν δυσαρεστημένοι από την λερναιόμορφη καπιταλιστική βαρβαρότητα, δηλαδή όλοι οι εραστές της ελευθερίας που θέλουν να δραπετεύσουν προς έναν καλύτερο κόσμο[10].
Βέβαια κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί πως πέρα από το σύστημα εξουσίας ως τέτοιο, δηλαδή ως κατασταλτικός μηχανισμός που παράγει καταπίεση, εξουσιαστικό φόβο, ενίοτε και κρατική τρομοκρατία, υπάρχει και η πραγματικότητα που υποδηλώνει ότι όπου υπάρχει ένας δύσκολος, δυστυχισμένος, νευρωτικός και απροσάρμοστος άνθρωπος, πίσω του υπάρχει ένα ταπεινωμένο, τρομοκρατημένο μέχρι και κακοποιημένο παιδί απροσδιορίστου ηλικίας, από κάποιο αντικοινωνικό ‘Εγώ’, θύμα πιθανόν κι’ αυτό άλλων νοσηρών, απόκληρων, στερημένων στοργής ή και κακοποιημένων ‘Εγώ’, οπότε και πάλι καταλήγουμε στο τοξικό και αρρωστημένο κοινωνικό σύστημα της κοινωνικής ανισότητας, του ανταγωνισμού και του μίσους.
Οι απαλλαγμένοι από ιδεαλισμούς, σκοταδιστικούς δογματισμούς και εξουσιαστικές ιδεοληψίες σχετικοί επιστήμονες που ασχολούνται με την αντιμετώπιση συνειδησιακών διαταραχών που εκφράζονται ως νοσηρές συμπεριφορές, μιλούν για τη μελέτη και τη θεραπεία της διαταραγμένης συμπεριφοράς, της συνείδησης, της διαταραγμένης προσωπικότητας’, όχι όμως ως ατομικό πρόβλημα, αλλά ως συστημικό που σχετίζεται με την οικογένεια, την πόλη, την χώρα, την εποχή και την κουλτούρα, με την συγκεκριμένη κοινωνία, μέχρι και την γενική κατάσταση της ανθρωπότητας.
Βέβαια, σπάνια τόσο τα άτομα, όσο και το στενό περιβάλλον τους αναγνωρίζουν την προβληματικότητα της σχέσης τους μεταξύ τους, με τον εαυτό τους και με το περιβάλλον τους, ζήτημα που δυσκολεύει την αναζήτηση βοήθειας από θεσμούς και πρόσωπα, επειδή δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα εκλαμβάνονται ως εργαλεία μιας κάποιας εξουσίας. Καθόλου, όμως, σπάνια, αντίθετα πολύ συχνά η αιτία της απώλειας της ιστορικότητας και της κοινωνικότητας του βιολογικού Εγώ οφείλεται στις μεταφυσικές παγίδες της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και των σκοταδιστικών θρησκευτικών δογμάτων, που έχουν ως αναφορά τα φετίχ της εξουσίας, όπως τον ‘θεό’ που τάχα μας έπλασε, τον ιστορικά ανύπαρκτο Ιησού που τάχα κάνει θαύματα και την με μεγάλη καθυστέρηση ανακαλυφθείσα ‘παναγία που κλαίει’ από αγάπη τάχα προς το ποίμνιο και μάλιστα μπροστά σε υπουργούς και βουλευτάδες, που διαλαλούν ‘το θαύμα’ για να αποσπάσουν μερικά ψηφαλάκια από τους αφελείς, ευκολόπιστους και πάντα προδομένους ‘πιστούς’.
Όλα αυτά τα κακόγουστα παραμύθια αλλοπαρμένων και εξωνημένων ‘φιλοσόφων’ και τα κακοστημένα από το αμόρφωτο παπαδαριό παγανιστικά και ειδωλολατρικά ‘θαύματα’ μετατρέπουν τους ‘πιστούς’ σε φετιχιστές που αγοράζουν από απατεώνες και αγύρτες ‘αντικείμενα λατρείας’, ‘επιστολές του Χριστού’, βιβλία που αποκαλύπτουν ‘το μυστικό του Ιησού’, ή ‘ανακαλύπτουν’ ‘απόγονους’, ακόμα και ‘κλώνους’ του ιστορικά ανύπαρκτου ‘Ιησού’, από τα υποτιθέμενα οστά του, που τάχα τα ανακάλυψαν σε παραπεταμένο κασόνι σε κάποιο ταξίδι τους στα Ιεροσόλυμα. Η προτροπή να ‘ξεβολευτούμε’ ως βιολογικά, κοινωνικά και ιστορικά καταπιεσμένα, ανελεύθερα, πεινασμένα και πνευματικά παραμορφωμένα αντικείμενα της εξουσίας του κεφαλαίου, για να βολευτούμε και να δούμε εξαϋλωμένοι τα πράγματα, ‘αλλιώς’ προκειμένου να γνωρίσουμε τάχα τον ‘θεό’, αποσκοπεί στο να μετατρέψει τους φετιχιστές πιστούς σε φετίχ του εαυτού τους, που σημαίνει βέβαια την απόλυτη αλλοτρίωση.
Παραινέσεις που αποτελούν εξουσιαστικούς ιδεολογικούς διαλυτικούς καταλύτες οι οποίοι προκαλούν σε πολλούς σύγχυση, νευρώσεις και σχιζοφρένεια που οδηγούν στην άρνηση της Λογικής και της επιστήμης, ακόμα και της ζωής τους της ίδιας. Κι’ όλα αυτά προκειμένου να αποδεχτούν την καπιταλιστική κόλαση με αντάλλαγμα το, χωρίς αντίκρισμα, υποσχετικό ότι θα πάνε στον ανύπαρκτο παράδεισο, φτάνει να παραιτηθούν, αντί της αφηρημένης πίστης στο θεό και της υποταγής στην εξουσία του εργοδότη, από την αυτοπεποίθησή τους, προϋπόθεση αναγκαία για να μην μετακινηθούν από αντικείμενα της εξουσίας σε υποκείμενα της ιστορίας και να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη ζωή σε συνθήκες κοινωνικής ισότητας και ελευθερίας.
δ. ‘Τροφή’ και επιβίωση. Το κινούν αίτιον της ζωής
Η τέταρτη, αλλά και η σημαντικότερη, διευκρίνηση αναφέρεται στο κινούν αίτιο της ζωής, που το ξεχνούν κατά κανόνα όλοι οι πνευματικά ευνουχισμένοι καθεστωτικοί ‘επιστήμονες’, που δεν είναι άλλο από την επιβίωση. Η επιβίωση ιδιαίτερα για τους ανθρώπους, νοούμενη ως βάση για την οικοδόμηση μιας αξιοβίοτης ζωής, όμως, χωρίς κατάλληλη και επαρκή υλική, συναισθηματική και πνευματική τροφή και ασφάλεια δεν εξασφαλίζεται, όταν αυτή η συνθήκη ικανοποιείται σε διαφορετικό βαθμό, στην κλίμακα από το 0-10, για τα ανθρώπινα όντα. Κι’ αυτό επειδή η παραγωγή και η κατανομή των υλικών, συναισθηματικών και πνευματικών αγαθών και υπηρεσιών σε συνθήκες εμπορευματοποίησης των πάντων, μοιράζεται άνισα, γιατί δεν γίνεται για τον άνθρωπο και την κοινωνία/ανθρωπότητα, αλλά για το με κάθε θυσία άμεσο και μέγιστο κέρδος των ελάχιστων ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Το γεγονός ότι το 1% του ανθρώπινου πληθυσμού να βρίσκεται στο υπερπολλαπλάσιο του 10 και το 99% κοντά στο 1 και στο μηδέν της κλίμακας ικανοποίησης των αναγκών τους, αποτελεί την μεγαλύτερη απόδειξη της χρεοκοπίας του οικονομικοκοινωνικού συστήματος που πηγάζει από την ανισοκατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας και συνεπώς του πλούτου.
Αν όσοι ασχολούνται, όχι με τις ανύπαρκτες ‘ψυχές’, αλλά με τις σωματικές, συναισθηματικές, πνευματικές ανάγκες και με τις συνειδησιακές διαταραχές των ανθρώπων, με την διαταραχή της προσωπικότητας των ‘ασθενών’ τους, δεν κατανοήσουν όλα αυτά ως, κατά κύριο λόγο, συνέπειες των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, της φτώχειας, της ανεργίας, της εργοδοτικής καταπίεσης, του ρατσισμού, του νεοεθνικισμού, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, της έρπουσας φασιστικής ιδεολογίας, της κρατικής τρομοκρατίας, ως μέσων, και μεθόδων διακυβέρνησης που εξυπηρετεί μια ελίτ που αριθμεί μόλις το 1% του πληθυσμού του πλανήτη μας, τότε δεν θα μπορέσουν να βοηθήσουν (και όχι βέβαια να θεραπεύσουν) κανέναν και πολύ περισσότερο τα εκατομμύρια των θυμάτων μιας αρρωστημένης κοινωνίας, που υποφέρει κάτω από τον ζυγό του μανιακού κεφαλαίου[11].
ΙΙΙ. Σχέσεις παραγωγής και κοινωνικό σύστημα.
Αφού, άνθρωπος εκτός κοινωνίας, της όποιας μορφής, δεν υπάρχει, οφείλουμε να τον προσεγγίσουμε ως ιστορική και κοινωνική υπόσταση, γεγονός που μας οδηγεί στην κατανόησή του μέσω της κατανόησης της κοινωνίας που τον διαμόρφωσε, πράγμα που σημαίνει ότι χωρίς γνώση, ανάλυση και κατανόηση της κοινωνίας είναι αδύνατη η κατανόηση του ανθρώπου. Έτσι, δια της συστημικής προσέγγισης, φτάνουμε από το ατομοκεντρικό στο κοινωνικοκεντρικό επίπεδο ανάλυσης, όπου αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε για τα κοινωνικά συστήματα, ως Όλον, ως Εμείς, προκειμένου να κατανοήσουμε τα επιμέρους Εγώ του, αφού ξαναϋπογραμμίσουμε ότι τα Εγώ δεν φυτρώνουν την Άνοιξη στα χωράφια. Εκείνο το στοιχείο που χαρακτηρίζει τα κοινωνικά συστήματα είναι η σχέση της εκάστοτε κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής, η οποία ορίζει τον τρόπο παραγωγής των αναγκαίων υλικών και πνευματικών αγαθών για την επιβίωση και την εξέλιξη, ο οποίος καθορίζει την θέση του καθενός μας στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και το ποσοστό συμμετοχής μας στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Με αυτόν τον τρόπο αναπαράγονται οι κοινωνίες, ως Εμείς, με την υποχρέωση να προσφέρουν στα Εγώ πρωταρχικά και κατά βάση τροφή και τους λοιπούς υλικούς και πνευματικούς όρους επιβίωσης και εξέλιξής τους, αλλά και ασφάλεια έναντι οποιουδήποτε κινδύνου και απειλής, αφού, όπως είναι γνωστό, κανένα κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε συνθήκες ανισορροπίας, ρευστότητας και αβεβαιότητας, να εξελιχθεί και να επιβιώσει χωρίς δυναμική ισορροπία, δηλαδή χωρίς σταθερότητα, ασφάλεια, αλληλέγγυα και αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των μερών του. Για να ανταποκριθούν οι οργανωμένες κοινωνίες σ’ αυτόν τον ρόλο τους οργανώνουν την διαδικασία παραγωγής όλων των υλικών και άυλων αγαθών προκειμένου να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την συνεκτικότητα μεταξύ των μερών τους, γεγονός που τοποθετεί την οικονομία στο κέντρο του κοινωνικού συστήματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι η οικονομία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε στα χέρια ‘οικονομομετρών’, οικονομολογούντων[12] και το χειρότερο στα χέρια άπληστων σπεκουλαδόρων επιχειρηματιών που στην πλειοψηφία τους είναι κρατικοδίαιτοι σφετεριστές των φυσικών πόρων και του κοινωνικού πλούτου. Η καπιταλιστική οικονομία παράγει ‘ανταλλακτικές αξίες’, συχνά άχρηστα και καταστροφικά εμπορεύματα, για το κέρδος με όλες τις γνωστές αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία/ανθρωπότητα και για την Φύση. και συνεπώς δεν μπορεί, ως οικονομισμός και πλουτοκρατία να εξουσιάζει και να καταδυναστεύει την κοινωνία και να λεηλατεί τη Φύση και γι’ αυτό η οικονομική δραστηριότητα πρέπει να υποταχθεί στον έλεγχο και στις ανάγκες της κοινωνίας.
Το κρίσιμο στοιχείο αυτής της λειτουργίας κάθε κοινωνικού συστήματος είναι, ας το ξαναϋπογραμμίσουμε, η σχέση της κοινωνίας ως Όλον με τα μέσα παραγωγής. Αυτή η σχέση προσδιορίζει τον λεγόμενο ‘κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας’, ο οποίος, ανάλογα με το σε ποιον ανήκουν τα μέσα παραγωγής, σε λίγους ιδιώτες, ή στο κοινωνικό σύνολο, διακρίνεται σε ταξικό/εκμεταλλευτικό ή σε αταξικό/εξισωτικό καταμερισμό εργασίας:
· Στην πρώτη περίπτωση οι κοινωνίες δομούνται πυραμιδικά/ιεραρχικά όπου τον πρώτο, για το τι, πού πώς, πόσο και γιατί θα παραχθεί, αλλά και τον τελευταίο λόγο για το πώς θα κατανεμηθεί σε επίπεδο κοινωνίας τον έχουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής ως άτομα/επιχειρηματίες, ως αυτόνομη εξουσιαστική τάξη και ως κράτος επιβολής με την υποστήριξη βέβαια των σκοταδιστικών θρησκειών και Εκκλησιών και της ‘νόμιμης’ βίας του ταξικού κράτους που εκτελεί ταυτόχρονα και χρέη νυχτοφύλακα του κεφαλαίου. Η εξουσία που προκύπτει από τον κάθε φορά ταξικό καταμερισμό της Εργασίας παίρνει, ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής, τις πηγές και το σύστημα της ενέργειας[13], το μορφωτικό επίπεδο της κοινωνίας και τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, μορφές τυραννίας, μοναρχίας, θεοκρατίας, στρατοκρατίας, αποικιοκρατίας, ιμπεριαλισμού και ολιγαρχίας τύπου αστικής δημοκρατίας.
· Ενώ στην δεύτερη περίπτωση, όπως αυτή των εξισωτικών κοινωνιών[14], όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν στο αυτοδιευθυνόμενο κοινωνικό σύνολο που επιδιώκει το optimum της παραγωγικής προσπάθειας στα πλαίσια ενός τεχνικού καταμερισμού της εργασίας, που σημαίνει επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού αποτελέσματος με τις μικρότερες δυνατές θυσίες, που για εκατομμύρια χρόνια προηγήθηκε των κοινωνιών του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, κυριάρχησε ο ορθολογισμός και εξασφαλίστηκε η επιβίωση του ανθρώπινου είδους.. Αντίστοιχα σ’ εκείνη την εξισωτική περίοδο της ανθρωπότητας οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, χιλιάδες χρόνια, οραματίζονται και πασχίζουν να θεμελιώσουν, ένα κοινωνικό σύστημα όπου αποφασίζει η αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία ως Όλον με την αυτοδιαχείριση της οικονομίας σε συνθήκες άμεσης/αταξικής δημοκρατίας[15] που αρθρώνεται από το τοπικό μέχρι το οικουμενικό επίπεδο στα πλαίσια ενός αταξικού, οικουμενικού, ουμανιστικού πολιτισμού[16] . Μόνο ένα κοινωνικά ελεγχόμενο οικονομικό σύστημα που οργανώνει την παραγωγή χρήσιμων αγαθών επιβίωσης (αξιών χρήσης), εξέλιξης και ειρηνικής συνύπαρξης των κοινωνιών με σκοπό την ικανοποίηση ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών μπορεί να εκπληρώνει την σημαντικότερη από τις υπαρξιακής σημασίας λειτουργίες της κοινωνίας
Οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ζώντας στο περιθώριο του εκάστοτε συστήματος εξουσίας αναγκάστηκαν να αναζητούν, να οραματίζονται και να αγωνίζονται για εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η αναζήτηση οδήγησε στην κοινοβιακή, στην κομμουναριακή, στην κοινοτιστική, στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία, στην αστική δημοκρατία και, στις μέρες μας στον 21ο αιώνα, συνεχίζεται ως όραμα της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης με την μορφή της άμεσης δημοκρατίας και περιεχόμενο την αταξική κοινωνία. Η άγνοια γύρω από αυτή την προοπτική της κοινωνίας/ανθρωπότητας σχετίζεται με την προσπάθεια των εκάστοτε εξουσιών να αποκρύψουν την ιστορία της ανθρωπότητας δια της πλαστογραφίας και της αλλοίωσής της.
Από τότε που με την σολώνεια νομοθεσία, η δημοτική/κοινωνική γη αποσπάστηκε, ως μέσο παραγωγής, βίαια από την κοινωνία, στο όνομα της «δίκαιης ανισότητας» και μετατράπηκε σε ατομική ιδιοκτησία, από τότε και η παραγωγή και κατανομή των αναγκαίων αγαθών για την συνοχή της κοινωνίας ως Όλον, έπαψε να υπακούει στις ανάγκες της συνολικής κοινωνίας. Έκτοτε τα ιδιωτικοποιημένα μέσα παραγωγής εξυπηρετούν τα αποκλειστικά συμφέροντα των κατόχων τους και ο ανθρώπινος πολιτισμός λοξοδρόμησε, με αποτέλεσμα τον ανορθολογισμό, την αδικία, την καταπίεση, τον ατομισμό, τον φανατισμό, τον σκοταδισμό, τον κατακτητικό πόλεμο και τη λεηλασία των αδυνάτων χωρών, λαών και ανθρώπων με άμεσο αποτέλεσμα τον πνευματικό ευνουχισμό τους με κατάληξη την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, την εχθρότητα, τις συγκρούσεις, τις νευρώσεις, την οπαδοποίηση και την ποιμνιοποίηση ανθρώπων και λαών.
Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Επειδή η ατομική ιδιοκτησία[17] πάνω στα μέσα παραγωγής διασπά τις κοινωνίες σε εγωιστικά, ανταγωνιζόμενα ‘άτομα για τον εαυτό τους’ και οδηγεί στην παραγωγή πλούτου αποκλειστικά για τους λίγους ιδιοκτήτες τους. Ο πλούτος όταν συσσωρεύεται σε λίγα χέρια εξελίσσεται σε εξουσία πάνω στους πολλούς που στερούνται μέσων παραγωγής και η ζωή τους εξαρτάται από τα αναγκαία ψίχουλα που μοιράζουν τα αφεντικά, οι εξουσιαστές, μέχρι που φτάσαμε στον 21ο αιώνα, όπου μια απειροελάχιστη ελίτ λεηλατεί τις ζωές του 99% της ανθρωπότητας. Αυτή η εικόνα απαντά ευθέως στο ερώτημα του ποιος αποφασίζει, αλλά και θέτει το ερώτημα του ποιος πρέπει να αποφασίζει, αν το ανθρώπινο είδος θέλει να έχει μέλλον. Ανάλογα με την απάντηση θα κριθεί αν το ανθρώπινο είδος αποτελεί την ‘πανούκλα του πλανήτη και του Σύμπαντός’, όπως ισχυρίζονται οι απολογητές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ή το νόημα, την συνείδηση και το στολίδι αυτού του αναρχοατελεύτητου και μεγαλοπρεπούς Σύμπαντος, οπότε η ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής αποδεικνύεται ως πανούκλα του πολιτισμού.
Αυτή η πραγματικότητα, της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, που διαμορφώθηκε με τη βοήθεια των σκοταδιστικών μύθων, με τη βία των όπλων και την ‘δύναμη’ των άδικων και παράνομων νόμων, ερήμην της κοινωνίας, μπορεί και πρέπει να αλλάξει, όχι βέβαια από επαγγελματίες δημαγωγούς, λαϊκιστές κοσμοσωτήρες και ‘ένοπλους προφήτες’ του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Προφανώς ούτε από επαγγελματίες πολιτικούς που μας υπόσχονται μεταρρυθμίσεις και εννοούν την ιδιωτικοποίηση κάθε εναπομείναντος κοινωνικού περιουσιακού στοιχείου. Η μόνη δύναμη που έχει λόγο και συμφέρον να αλλάξει αυτόν τον ζόφο είναι η ίδια η κοινωνία/ανθρωπότητα, η οποία αδιαλείπτως και κάτω από τις εκάστοτε αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται διαχρονικά για την δημιουργία των υλικών, επιστημονικών και τεχνολογικών προϋποθέσεων που οδηγούν σταδιακά σε έναν κάθε φορά καλύτερο κόσμο. Αυτή η παγκόσμια σταθερά, ο διαχρονικός στρατηγικός στόχος των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, σπρώχνει με αυτοπεποίθηση και τεράστιες θυσίες τις εξελίξεις προς τα μπροστά, προσεγγίζοντας όλο και πιο πολύ τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας και συνεχίζει να αγωνίζεται μέχρι τη τελική δικαίωση αυτού του κοινωνικού οράματος.
Είναι σε όλους μας γνωστή η θεωρία ‘περί ουδετερότητας της επιστήμης’, σύμφωνα με την οποία η επιστήμη στερείται κοινωνικής ηθικής και υποτάσσεται στην εκάστοτε εξουσία που καταχρηστικά την αναγκάζει, μέσω των απολίτικων ιδιοτελών, εξωνημένων και επίορκων ‘επιστημόνων’, να παράγει αποδοτικότερους τρόπους εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και αποτελεσματικότερα όπλα μαζικής καταστροφής, αντί να παράγει περισσότερο ‘ψωμί, παιδεία, ελευθερία’. Παρ’ όλα αυτά η επιστήμη ως κοινωνικά επαναστατική δύναμη βρίσκει τον τρόπο να ωθεί αργά αλλά σταθερά την κοινωνία/ανθρωπότητα προς ένα καλύτερο μέλλον.
Με αυτά που προηγήθηκαν γίνεται κατανοητό πως δεν υπάρχουν πολλά συστήματα εξουσίας, εκτός από αυτό το ένα και μοναδικό που έχει θεμελιωθεί πάνω στην ατομική ιδιοκτησία, η οποία παράγει πλούτο και εξουσία, που από τόπο σε τόπο και από χρόνο σε χρόνο αλλάζει, για λόγους ιστορικούς αλλά και για παραπλάνηση, μορφή, όμως ως προς την ουσία παραμένει ατόφια καταπιεστική δύναμη διχασμού των εκάστοτε κοινωνιών σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε αφεντικά και δούλους. Αντίθετα στην μετακαπιταλιστική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, η οποία αναγκαστικά έρχεται, εξαιτίας της ανικανότητας του καπιταλισμού να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ανθρωπότητας, ο καινούργιος καλύτερος κόσμος που έρχεται, με την μορφή της άμεσης δημοκρατίας σε συνθήκες αταξικού οικουμενικού ουμανισμού, συνεπάγεται την κατάργηση των κοινωνικών ανισοτήτων και συνεπώς την κατάργηση όλων των μορφών εξουσίας. Αυτό θα συμβεί όταν όλες οι θεμελιακές, για την συνοχή και την πρόοδο της κοινωνίας, αποφάσεις θα λαμβάνονται, χωρίς φόβο, κατά συνείδηση και με την βοήθεια της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας από το σύνολο των Πολιτών της κοινωνίας και όχι από επαγγελματίες πολιτικούς, φιλελεύθερης, νεοφιλελεύθερης, σοσιαλδημοκρατικής και τριτοτεταρτοδιεθνιστικός κοπής στην υπηρεσία του κεφαλαίου.
Αυτή η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται με αποστροφή ή ακόμα και με οργή τόσο από τους φορείς και τους νομείς της διχαστικής εξουσίας, όσο και από την παρδαλή παρατρεχάμενη, πνευματική τάχα, ιντελιγκέντσια κι’ αυτό επειδή η εκδοχή κατάργησης της ατομικής και της κρατικής ιδιοκτησίας, συνεπώς της ιδιωτικής και της κρατικής εξουσίας, τους τρομάζει γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση θα πάψουν να σιτίζονται, ως ‘χρήσιμοι ηλίθιοι’, στο Πρυτανείο της καταπιεστικής εξουσίας και θα αναγκαστούν να συμβιώνουν ισότιμα, με αξιοπρέπεια και χωρίς ψευδαισθήσεις με τους υπόλοιπους συμπολίτες τους. Γι’ αυτό επιστρατεύουν ‘χολήν και όξος’, αφορισμούς και κατάρες πως τάχα η κατάργηση του μανιακού καπιταλισμού, δηλαδή του ‘τέλους της ιστορίας’ και η αντικατάστασή του από έναν καλύτερο κόσμο, από μια κοινωνία δομημένη πάνω στην ισότητα στη βάση των δυνατοτήτων και των αναγκών, στην δικαιοσύνη, στην άμεση δημοκρατία και στην οικουμενική ειρήνη θα επιφέρει τάχα το χάος και την αναρχία. Οι μετριοπαθέστεροι αρκούνται στο να χαρακτηρίσουν το διαχρονικό όραμα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για μια ισορροπημένη ζωή σε συνθήκες κοινωνικής ισότητας, ως μια ανεφάρμοστη ουτοπία, ενώ παράλληλα θάβουν με την σιωπή τους και σπιλώνουν με τις συκοφαντίες τους, όσους παραπέμπουν στη διδαχή της ιστορίας, η οποία δεν είναι παρά μια ατέλειωτη αλυσίδα από ουτοπίες που με τους αγώνες των εργαζόμενων ανθρώπων έγιναν πραγματικότητα και στη συνέχεια έγιναν ιστορία για να ακολουθήσουν καινούργιοι αγώνες, καινούργιες ουτοπίες, καινούργιες πραγματικότητες[18]. Οι χειρότεροι, όμως, εχθροί αυτής της Λογικής των χρόνων, των λαών και των αγόνων είναι οι θρησκευτικές κατασκευές και τα σκοταδιστικά ιερατεία που αντιλαμβάνονται ότι με την διάχυση της επιστημονικά έγκυρης και κοινωνικά χρήσιμης γνώσης, προς όλα τα κύτταρα της κοινωνίας, οι στρούγκες τους θα μείνουν χωρίς ποίμνια και τότε ποιόν θα εκμεταλλεύονται πνευματικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προσφέροντας, ως αντάλλαγμα και για το δικό τους όφελος, παραπλανητικές υπηρεσίες ως παράλληλοι εξουσιαστικοί μηχανισμοί.
Το γεγονός πως κάποιες από τις αποφάσεις τεχνητής καταδυνάστευσης του 99% τις παίρνουν άτομα που ανήκουν στο ίδιο το 99% δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει, γιατί αυτοί, ως δοτές και δευτερεύουσες εξουσίες ορντινάντσες, δηλαδή ως εκτελεστικά όργανα του κεφαλαίου, αποφασίζουν για λογαριασμό του, πράγμα που αποδεικνύει ότι η εξουσία αλλάζει μορφές ανά επίπεδο, φορέα, χρόνο και χώρο και φυσικά αντικρούει, ηθελημένες ή αθέλητες δεν έχει σημασία, ασάφειες και γενικεύσεις πως τάχα «εξουσία με την υποστασιακή έννοια του όρου, δεν υπάρχει»[19]. Κάποια λοιπόν στιγμή που το ‘θύμα και το ψώνιο και το σύμβολο το αιώνιο θα ξυπνήσει μονομιάς τότε θα έρθει ανάποδα ο ντουνιάς’, δηλαδή στα ίσια του και στα καλά του.
Για τη λύση λοιπόν του γρίφου της κοινωνικής ανισότητας, δηλαδή του ποιος έχει τον τελευταίο λόγο, δηλαδή ποιος αποφασίζει, η εξουσιαζόμενη ανθρωπότητα αγωνίζεται χωρίς σταματημό με όρους διαχρονικής στρατηγικής κοινωνικής ισότητας, την οποία, με υπομονή και επιμονή, χτίζει σε πολύ αντίξοες συνθήκες, έχοντας αντιπάλους της ‘Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και θυμωμένους Ποσειδώνες’. Μέχρι που φτάσαμε στον 21ο αιώνα, όπου τα δεδομένα αποδείχνουν ότι η ανθρωπότητα κατάφερε να ολοκληρώσει όλες τις αναγκαίες αντικειμενικές προϋποθέσεις για έναν καλύτερο κόσμο, τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας, προϋπόθεση της κοινωνικής ελευθερίας, της καθολικής ευημερίας και της οικουμενικής ειρήνης.
Όμως, ώσπου το καινούργιο να καταφέρει να γεννηθεί, το ίδιο πιθανή θα είναι και η ολοκλήρωση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας σε ολοκληρωτικό φασισμό, κι’ αυτό επειδή καθυστερεί ακόμα ο κρίσιμος υποκειμενικός όρος, δηλαδή το πέρασμα της εργαζόμενης κοινωνίας σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο από τη θέση του αντικειμένου του κεφαλαίου στη θέση του υποκειμένου της ιστορίας, γεγονός που θα του επιτρέψει να καταργήσει οριστικά και συθέμελα την αιτία της ανθρώπινης τραγωδίας, την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής και μαζί της όλα τα αιτιατά των αιτιατών της, γεγονός που θα καταστήσει εφικτή την επανασυγκόλληση των κοινωνιών σε ένα ενιαίο Όλον.
Βέβαια είμαστε εκπαιδευμένοι να θεωρούμε δεδομένη και αναγκαία την εξουσία, που ταυτίζεται με την βία και τον φόβο του ‘θεού’, του ‘αρχηγού’, του κράτους, των λίγων επί των πολλών και συνολικά επί της κοινωνίας και γι’ αυτό θεωρούμε ότι η κατάργησή της θα επιφέρει, ως δήθεν κατάργηση της ‘τάξης του νόμου και της ηθικής’, αναρχία, χάος και διάλυση της οργανωμένης κοινωνίας. Η ιστορία της ανθρωπότητας όμως είναι γεμάτη από παραδείγματα κοινωνιών που αυτοδιευθύνονταν και αυτοδιευθύνονται αποτελεσματικότερα όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται από το κοινωνικό σύνολο και όχι από εξουσιαστικές συμμορίες. Οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες όλο και περισσότερο καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η υιοθέτηση α-εξουσιαστικών, δηλαδή μη-εξουσιαστικών μοντέλων αυτοδιοίκησης, αυτοδιαχείρισης και αυτοδιεύθυνσης ενισχύουν την αυτοπεποίθηση, την συμμετοχικότητα, την αλληλέγγυα συνεργασία, την κοινωνικότητα, την συντροφικότητα, τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των ανθρώπων, με αποτέλεσμα όλα αυτά να ενισχύουν την ανθεκτικότητα του κοινωνικού ιστού, την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία των κοινωνιών.
Τελικά η αμεσοδημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των κοινωνιών καταλήγει στην ορθολογική σχέση κοινωνίας και Φύσης, σε μια καλύτερη κοινωνική και διακοινωνική συστημικότητα που αποσκοπεί στην καθολική ευημερία, στην συναισθηματική πληρότητα των κοινωνικοποιημένων Εγώ, στην ολοκληρωμένη σχέση τους με το Εμείς και στην ενιαία ανθρωποκεντρική πρόοδο προς έναν καλύτερο κόσμο, που θα τον αποτελούν υγιείς και μη τοξικές κοινωνίες, με υγιείς και μη τοξικούς ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι με προβλήματα, μόνο που ο ανθρωπολογικός τύπος θα έχει εξελιχθεί στον πολυδιάστατο άνθρωπο και ταυτόχρονα σε συμπαντική οντότητα, οπότε τα προβλήματα θα είναι διαφορετικά και σε άλλα επίπεδα και η αντιμετώπισή τους θα υπακούει στους κανόνες του ανθρωπισμού και της κοινωνικής προόδου για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Συνεπώς η κριτική συστημική σκέψη ως θεωρία, πρακτική και συστημική οικογενειακή συμβουλευτική με προοπτική την ολιστική συστημική αντιμετώπιση τέτοιας φύσης προβλημάτων, στα πλαίσια ενός λ. χ. επιστημονικού κλάδου της θεωρητικής και εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αντί του θολού ‘ψυχολογία’, θα μας επέτρεπε να οραματιζόμαστε και να αγωνιζόμαστε για ένα κόσμο της κοινωνικής ισότητας και για τον homo humanisticus universalis και με αυτήν την έννοια μπορούμε να παραφράσουμε τον Charles West Churchman που θεωρούσε ότι ‘η συστημική προσέγγιση δεν είναι μια κακή ιδέα’ και να υπερθεματίσουμε λέγοντας πως:
‘Η συστημική προσέγγιση είναι μια πολύ καλή, κοινωνικά χρήσιμη και απελευθερωτική ιδέα’.
[1]. Περίληψη αυτού του κειμένου παρουσιάστηκε στην επιστημονική Διαδικτυακή Διημερίδα της Συστημικής Εταιρείας Βόρειας Ελλάδας με θέμα: Ποιος έχει τον τελευταίο λόγο; Εξουσίες, Συστήματα και Σχέσεις. (27-28/11/2021).
[2] Βλέπε σχετικά στο: Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017, σελ. 31-155.
[3] Για μια σε βάθος ανάλυση του εξουσιαστικού φόβου, βλέπε, Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της Παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.
[4] Lampos Kostas D., Toxic Institutions, Identities, Societies. An Essay on social Equality and Dignity, υπό δημοσίευση.
[5] Για μια εκτενή και σε βάθος ανάλυση της σχέσης μεταξύ εξουσίας και του φετίχ της, βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο, Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015, σελ. 116 κ. επ.
[6] Βλέπε σχετικά στον συλλογικό τόμο: Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός. Να θεμελιώσουμε τον πολιτισμό της κοινωνικής ισότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2020.
[7] Foucault Michel, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Αθήνα 2002, σελ. 322 κ. επ.
[8] Όπ. π. σελ. 305.
[9] Για μιά εκτενή και σε βάθος ανάλυση αυτής της σχέσης, βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο, Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
[10] Λάμπος Κώστας, Σκέψεις για μια οικονομία της κοινωνικής ισότητας και της ελευθερίας, στο: Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός. Να θεμελιώσουμε τον πολιτισμό της κοινωνικής ισότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2020.
[11] Greider William, Μανιακός καπιταλισμός. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, Αθήνα 1999.
[12] Βλέπε Λάμπος Κώστας, Η οικονομική Θεωρία ως μεταφυσική εξουσιαστική ιδεολογία. Η φετιχοποίηση του κόσμου ως αλλοτρίωση, στο: Οικονομική Θεωρία. Αναζητώντας και διαπιστώνοντας. Τόμος για τον Ομότιμο Καθηγητή Οικονομικής Θεωρίας Γεώργιο Χατζηκωνσταντίνου, ΤΖΙΟΛΑΣ, Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 79-114.
[13] Για μια εκτενή και σε βάθος αναφορά στο θέμα, βλέπε, Λάμπος Κώστας, Ποιος φοβάται το Υδρογόνο;. Η επανάσταση του υδρογόνου, η ελεύθερη ενέργεια και η απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα ορυκτά καύσιμα και την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 33 κ. επ.
[14] Βλέπε εξαιρετικές αναλύσεις στον συλλογικό τόμο: Κοινωνίες μοιράσματος, ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, Αθήνα 2009.
[15] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Αταξική Δημοκρατία και Οικουμενικός Ουμανισμός, στον συλλογικό τόμο: Η Άμεση Δημοκρατία στον 21ο αιώνα. Αναζητώντας την ουσία πέρα από ιδεολογίες και μύθους, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013.
[16] Lampos Kostas, Social in/Equality and classless Humanism. An Assay on political Philosophy of Praxis, On Time Books, London 2021.
[17] Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία ως μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας, εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.
[18] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και αταξική κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[19] Φουκό Μισέλ., Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα 1991, Εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 136.